search icon

Ελλάδα

Το Σούλι και οι Σουλιώτες: Έλληνες ή Αλβανοί οι πρώτοι κάτοικοί του;

Πότε δημιουργήθηκαν οι αρχικοί οικισμοί στην περιοχή – Οι αγώνες των Σουλιωτών εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τα χρόνια του Αλή Πασά-Οι «φάρες» των Σουλιωτών.Στον… απόηχο του άρθρου μας για την ετυμολογία της λέξης “λουλούδι, θα ασχοληθούμε με την ιστορία του Σουλίου και τους κατοίκους. Η γεωγραφική θέση του Σουλίου Το Σούλι είναι περιοχή της […]

Πότε δημιουργήθηκαν οι αρχικοί οικισμοί στην περιοχή – Οι αγώνες των Σουλιωτών εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τα χρόνια του Αλή Πασά-Οι «φάρες» των Σουλιωτών.
Στον… απόηχο του άρθρου μας για την ετυμολογία της λέξης “λουλούδι, θα ασχοληθούμε με την ιστορία του Σουλίου και τους κατοίκους.

Η γεωγραφική θέση του Σουλίου

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου, που υπάγεται σήμερα διοικητικά στο νομό Θεσπρωτίας. Βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλιας (1.982 μ.)στη συμβολή του Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στους πρόποδες των χωριών, υψώνονται αντικριστά δύο λόφοι: το Κούγκι, πάνω στο οποίο βρίσκεται το ναΰδριο της Αγίας Παρασκευής και η Κιάφα, στην οποία είναι χτισμένο φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι, υπάρχει κι άλλος λόφος στον οποίο βρίσκεται ο ναός του Αγίου Δονάτου, όπου συναθροίζονταν οι Σουλιώτες κατά τα “Γενικά Συνέδρια” τους. Πάνω από το χωριό Κιάφα, υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το βορειοδυτικό τμήμα του οποίου λέγεται Μπρέκε Βετετίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή του Σουλίου, είναι ορεινή, άγρια, με απόκρημνους “υψηλούς, διαβόητους βράχους”, όπως γράφει ο Ανδρέας Κάλβος και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο (Στοιχεία: ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τ.54)

Η ετυμολογία της λέξης Σούλι

Ας ξεκινήσουμε από την ετυμολογία της λέξης Σούλι. Ο αείμνηστος γλωσσολόγος Δικαίος Βαγιακάκος έχει συγκεντρώσει πολλές εκδοχές. Η προσπάθεια για ετυμολόγηση της λέξης Σούλι, ξεκίνησε από τον Χριστόφορο Περραιβό, στο έργο του “Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας”, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1815..

Γράφει λοιπόν ο Περραιβός, στηριζόμενος σε προφορική παράδοση των Σουλιωτών, ότι το τοπωνύμιο οφείλεται σε κάποιον Τουρκαλβανό Σούλη ή Σούλιο, τον οποίο σκότωσαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής. Ο Περραιβός γράφει ότι Άγγλος περιηγητής παρατήρησε πως η λέξη είναι ομηρική (Ιλιάδα Π, 234), όπου αναφέρονται οι Σελλοί ή σχετική με την πόλη Σόλλιον την οποία αναφέρει ο Θουκυδίδης (2,30).

Ο Πουκεβίλ δέχεται την ετυμολογία της λέξης από τους Σελλούς και ονομάζει Σελληίδα, όλη τη γύρω περιοχή. Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει για τους “Συλίονες, έθνος της Χαονίας”, η οποία όμως βρισκόταν βόρεια της Θεσπρωτίας. Ο Ι. Φιλήμων στο “Δοκίμιον”, γράφει: «Σούλιον εστί το αρχαίον Σύλιον. Παρονόμασαν τούτο οι Αλβανοί της Ηπείρου Κακοσούλιον από της εποχής καθ’ ην επολέμει αυτό ο Αλή πασάς. Έχει δε παρωνυμικώς παρά τοις κοινοίς η λέξις κακός την σημασίαν του ισχυρός, πολύς, ανδρείος, δεινός, ακαταμάχητος». Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Δικαίος Βαγιακάκος: “Σύλιον όμως δεν υπάρχει, το δε Σύλλειον ή Σύλιον είναι πόλις της Φρυγίας εν τη Μ. Ασία”.

Ο Λάμπρος Κουτσονίκας στη “Γενικήν Ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως”, ανάγει την ίδρυση της συμπολιτείας του Σουλίου στα χρόνια του Λεύκιου Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος κατέστρεψε πολλές πόλεις της Ηπείρου. Κάποιοι από τους κατοίκους των πόλεων αυτών εγκαταστάθηκαν στο Σούλι και έδωσαν στην περιοχή το όνομα αρχαίας πόλης της Ηπείρου. “Τοιούτον όμως αρχαίον εκεί όνομα δεν μαρτυρείται”, παρατηρεί ωστόσο ο Δικαίος Βαγιακάκος.

Ο Ηπειρώτης λόγιος Αθανάσιος Πετρίδης, ανάγει το όνομα Σούλι στον 12ο αιώνα και γράφει ότι η περιοχή του Σουλίου εποικίστηκε από κατοίκους των Σουλανών και των Στύλων χωριών της Β. Ηπείρου, στη Δρόβιαννη και το ετυμολογεί από το Sola – Sula – Sole. Άλλη εκδοχή, αναφέρει ότι οι πρώτοι που κατοίκησαν το Σούλι, προέρχονταν από τα χωριά Σούλιασι και Σουλιάτας και από αυτά τα ονόματα “παράγονται” οι λέξεις Σούλι και Σουλιώτες. Ο βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Κ. Άμαντος γράφει ότι η λέξη Σούλι προέρχεται από το όνομα Σούλης που το θεωρεί παρεφθαρμένο τύπο του Σαούλ. Δεν φαίνεται όμως να ευσταθεί ούτε αυτή η ετυμολογία, καθώς τέτοιος τύπος ονόματος δεν μαρτυρείται αλλά και ούτε η ορεινή αυτή περιοχή ήταν ιδιοκτησία κάποιου.

Ο Δ. Βαγιακάκος, θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή του Δ. Φουρίκη, σύμφωνα με την οποία η λέξη Σούλι προέρχεται από την αλβανική λέξη “σουλ”, που με το άρθρο παίρνει τη μορφή σουλ – i. Η λέξη αυτή σημαίνει κορμό δέντρου ο οποίος μπήγεται στο έδαφος, σε επίκαιρο σημείο, όταν δεν υπάρχει δέντρο και μπορεί να χρησιμεύσει και ως βίγλα (παρατηρητήριο σε δεσπόζουσα θέση). Αυτό το όνομα και με αυτή τη σημασία έδωσαν στην περιοχή οι πρώτοι αλβανόφωνοι οικιστές της, επειδή η κορυφή του Σουλίου υψώνεται “οξεία ως στύλος και επέχει θέσιν βίγλας”, γράφει ο Δ. Βαγιακάκος κλείνοντας.

Ο διαπρεπής Ηπειρώτης λόγιος Ιωάννης Λαμπρίδης στα “Ηπειρωτικά Μελετήματα”, θεωρεί ότι το όνομα Σούλι προέρχεται από αρχηγό εποικιστικού γένους. “Στρατιώτης και φυλάρχης πατριός εκ της φυλής των Τσιάμηδων ην ο Σούλης, ος (= ο οποίος) σκηνώσας εν τη νυν ομώνυμω περιοχή δέδωκε κατά το σύνηθες και το όνομα αυτού εις ταύτην”.

Ο Χ.Ι. Σούλης, γράφει ότι στα αλβανικά “Σούλι”, σημαίνει σκοπιά, βίγλα (soul – i), που δικαιολογείται απόλυτα από την τοπογραφική θέση του Σουλίου.

Ο Κ. Μπίρης, στο έργο του “Αρβανίτες”, γράφει ότι οι πρώτοι έποικοι του Σουλίου καταγόταν από τα Σουλανά της Δίβρης (του Δέλβινου προφανώς, γιατί υπάρχει και Δίβρη στην Αχρίδα και, φυσικά, Δίβρη στην Αχαΐα) οι οποίοι εγκατέλειψαν το χωριό τους, αφού σκότωσαν ένα Τούρκο που απήγαγε μια κοπέλα απ’ αυτό. Όσο για το επίθετο Σούλης, κατά του Κ. Μπίρη είναι αλβανικό και σημαίνει “ψηλός” ή “λεβέντης”.

Υπάρχει δε στα αρχεία της Βενετίας, ως όνομα στρατιωτικών. Όπως βλέπουμε, η ετυμολογία της λέξης Σούλι, είναι αβέβαια. Σαφώς μεγαλύτερη σημασία έχει ποιοι ήταν οι Σουλιώτες και τι πρόσφεραν στην Ελλάδα. Αυτά τα θέματα θα μας απασχολήσουν στην συνέχεια του άρθρου.

Ο εποικισμός του Σουλίου

Και για το πότε εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι στο Σούλι, υπάρχει διχογνωμία: Οι απαντήσεις είναι αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές και στο ερώτημα “από πού καταγόταν οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου;”. Ας δούμε τις διαφορές εκδοχές.

Ο Χ. Περραιβός στην “Ιστορία του Σουλίου” που γράφτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, στηριζόμενος σε προφορικές μαρτυρίες Σουλιωτών, αναφέρει ότι η ιστορία του Σουλίου δεν ξεπερνά τα 250 χρόνια, τοποθετεί δηλαδή την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων γύρω στο 1550.

Ο Ι. Λαμπρίδης, στα “Ηπειρωτικά Μελετήματα”, χωρίς επίσης να κατανομάζει τις πηγές του γράφει ότι οι Σουλιώτες “ήδη το 1635 ήσαν εχθροί των εξισλαμισθέντων περιοίκων”.
Αν σκεφτούμε ότι οι μαζικοί εξισλαμισμοί στην Ήπειρο άρχισαν μετά τα αποτυχημένο επαναστατικό κίνημα του Διονύσου του Φιλόσοφου το 1611, η ημερομηνία που παραθέτει ο Λαμπρίδης (τον οποίο έχουμε μελετήσει αρκετά και τον θεωρούμε ιδιαίτερα αξιόπιστο )είναι ακριβής.

Αναφέρει μάλιστα τοπωνύμια της περιοχής του Σουλίου (Λακκιά Παπαζαφείρη, Λακκιά του Γκαίλη, Συκιά, Νερό της Προβατίνας, Καστανιά, Κουλούρια), τα οποία μνημονεύονται “προ του τέλους του πρώτου ημίσεως του 12′ (17ου) αιώνα”. Προφανώς κάποια από τα τοπωνύμια αυτά, καταρρίπτουν την άποψη του κύριου Πάγκαλου ότι οι Σουλιώτισσες ήταν αποκλειστικά αλβανόφωνες…

Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στη δίτομη «Χρονογραφία της Ηπείρου» αναφέρει: «Οι πρώτοι κάτοικοι του τοσούτον γυμνού και φαραγγώδους όρους του Σουλίου υπήρξαν ποιμένες και αιπόλοι (γιδοβοσκοί) προσφυγόντες εκείσε μετά των οικογενειών και βοσκημάτων των, ίνα αποφύγωσι τας των Οθωμανών καταπιέσεις, των επαυξηθέντων εν τη Θεσπρωτία. Οι πλείστοι των εις το Σούλιον προκατοικησάντων υπήρχον αλβανικής φυλής καταγόμενοι εκ της Γαρδίκης κώμης της Παραμυθίας ασυμφωνούμεν όμως μετά των γνωματευόντων ότι η τοιαύτη αποικία εγένετο περί τα μέσα της ΙΖ’ (17ης) εκατονταετηρίδος, καθότι θεωρούμεν τους Σουλιώτας ικανώς ενισχυμένους κατά το 1734 ότε επίφοβος οθωμανική δύναμις προσέβαλε την χώραν του Κακοσουλίου και ίνα ματαιώσωσι την τοιαύτην δύναμιν, ως και την εματαίωσαν, ήσαν βεβαίως οι τολμηροί αυτοί χριστιανοί ερριζωμένοι εκείσε, προ ενός τουλάχιστον αιώνος της ανωτέρω εποχής».

Δηλαδή, ο Αραβαντινός θεωρεί ότι τουλάχιστον από το 1630 είχαν εγκατασταθεί κάτοικοι στο Σούλι. Ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο βιβλίο του «Συνωστισμένες στο Ζάλογγο», γράφει:
«Γύρω στα 1600, πολλοί χριστιανοί – που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση και τους αναγκαστικούς εξισλαμισμούς των Τούρκων, οι οποίοι είχαν επεκταθεί σε όλη την Τσαμουριά – ίδρυσαν το χωριό Σούλι, στα Κασσιώπεια όρη, περίπου 100 χλμ ΝΑ των Ιωαννίνων σε ένα μικρό οροπέδιο, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του Αχέροντα»

Ενδιαφέρουσες είναι όμως και άλλες απόψεις, τις οποίες καταγράφει ο Ανάργυρος Φαγκρίδας στη Μονογραφία «Σούλι – Το Ορμητήριο του Προεπαναστατικού Αγώνα».

Διαβάζουμε λοιπόν εκεί ότι στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» ο Γ.Δ. Κορομηλάς, γράφει: «Αναφέρεται (η φάρα των Μποτσαραίων) πολύ ενωρίτερον από την τουρκοκρατίαν και δη ως συμπράττουσα μετά του Γεωργίου Καστριώτου (Σκεντέρμπεη)».

Και στη συνέχεια, ότι κατά τον Αναστάσιο Γούδα, μετά την καταστροφή του Σκεντέρμπεη, απόσπασμα 200 μάχιμων Αλβανών, Χριστιανών Ορθόδοξων στο θρήσκευμα, κατέφυγε στην Ήπειρο και οι αρχηγοί του, Μπότσαρης και Τζαβέλας, διάλεξαν τα απρόσιτα Όρη του Σουλίου για να εγκατασταθούν, προκειμένου να διατηρήσουν τη θρησκεία τους.

Ο Βασίλης Κραψίτης στο βιβλίο του «Η Αληθινή Ιστορία του Σουλίου», γράφει ότι η άποψη αυτή «δεν αντέχει στην κριτική βάσανο». Πραγματικά, δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για κάθοδο συμπολεμιστών του Καστριώτη στο νότιο τμήμα της Ηπείρου. Κάποιοι απ’ αυτούς μετανάστευσαν στη Νότια Ιταλία, ενώ άλλοι, για να αποφύγουν την εκδίκηση των Οθωμανών αναγκάστηκαν να εξισλαμισθούν (Αυτοί ήταν, κυρίως, οι προύχοντες).

Να θυμίσουμε απλά, ότι ο Γ. Καστριώτης, πέθανε το 1468.

Ο Τ. Ευαγγελίδης, στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» επίσης, υποστηρίζει ως πιθανότερη την εκδοχή, οι Σουλιώτες να ήταν αυτόχθονες Ηπειρώτες από την περιοχή γύρω απ’ το Σούλι.

Ο Α. Φαγκρίδας, θεωρεί ότι οι Μποτσαραίοι και οι Τζαβελαίοι, οι δύο σημαντικότερες «φάρες» των Σουλιωτών, κατάγονταν από τη Δράγανη (σημ. Αμπελιά) της Θεσπρωτίας. Χωριό που βρίσκεται κοντά στην Παραμυθιά.

Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, στο έργο του «Ήπειρος», γράφει: «Ο τραχύς και με ακατάβλητο θάρρος οπλισμένος Σουλιώτης διεξήγαγε ατελείωτους αγώνες για την ελευθερία της πατρίδας του, στην οποία εγκαταστάθηκε γύρω στα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αιώνα, στο φυσικό φρούριο που σχηματίζουν τα Κασσώπεια Όρη επάνω από τον Αχέροντα… Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι. Πολλές από τις πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι κατάγονταν από ελληνόφωνα χωριά και οι ίδιοι διατηρούσαν στενότατες επαφές με τους ελληνόφωνους Παρασουλιώτες (υποτελείς στους Σουλιώτες) με αποτέλεσμα να επικρατεί η ελληνική γλώσσα ως πλουσιότερη έναντι του φτωχότατου ιδιώματος των αλβανόφωνων Σουλιωτών. Από τη σύζευξη Αλβανών και Ελλήνων προέκυψαν (όπως παρατηρεί ο Ι. Λαμπρίδης) οι αλβανόφωνοι του Σουλίου».

Ο Κ. Μπίρης, στο έργο του «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ – ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», γράφει τα εξής: «Είτε με την κάθοδο Αρβανιτών στην Ήπειρο κατά τον 12ο αιώνα είτε με εκείνην των χρόνων του Στεφάνου Ντουσάν, είτε μετά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, είχαν έλθει στην περιοχή του Δελβίνου οι πρόγονοι των Σουλιωτών, ένα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιον, ότι τόπος προέλευσής των, ήταν στις νοτιανατολικές παρυφές της χώρας των Γκέγκηδων γύρω στην Δίβρη, κάποιο μέρος, όπου επικρατούσε απόλυτα το ελληνικό στοιχείον …οι Σουλιώτες εξύριζαν τους κροτάφους και όλο το εμπρόσθιον μέρος του κρανίου, πράγμα που εσυνήθιζαν οι Γκέγκηδες. Συγχρόνως όμως, ήσαν άσχετοι προς τους Γκέγκηδες, αφού δεν είχαν στη στολή τους το μαύρο κοντόσι (είδος κοντού επενδύτη) που εκείνοι φορούσαν ως αιώνιον πένθος για τον θάνατο του μεγάλου τους αρχηγού, του Γεωργίου Καστριώτη».

Συνεχίζουμε το κεφάλαιο αυτό, με την άποψη του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Οι Σουλιώτες ήσαν κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών και εις (ένας) των επιφανεστέρων γόνων του συνοικεσίου των δύο φυλών, του από της 14ης εκατονταετηρίδος αρξαμένου και τελουμένου μέχρι σήμερον. Η αλβανική εκράτυνε το μάχιμον της ελληνικής πνεύμα, η δε ελληνική ενεφύσησεν εις την αλβανικήν τα ευγενέστερα της φιλοπατρίας, της φιλομαθείας και της ευνομίας».

Τέλος, ο Αδαμάντιος Κοραής σε επιστολή του προς τους Σουλιώτες τον Απρίλιο του 1803, γράφει: «Εκείνο δε, δια το οποίον…είσθε μάλιστα αξιοθαύμαστοι είναι ότι έχετε έμφυτον εις την καρδίαν σας την ευτυχίαν όλης της Ελλάδος…Ναι…η Ελλάς όλη με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, εσάς βλέπει, εις εσάς καυχάται, από σας παρηγορείται και από σας μετά τον Θεόν ελπίζει την ελευθερίαν των λοιπών αυτής τέκνων και αδελφών σας…».

Όσο για εκείνους που πιστεύουν ότι οι Σουλιώτες ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, θα τους απογοητεύσουμε, γιατί δεν υπάρχουν ιστορικά ευρήματα που να επιβεβαιώνουν ότι στο Σούλι υπήρχαν άνθρωποι και κτίσματα από την αρχαιότητα…

Το Τετραχώρι(ον) του Σουλίου – Η επέκτασή του – Οι φάρες

Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στο Σούλι, ίδρυσαν το ομώνυμο χωριό. Ακολούθησε η ίδρυση των χωριών Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος. Στις αρχές του 18ου αιώνα (γύρω στο 1720), τα 4 χωριά του Σουλίου είχαν την παρακάτω πληθυσμιακή συγκρότηση:
Σούλι: 22 φάρες με 450 οικογένειες, συνολικά 2.000–2.100 άτομα Οι φάρες αυτές ήταν: Τζαβελαίοι (που αρχικά ονομάζονταν Παπαζαχαίοι ή Παπαζαχάτες, με γενάρχη τον ιερέα Παπαζάχο), Βοτσαραίοι, Δρακαίοι, Δαγηλαίοι, Κουτσονικαίοι, Καραμπιναίοι, Μπουτζαίοι, Σεχαίοι (ή Σεάταις), Καλογεραίοι, Ζαρμπαίοι, Βελιαίοι, Θανασαίοι, Κασκοραίοι, Τοραίοι, Μαντζαίοι, Παπαγιανναίοι, Βασιαίοι, Τονταίοι, Σαχιναίοι, Παλαμαίοι, Ματαίοι, Μπουσμπαίοι).

Κιάφα: 4 φάρες (Ζερβαίοι, Νικαίοι, Φωταίοι, Πανταζαίοι), με 90 οικογένειες και πληθυσμό 360-450 άτομα.

Αβαρίκος: 3 φάρες (Σαλαραίοι, Μπουφαίοι, Τζιοραίοι), με 65 οικογένειες και πληθυσμό 260-300 άτομα και

Σαμονίβα: 3 φάρες (Μπεκαίοι, Δαγκλιαναίοι, Ηραίοι), με 50 οικογένειες και πληθυσμό 200-250 άτομα.

Γύρω στο 1740, αφού είχε σταθεροποιηθεί η διαμονή και η κατοχή στο «Τετραχώρι», άρχισε η επέκταση των Σουλιωτών, σε ακτίνα 10-15 χλμ γύρω από τις εστίες τους. Η επέκταση αυτή έγινε για οικονομικούς («φεουδαλικούς» γράφει ο Γ. Μ. Σαρηγιάννης) λόγους αλλά και για την απελευθέρωση των πεδινών χωριών από τους Οθωμανούς. Πραγματικά, οι Σουλιώτες έδιωχναν τους μωαμεθανούς από όσα χωριά «καταλάμβαναν».

Έτσι έχουμε τις εξής επεκτάσεις:

– 1740-1741: Αλποχώρι, Παληοχώρι, Σκιαδάς, Ρουσιάτσα (τσιφλίκι)
– 1741-1744: Κοντάταις, Βίλλια, Γκιονάλα, Σερζιανά, Τσεκουράτι, Γόρανα, Ζαβρούχο.

Επτά από τα παραπάνω χωριά (Τσεκουράτι, Περιχάτι, Γκιόνολα, Κοντάταις, Βίλλια, Ρουσιάτσα και Αλποχώρι), συμπεριλήφθηκαν στη συμπολιτεία του Σουλίου και ονομάστηκαν «Επταχώριον», ενώ οι υπόλοιποι αποτελούσαν τους «Παρασουλιώτες». Η επέκταση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και στη μεγαλύτερη ακμή της η Ομοσπονδία των Σουλιωτών περιλάμβανε 60 χωριά με 7.000 κατοίκους περίπου, σε μια έκταση 5-10 χιλιόμετρα από το Τετραχώρι.

Η πρώτη μνεία δράσης των Σουλιωτών ενάντια στους Οθωμανούς, ανάγεται στο 1685. Ακολούθησαν συγκρούσεις το 1721, το 1732, το 1754, το 1759, το 1762, το 1771, με αφορμή τα Ορλοφικά και στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 91788-1792). Θρυλικοί είναι οι αγώνες των Σουλιωτών εναντίον του Αλή πασά, με τους οποίους θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο μας, όπως βέβαια και η τεράστια συνεισφορά τους στον Αγώνα του 1821. Από τους χιλιάδες Σουλιώτες πολεμιστές ,στο τέλος της Επανάστασης, είχαν επιζήσει μόνο 200, που δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους…

Πηγές:

Δικαίος Βαγιακάκος, «Ιστορικό Λεξικό Ελληνικών Τοπωνυμιών»
Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, «Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ (16ος-18ος αι), ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Ιωάννινα 1981
ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΦΑΓΚΡΙΔΑΣ, «ΣΟΥΛΙ ΤΟ ΟΡΜΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ», Μονογραφία του περιοδικού «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», 2003
Π. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ, «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, 2004
ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ», ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, Ιωάννινα 1993
ΒΑΣΩ Δ. ΨΙΜΟΥΛΗ, «ΣΟΥΛΙ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, Δ’ έκδοση, 2006
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ, «ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΖΑΛΟΓΓΟ», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Β’ Έκδοση, 2014
Κ. ΜΠΙΡΗΣ, «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ, ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑ, Ε’ Έκδοση, 2005
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Θεσσαλονίκη 1992
Χ. ΠΕΡΡΑΙΒΟΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ», Αθήνα 1857 (διαθέσιμο και στο διαδίκτυο)

Πηγή: protothema.gr

Exit mobile version