«Υπάρχει μία πολύ μεγάλη υπεραπόδοση, δημοσιονομική, της ελληνικής οικονομίας, καταλήγουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα πολύ υψηλότερα των στόχων, και με δεδομένο αυτό θα εξετάσουμε και τη δημοσιονομική πορεία της χώρας από το 2019 και μετά», ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ. Όπως είπε, με βάση τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από το 2019 και μετά, «υπάρχει η δυνατότητα για να προχωρήσουμε σε στοχευμένες φοροελαφρύνσεις, ωστόσο όλα αυτά θα τα δούμε στο πλαίσιο της επόμενης μέρας, δηλαδή μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Διότι υπάρχουν συγκεκριμένα στρώματα που έχουν επιβαρυνθεί δυσανάλογα».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και υπουργός Επικρατείας είπε ότι βασική στόχευση αυτής τη κυβέρνησης είναι να ολοκληρώσει την τέταρτη αξιολόγηση, να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για την ρύθμιση του χρέους, μέχρι τις 21 Ιουνίου, και να συμφωνήσει με τους εταίρους για τα ακριβή χαρακτηριστικά του καθεστώτος μεταπρογραμματικής εποπτείας.
«Εμείς έχουμε πει ότι δεσμευόμαστε και σεβόμαστε τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, που έχουν τεθεί σε συμφωνία με τους δανειστές στο 3,5%, ωστόσο αυτό που έχουμε δει και το 2016 και το 2017, αναμένεται να το δούμε και το 2018, είναι ότι υπάρχει μία πολύ μεγάλη υπεραπόδοση, δημοσιονομική, της ελληνικής οικονομίας, καταλήγουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα πολύ υψηλότερα των στόχων, και με δεδομένο αυτό θα εξετάσουμε και τη δημοσιονομική πορεία της χώρας από το 2019 και μετά» είπε.
Σύμφωνα με τον κ. Τζανακόπουλο, η υπεραπόδοση που έχουμε στους στόχους δεν σχετίζεται με υπεραπόδοση στον τομέα της φορολογίας, «αλλά με τα πολύ θετικά αποτελέσματα που παρατηρούμε στον ΕΦΚΑ, οποίος στην κυριολεξία έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία». Όπως τόνισε, «πήραμε ένα ασφαλιστικό σύστημα ελλειμματικό κατά 2 δισ. και αναμένουμε ένα πλεόνασμα στο ασφαλιστικό σύστημα της χωρας που μπορεί να κινείται και στο 1,5 και στα 2 δισ. ευρώ. Όλη αυτή υπεραπόδοση σχετίζεται με την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα και όχι με τη φορολογία».
Σε ό, τι αφορά δημοσίευμα του γερμανικού Τύπου, που αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία θα είναι υπό εποπτεία μέχρι το 2050, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι δεν ευσταθεί αυτό το επιχείρημα, καθώς αυτό θα σήμαινε ότι θα πρέπει να αποπληρωθεί το 75% του χρέους που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο των τριών μνημονίων και με αυτή την έννοια, «ούτε η Πορτογαλία είχε καθαρή έξοδο, ούτε η Ιρλανδία, είχε καθαρή έξοδο, ούτε η Κύπρος είχε καθαρή έξοδο».
«Με την έννοια αυτή και αυτές οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς εποπτείας μέχρι να αποπληρώσουν το 75% των δανείων τους προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Άρα με αυτή την έννοια καμία από αυτές τις χώρες δεν οδηγήθηκε με καθαρό τρόπο στην έξοδο προς τις αγορές», διευκρίνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Καθαρή έξοδος σημαίνει ότι δεν υπάρχει παράταση του προγράμματος, δεν υπάρχει προληπτική γραμμή στήριξης, δεν υπάρχει ένα νέο μνημόνιο, αλλά αντιθέτως, η χώρα αποκτά την πρόσβασή της στις αγορές χρήματος μετά από μία ρύθμιση του χρέους», τόνισε επίσης ο Δ. Τζανακόπουλος. Είπε ότι η Ελλάδα έχει συμφωνήσει ότι μέχρι το 2022 θα πρέπει να έχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%, «πράγμα το οποίο κι εμείς αναγνωρίζουμε ότι είναι υψηλό» και σημείωσε ότι αυτό θα πρέπει να συγκρίνεται με δεσμεύσεις προηγούμενων κυβερνήσεων, που είχαν δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% μέχρι το 2018 και με ένα μέσο όρο κοντά στο 4% μέχρι το 2030.
Για τα μέτρα του 2019 και του 2020 που αφορούν τις συντάξεις και το αφορολόγητο, θύμισε πως ήταν προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Σε σχέση με τις συντάξεις και τη σύνδεσή τους με σενάρια εκλογών, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι πρόκειται για ευφάνταστα σενάρια, τα οποία προέκυψαν από μία παραφολογία μετά τις ομιλίες του πρωθυπουργού στη Βουλή.
«Μου φαίνεται πραγματικά κωμικός όλος αυτός ο σεναριολογικός οίστρος» είπε και πρόσθεσε ότι ο πρωθυπουργός έχει κουραστεί να επαναλαμβάνει ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. «Τότε οι Έλληνες πολίτες θα μπορούν να συγκρίνουν τι έγινε από το 2010 μέχρι το 2015, που η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, που η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27%, με τα αποτελέσματα της δικής μας διακυβέρνησης, τα οποία προφανώς είναι αυτά που οδηγούν τη χώρα έξω από τη μνημονιακή επιτροπεία μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια».
Χαρακτήρισε την εκλογολογία ως το «καταφύγιο του πολιτικά ηττημένου» και πρόσθεσε ότι «η κ. Γεννηματά έπεσε σε τεράστια αντίφαση, γιατί πριν από ένα μήνα έστελνε επιστολές και έλεγε πόσο σημαντικό είναι να γίνει συνταγματική αναθεώρηση και πριν από λίγες μέρες θυμήθηκε ότι πρέπει να γίνουν εκλογές πριν από την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα». Όπως είπε, αυτό θα σήμαινε ότι οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο θα σταματούσαν και θα υπήρχε παράταση του προγράμματος. «Ο ελληνικός λαός μας έδωσε εντολή να διαπραγματευτούμε για την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο. Αυτή η εντολή είναι ο πυρήνας της εκλογικής μάχης που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2015».
Επίσης, καταλόγισε στην εποικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής, ταύτιση με τη ΝΔ και την προέτρεψε «να ακούσει αυτά που λένε οι ευρωπαίοι συντροφοί της, ότι μία πιθανή συνεργασία με τη ΝΔ θα ήταν καταστροφική και για τη χώρα και για το ίδιο το Κίνημα Αλλαγής».
«Εμείς επιμένουν να ολοκληρώσουμε την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή κατάσταση, να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε την ελληνική οικονομία, να πάρουμε μέτρα στήριξης του κοινωνικού κράτους, να επαναρρυθμίσουμε την αγορά εργασίας, να δημιουργήσουμε καλύτερες συνθήκες διαπραγμάτευσης των εργαζομένων με τους εργοδότες. Αυτή είναι η πολιτική μας στόχευση και για αυτά πρέπει να κριθούμε και από τον ελληνικό λαό», υπογράμμισε.
Εξάλλου, με αφορμή την επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη, είπε πώς θέση της κυβέρνησης είναι ότι το σύνολο του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου πρέπει να εκφράσει με σαφήνεια την καταδίκη του και πρόσθεσε ότι η βία προήλθε από συγκεκριμένη πολιτική ομάδα που δεν έκρυψε τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά της.
Κατηγόρησε τον κ. Μητσοτάκη γιατί επέλεξε να συγκροτήσει τον πυρήνα στη ΝΔ με στελέχη από ακροδεξιά κόμματα, αναφέροντας τους κ. Βορίδη και Γεωργιάδη, ενώ και ο κ. Σαμαράς είχε συμβούλους που φλέρταραν με ακροδεξιές τοποθετήσεις.
«Σε μία επίθεση που είχε ακροδεξιά χαρακτηριστικά, ο Μητσοτάκης και η ΝΔ επέλεξαν να τοποθετηθούν με ίσες αποστάσεις» είπε και κατηγόρησε τον αρχηγό της ΝΔ γιατί «δεν τολμά». «Υπάρχει η εκτίμηση ότι ο κ. Μητσοτάκης εξαρτά την πολιτική του συμμετοχή με ακροδεξιά στοιχεία. Δεν τολμά» είπε χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείς σχετικά με την τοποθέτηση απέναντι στον Ρουβίκωνα, αναφορικά με το ΣτΕ, είπε ότι είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταδίκασε αμέσως την επίθεση, ωστόσο, «δεν μπορούμε να λειτουργούμε συμψηφιστικά. Άλλο το γιαούρτι και άλλο το μαχαίρι. Δεν εξισώνεται και δεν συμψηφίζεται. Και το ποινικό δίκαιο το αντιμετωπίζει διαφορετικά. Μιλάμε για διαφορετικά περιστατικά. Καμία εξίσωση και συμβιβασμός».
Σε ό, τι αφορά την ενδεχόμενη υποστήριξη του κ. Μπουτάρη στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο κ. Τζανακόπουλος είπε να «περιμένουμε λίγο», και πρόσθεσε ότι είναι «λογικό είναι να γίνονται ζυμώσεις και να επιδιώκονται συγκλίσεις».
Για τη σχέση με τον κυβερνητικό εταίρο, Π. Καμμένο, είπε ότι η κυβέρνηση είναι αρραγής, συμπαγής, και συνεχίζει στη βάση της πολιτικής συμφωνία που είχαμε πριν από τριάμισι, περίπου, χρόνια, ενώ αναφορικά με τον χαρακτηρισμό ως ακροδεξιού, του προέδρου των ΑΝΕΛ από την αξιωματική αντιπολίτευση, είπε ότι «ακροδεξιοί είναι αυτοί τους οποίους στεγάζει σήμερα στην πολιτική του ομάδα ο κ. Μητσοτάκης».
Για το ονοματολογικό επανέλαβε τη θέση της κυβέρνησης για ονομασία erga omnes και συνταγματική αναθεώρηση, «ώστε να καταλήξουμε σε μία συμφωνία» και σχετικά με τα ονόματα ειδικότερα, είπε ότι «συζητάμε στη βάση των ονομάτων που έχει προτείνει ο κ. Νίμιτς».
«Θεωρώ ότι υπάρχουν και οι τεχνικές και οι πολιτικές προϋποθέσεις για να καταλήξουμε σε μία συμφωνία. Αυτό εξαρτάται, πέρα από την Ελλάδα και από την πΓΔΜ» είπε.
Τέλος, σε ό, τι αφορά την χορήγηση ασύλου στον ένα εκ των 8 Τούρκων αξιωματικών, είπε: «Δεν θα βιαζόμουν να βγάλω συμπεράσματα ως προς το τι θα γίνει ως προς τους υπόλοιπους επτά» σημειώνοντας ότι κάθε περίπτωση χορήγησης ασύλου εξετάζεται ξεχωριστά.
Για τη στάση της Τουρκίας για τους Έλληνες αξιωματικούς, είπε ότι έχει αποφασίσει να λειτουργήσει, όχι με όρους δικαιοκρατικούς, αλλά με όρους πολιτικούς, «δηλαδή να χρησιμοποιήσει τους δύο Έλληνες στρατιώτες για να ασκήσει διπλωματικές, πολιτικές, πιέσεις, για να ασκήσει εξωτετρική πολιτική». Χαρακτήρισε λαθεμένη τη γραμμή που ακολουθεί η Τουρκία και εξέφρασε την ελπίδα, ότι μετά τις εκλογές η νέα τουρκική κυβέρνηση να αλλάξει γραμμή πλεύσης. Πρόσθεσε δε, «εμείς συνεχίσουμε τις πολιτικές πιέσεις, προσπαθούμε να κινητοποιήσουμε διεθνείς οργανισμούς και νομίζω το καταφέρνουμε γιατί κινητοποιούνται».