Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου πιστεύουν ότι η εποχή των μεγάλων κερδών επιστρέφει, ενισχύοντας σημαντικά τις αποδόσεις στους μετόχους τους.
Η Royal Dutch Shell Plc εξέπληξε τους επενδυτές την Πέμπτη με αύξηση μερίσματος σχεδόν 40% και 2 δισεκατομμύρια δολάρια για την αγορά ιδίων μετοχών. Η TotalEnergies SE δεν έφτασε σε αυτό το επίπεδο, αλλά υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει μέχρι και 40% του πλεονάσματος της για επαναγορά μετοχών.
Αυτό σηματοδοτεί, όπως αναφέρει το Bloomberg, μια σημαντική ανατροπή για την πετρελαϊκή βιομηχανία, η οποία προσπαθεί να πείσει τους επενδυτές να παραμείνουν, παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή. Μέχρι πρόσφατα, και οι δύο εταιρείες επικεντρώνονταν στην εξόφληση του χρέους και στην ενίσχυση των ισολογισμών τους μετά την πτώση του πετρελαίου που προκλήθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι μια ευρεία άνοδος στις τιμές των βασικών προϊόντων, όπως η αύξηση στο αργό πετρέλαιο, το οποίο αντισταθμίστηκε ή ξεπεράστηκε από το φυσικό αέριο, τα μέταλλα και άλλες πρώτες ύλες. Δεν είναι μόνο η Shell και η Total που επιστρέφουν χρήματα στους μετόχους, αλλά σχεδόν κάθε εταιρεία φυσικών πόρων από τη Rio Tinto Plc έως την Anglo American Plc, είτε αυξάνει τα μερίσματα είτε αγοράζει πίσω μετοχές.
«Θέλουμε να δείξουμε στην αγορά την εμπιστοσύνη που έχουμε στο cash flow», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Shell, Μπεν Βαν Μπέουρδεν. Στην αγορά πετρελαίου «η προσφορά θα περιοριστεί και η ζήτηση είναι ήδη υψηλή».
Η Shell και η TotalEnergies ανέφεραν αμφότερες μεγάλες αυξήσεις στα προσαρμοσμένα καθαρά έσοδα και στις ταμειακές ροές για το δεύτερο φετινό τρίμηνο, επαναφέροντας τα στοιχεία στα προ-πανδημίας επίπεδα. Αν και αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο για τους αναλυτές, η θεαματική βελτίωση στις αποδόσεις των μετόχων προκάλεσε έκπληξη.
«Γνωρίζαμε ότι η Shell επρόκειτο να αυξήσει τα μερίσματα, αλλά η κλίμακα της αύξησης υπερέβη σημαντικά τις προσδοκίες μας», δήλωσε ο αναλυτής της Redburn, Στιούαρτ Τζόυνερ.
Η Shell τρέχει να προλάβει καταστάσεις. Πέρυσι, μείωσε το μέρισμά της κατά τα δύο τρίτα στη διάρκεια των μέτρων κατά του Covid-19. Έκτοτε, μικρές αυξήσεις στις πληρωμές μερισμάτων ελάχιστα ενίσχυσαν την εικόνα της εταιρείας, με την αγοραία της αξία να παραμένει σήμερα σημαντικά υποτιμημένη σε σχέση με τα επίπεδα που ήταν πριν την πανδημία, παρά την πλήρη ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου.
Η TotalEnergies, η οποία εισήλθε στην κρίση Covid-19 με λιγότερα χρέη και συνέχισε την πληρωμή τους καθ ‘όλη τη διάρκεια της ύφεσης, τα πήγε καλύτερα με τους επενδυτές. Η εξαγορά ιδίων μετοχών της θα μπορούσε να ανέλθει σε περίπου 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, εάν το αργό πετρέλαιο παραμείνει κοντά στα 74 δολάρια το βαρέλι, σύμφωνα με δήλωση της JPMorgan. Άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου ακολουθούν παρόμοια προσέγγιση.
Η BP Plc και η Equinor έχουν ήδη πραγματοποιήσει σταδιακές αυξήσεις μερισμάτων και ανακοινώσει
σχέδια εξαγοράς μετοχών. Η προσέλκυση επενδυτών ποτέ δεν ήταν πιο σημαντική για την Big Oil Industry. Η πετρελαϊκή βιομηχανία βρίσκεται υπό αυξανόμενη πίεση να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα και να αγκαλιάσει την καθαρή ενέργεια, καθώς ο κόσμος παλεύει με τους προφανείς κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Οι περισσότερες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν εκπονήσει σχέδια για να επιτύχουν το στόχο του net-zero μέχρι τα μέσα του αιώνα, αλλά υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το κόστος και εάν τα κέρδη από τις ΑΠΕ μπορούν να φτάσουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Αυτές οι αμφιβολίες έχουν επιβαρύνει την αποτίμηση της βιομηχανίας, η οποία συνολικά παραμένει 22% κάτω από το επίπεδό του 2019, δήλωσε ο αναλυτής της Banco Santander, Τζέισον Κένι. Μια περίοδος ισχυρών κερδών και ταμειακών ροών θα κάνει πολύ πιο εύκολη για αυτές τις εταιρείες τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, διατηρώντας παράλληλα και το ενδιαφέρον των επενδυτών.
«Η κλιματική κρίση απαιτεί σημαντικές επενδύσεις για την πραγματική μετάβαση σε χαμηλά ή μηδενικά επίπεδα άνθρακα», είπε ο Κένι. «Υπάρχει τεράστιο κύμα ρευστότητας στον ορίζοντα από εταιρείες ενέργειας για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 και σίγουρα μέχρι και το 2022. Και τα οικονομικά πλαίσια φαίνονται αξιόπιστα και ελκυστικά στα τρέχοντα επίπεδα».