Από φέτος και με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2030 θα εξελιχθεί το mega project του ΔΕΔΔΗΕ για την αντικατάσταση των αναλογικών ρολογιών με τους έξυπνους μετρητές. Ένα εγχείρημα που έχει καθυστερήσει για πολλά χρόνια, αφήνοντας τη χώρα μας πίσω από τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Ο ΔΕΔΔΗΕ έχει εντάξει το συγκεκριμένα έργο στα «Μείζονος Σημασίας», με προϋπολογισμό 830 εκατ. ευρώ, ενώ αιτήθηκε από τη ΡΑΕ την παροχή πρόσθετης απόδοσης, κάτι που έγινε δεκτό.
Με βάση τον προγραμματισμό του Διαχειριστή, η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών θα ξεκινήσει από φέτος, με 41.000 τεμάχια και θα κλιμακώνεται τα επόμενα χρόνια μέχρι να τοποθετηθούν 7.354.000 ώστε να καλυφθεί το σύνολο των καταναλώσεων ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα προβλέπεται:
Αριθμός έξυπνων μετρητών ανά έτος
2021: 41.000
2022: 300.000
2023: 500.000
2024: 800.000
2025: 1.000.000
2026: 1.000.000
2027: 813.000
2028: 1.000.000
2029: 1.000.000
2030: 900.000
Σωρευτικός αριθμός μετρητών
2021: 41.000
2022: 341.000
2023: 841.000
2024: 1.641.000
2025: 2.641.000
2026: 3.641.000
2027: 4.454.000
2028: 5.454.000
2029: 6.454.000
2030: 7.354.000
Η απόφαση της ΡΑΕ για πρόσθετη απόδοση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται και στην σχετική απόφαση της ΡΑΕ, το έργο έχει ωφέλιμη ζωή 15 ετών, προτεινόμενη απόδοση κατά την κατασκευαστική περίοδο 6,7%, και πρόσθετη απόδοση κατά τη λειτουργία του 2% για διάρκεια 7 ετών.
Η Αρχή καθόρισε επιπλέον ποσοστό απόδοσης 1,5% για διάρκεια 4 ετών, σημειώνοντας την ανάγκη υποβολής ενημέρωσης εκ μέρους του Διαχειριστή σε ετήσια βάση αναφορικά με την υλοποίηση του έργου με σκοπό την διαπίστωση της έγκαιρης ολοκλήρωσης, βάσει του εγκεκριμένου από την ΡΑΕ χρονοδιαγράμματος, με ρητή αναφορά στις ετήσιες επενδυτικές χρηματοροές και στο πλήθος των έξυπνων μετρητών που εγκαταστάθηκαν.
Στο σκεπτικό της απόφασής της η ΡΑΕ αναφέρει ότι το στρατηγικό έργο «Επέκταση τηλεμέτρησης» το οποίο αφορά στην εγκατάσταση έξυπνων μετρητών στο σύνολο σχεδόν των καταναλωτών, αποτελεί σημαντικό εργαλείο και βασική συνιστώσα επίτευξης του ενωσιακού στόχου (Οδηγία (ΕΕ) 2019/944) για ενεργή συμμετοχή του καταναλωτή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, μέσω των έξυπνων μετρητών θα ενισχυθεί σημαντικά η θέση του καταναλωτή, μέσω της άμεσης και ακριβούς ενημέρωσής του για την κατανάλωσή του και κατ’ επέκταση μέσω της ενίσχυσης της δυναμικής τιμολόγησης και της δυνατότητας συμμετοχής του σε προγράμματα απόκρισης ζήτησης.
Επιπρόσθετα, όπως τονίζεται, η εγκατάσταση των έξυπνων μετρητών, αναμένεται να έχει σημαντικά και πολλαπλά οφέλη στη διαχείριση του δικτύου διανομής, στη λειτουργία της αγοράς και στην εθνική οικονομία γενικότερα, κυρίως λόγω: α) της σημαντικής μείωσης των μη-τεχνικών απωλειών (ρευματοκλοπή) και της μείωσης του κόστους λειτουργίας και συντήρησης που θα επιφέρει στο δίκτυο, με αντίστοιχο θετικό οικονομικό αντίκτυπο στο κόστος του Διαχειριστή και στα τιμολόγια χρήσης του ΕΔΔΗΕ, β) της ενίσχυσης στη διείσδυση των ΑΠΕ στο δίκτυο (αποκεντρωμένη παραγωγή) και γ) της συμβολής τους στην επίτευξη του εθνικού στόχου για εξοικονόμηση ενέργειας.
Όσον αφορά την παροχή πρόσθετης απόδοσης, αυτή συνδυάζεται με την πρόβλεψη για δυνητική απομείωση της αν δεν επιτυγχάνεται το εγκεκριμένο από την ΡΑΕ χρονοδιάγραμμα, κάτι που αναμένεται ότι θα δώσει στον Διαχειριστή ισχυρό κίνητρο για την έναρξη και έγκαιρη υλοποίηση του έργου, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια είχε παρουσιάσει σημαντικές καθυστερήσεις, καθώς και για την ανάληψη του σημαντικού κόστους της επένδυσης.
Η ΡΑΕ, ωστόσο, επισημαίνει ότι τα συστήματα έξυπνης μέτρησης που θα τοποθετηθούν σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει ο Διαχειριστής, θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις της Οδηγίας (ΕΚ) 2019/944 και ιδίως του άρθρου 20 και του Παραρτήματος II αυτής αναφορικά με τις λειτουργικές δυνατότητες, προκειμένου να αποδώσουν τα αναμενόμενα οφέλη.
Βάσει αυτών η Αρχή έκρινε ότι η πρόσθετη απόδοση πρέπει να οριστεί σε 1,5 ποσοστιαίες μονάδες για 4 έτη, λαμβάνοντας υπόψη πρωτίστως τα σημαντικά οφέλη που θα αποφέρει, αλλά και το σημαντικό κόστος του έργου που θα κληθεί να καταβάλει ο Διαχειριστής και το οποίο σαφώς επηρεάζει σημαντικά τα απασχολούμενα κεφάλαιά του (ΡΠΒ).
Η «προϊστορία» και το «βάλτωμα»
Η υπόθεση των έξυπνων μετρητών, που επιτέλους θα αρχίσουν να τοποθετούνται, έχει μια «προϊστορία» επτά ετών, με έναρξη το 2014.
Ο πρώτος σχετικός διαγωνισμός του ΔΕΔΔΗΕ ήταν ο ΔΔ-207 και αφορούσε το «Πιλοτικό Σύστημα Τηλεμέτρησης και Διαχείρισης της Ζήτησης Παροχών Ηλεκτρικής Ενέργειας Οικιακών και Μικρών Εμπορικών Καταναλωτών και Εφαρμογής Έξυπνων Δικτύων». Επί της ουσίας ήταν η πιλοτική εφαρμογή για 200.000 συνδέσεις με προϋπολογισμό 86,5 εκατ. ευρώ, η οποία ωστόσο θα έκρινε πολλά για τη συνέχεια, δηλαδή τεχνικές προδιαγραφές, σύστημα μετάδοσης των δεδομένων κ.ά.
Έτσι, ο ανταγωνισμός μεταξύ των μνηστήρων χτύπησε «κόκκινο», με αποτέλεσμα να υπάρξει μπαράζ ενστάσεων, προσφυγών, αναβολών και συμπληρωμάτων της διακήρυξης. Ενώ, λοιπόν, το αρχικό χρονοδιάγραμμα προέβλεπε ολοκλήρωση μέχρι το φθινόπωρο του 2015, ο «φάκελος» κόλλησε στο ΣτΕ, με συνέπεια να φτάσουμε το 2018 και ακόμη να αναζητείται φόρμουλα για τον πιλοτικό διαγωνισμό…
Είναι χαρακτηριστικό ότι επίσημα οι τίτλοι τέλους για τον ΔΔ-207 έπεσαν μόλις φέτος τον Μάρτιο με απόφαση του Δ.Σ. του Διαχειριστή, προκειμένου το μεγάλο project να μπει σε τροχιά ρεαλιστικής υλοποίησης.
Η νέα αφετηρία
Η νυν διοίκηση του ΔEΔΔHE έθεσε το στρατηγικής σημασίας έργο σε νέα αφετηρία, προχωρώντας στην προκήρυξη εγκατάστασης του Συστήματος Tηλεμέτρησης και Eπεξεργασίας Mετρητικών Δεδομένων (Kύριου και Eφεδρικού) με δυναμικότητα επικοινωνίας 7,5 εκ. μετρητικών σημείων, ώστε να καλύπτεται το σύνολο των καταναλωτών ρεύματος.
Παράλληλα, το project εντάχθηκε στη λίστα των ενεργειακών έργων του Ταμείου Ανάκαμψης μέσω του οποίου εκτιμάται ότι θα καλυφθεί ένα ποσό της τάξης των 220-280 εκατ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί μέρος και του μεγάλου διαγωνισμού του ΔΕΔΔΗΕ ΔΔ-214 με ενδεικτικό προϋπολογισμό για τις εργασίες αντικατάστασης των αναλογικών μετρητών με «έξυπνους», συνολικού ύψους 380, 51 εκατ. ευρώ και για τις πέντε περιφερειακές διευθύνσεις του Διαχειριστή και ειδικότερα: 129.462.000 ευρώ για τη Διεύθυνση Περιφέρειας Αττικής, 89.066.000 ευρώ για τη Διεύθυνση Περιφ. Μακεδονίας-Θράκης, 71.576.000 για τη Διεύθυνση Περιφ. Πελοποννήσου-Ηπείρου, 44.239.000 ευρώ για τη Διεύθυνση Περιφ. Κεντρικής Ελλάδας και 46.171.000 ευρώ για τη Διεύθυνση Νησιών.