Ένας νέος όρος μπήκε στην ζωή μας την εποχή της “πρώτης ενεργειακής κρίσης». Το hedging. Το “Χετζάρισμα” στα ελληνικά μεταφράζεται ως αντιστάθμιση κινδύνου. Ο αγρότης παραγωγός δεν ξέρει την εποχή της σποράς σε τι τιμή θα πουλήσει μετά από μήνες την σοδειά του. Συμφωνεί με ένα έμπορο να την προπωλήσει σε μια σταθερή τιμή τώρα. Αν η τιμή στην αγορά καταλήξει να είναι μικρότερη από αυτή που συμφώνησε τότε έχει κέρδος. Αν είναι μεγαλύτερη έχει ζημία. Παρατήρηση πρώτη λοιπόν. Ο αγρότης θυσίασε πιθανά κέρδη για να “αγοράσει” την σιγουριά ότι δεν θα έχει ζημία. Η αντιστάθμιση δεν γίνεται για να έχουμε μεγαλύτερα κέρδη αλλά για να μην έχουμε ζημίες.
Ας πάμε όμως στα πιο δύσκολα. Ο καημένος ο αγρότης προσπαθεί να προστατευθεί από τις μεταβολές της τιμής της αγοράς θυσιάζοντας πιθανά κέρδη γιατί (κατά τεκμήριο) λειτουργεί σε μια ανταγωνιστική αγορά. Είναι πολύ μικρός για να την επηρεάσει – είναι αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν αποδέκτης τιμής (price taker). Αν μπορούσε να μεταφέρει τις μεταβολές της τιμής στους πελάτες του δεν θα είχε κανένα πρόβλημα.
Η ΔΕΗ δεν είναι αγρότης. Έχει δύναμη στην αγορά, είναι ο “δεσπόζων παίκτης”, είναι price maker. Από τον Αύγουστο του 2021, προβλέποντας σωστά αυτό που έρχεται, επέβαλε στους πελάτες της (για πρώτη φορά μετά από 42 χρόνια) ρήτρες αναπροσαρμογής. Βεβαίως πολύ νωρίτερα είχαν χρησιμοποιήσει τον ίδιο τρόπο για να μειώσουν τον κίνδυνο τους όλοι οι εναλλακτικοί πάροχοι. Αυτή ήταν και η σημαντικότερη ενέργεια αντιστάθμισης που έκανε η ΔΕΗ στην διάρκεια της πρόσφατης κρίσης. “Χετζάρισμα” που αφορούσε την συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών δεδομένου ότι ακόμα και σήμερα η ΔΕΗ έχει το 75% των μετρητών στην χώρα.
Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Η ΔΕΗ όχι μόνο έχει την δύναμη να μεταφέρει τον κίνδυνο στους πελάτες της. Είναι και ο μόνος παραγωγός ρεύματος στην χώρα του οποίου το κόστος παραγωγής δεν εξαρτάται μόνο από το φυσικό αέριο – του οποίου η τιμή είναι και το πρόβλημα στην παρούσα κρίση (εξαιρούνται οι ΑΠΕ που είναι σε θέση να αδιαφορούν για τιμές γενικά).
Η ΔΕΗ έχει μεγάλο πλεονέκτημα “φυσικής αντιστάθμισης”. Γιατί έχει λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Το εξαιρετικά περίεργο κατά την διάρκεια της κρίσης μέχρι τώρα είναι ότι η ΔΕΗ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εκμεταλλευτεί την ισχυρή αυτή θέση της. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το 2021 η λιγνιτική παραγωγή της ΔΕΗ μειώθηκε σε σχέση με το 2020.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι σε αντίθεση με τις εντυπώσεις που μπορεί να δημιουργήθηκαν, η ΔΕΗ “χετζάρισε” μεν μέσω της επιβολής ρητρών αναπροσαρμογής στους πελάτες της, αγνόησε όμως (ή δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί) την δυνατότητα “χετζαρίσματος” από την ευνοϊκή εξέλιξη στο κόστος παραγωγής της (αν και δεν απέφυγε τελείως τον πειρασμό!).
Αυτή η αδυναμία της ΔΕΗ έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για την ίδια όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Μειώνει τα κέρδη της και συγχρόνως επιβαρύνει τον Έλληνα καταναλωτή γιατί συνεισφέρει στο γεγονός ότι η χώρα έχει μια από τις υψηλότερες τιμές χονδρικής στην Ευρώπη. Οι αρμόδιοι οφείλουν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στο ερώτημα : Γιατί σε μια περίοδο που η τιμή του φυσικού αερίου δεκαπλασιάστηκε, η παραγωγή ηλεκτρισμού από τους σταθμούς παραγωγής φυσικού αερίου στην χώρα αυξήθηκε;
Τέλος, για να βοηθήσουμε τους ΄Έλληνες καταναλωτές να διαμορφώσουν ρεαλιστικές προσδοκίες. Η αντιστάθμιση μειώνει τους κινδύνους αναταράξεων για επιχειρήσεις και καταναλωτές, για τους επόμενους 12 – 18 μήνες. Δεν είναι φάρμακο για την μακροχρόνια τάση των τιμών. Στην Ευρώπη και στην χώρα μας η μακροπρόθεσμη αυτή τάση εξαρτάται από τον στόχο του Net Zero (μέχρι το 2050) και είναι έντονα ανοδική μέχρι αυτός να επιτευχθεί.