Οι αρνητές της απογραφής, αυτή η καινούρια εκδοχή της συλλογικής ανυπακοής στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, σε μεγάλο βαθμό τραβούν το σχοινί εκ του ασφαλούς. Διότι γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι από την εναντίωσή τους στην επιχείρηση καταμέτρησης του πληθυσμού, των κατοικιών κ.λπ. στη χώρα μας δεν απειλούνται σοβαρά τα βασικά δικαιώματα και τα κεκτημένα τους.
Αν, για παράδειγμα, ο αρνητής είναι δημόσιος υπάλληλος, η άρνηση της απογραφής δεν θα τον καταστήσει επίορκο, ούτε καν υπόλογο έναντι του εργοδότη του, δηλαδή του ελληνικού κράτους. Αν είναι συνταξιούχος, δεν θα στερηθεί το μηνιαίο καταπίστευμά του.
Αν είναι ιδιοκτήτης ακινήτων, δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα σε περίπτωση μεταβίβασης, κάτι που θα συνέβαινε, π.χ., αν είχε αρνηθεί να δηλώσει το οικόπεδο ή το κτίσμα του στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Γενικώς, το κόστος της ανυπακοής στην απογραφή είναι σχετικά χαμηλό, δεν καθιστά τον αρνητή αποσυνάγωγο, δεν του στερεί πολιτικά δικαιώματα, την ελευθερία μετακίνησης ή την ιδιότητα του Ελληνα πολίτη. Ετσι, εξηγείται και το όποιο νταϊλίκι, όπως ακούγεται, επιδεικνύεται με ευκολία από τους αρνητές προς τους απογραφείς σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις.
Τυπικά προβλέπεται διοικητικό πρόστιμο από 1.000 έως και 50.000 ευρώ για τους παραβάτες του νόμου ο οποίος διέπει τη λειτουργία του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος. Ως παραβάτης, πάντα κατά τον νομοθέτη, λογίζεται οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εταιρεία, οργανισμός κ.λπ. αρνείται να παράσχει τα απαιτούμενα στοιχεία κατά τη διενέργεια στατιστικών ερευνών από τον αρμόδιο κρατικό φορέα.
Και βέβαια, η κατεξοχήν και πλέον σημαντική στατιστική έρευνα είναι η απογραφή του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ο ίδιος νόμος (3832/10) ορίζει ότι με απόφαση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 10.000-200.000 ευρώ σε όποιον παραβιάζει το απόρρητο των στοιχείων ή και το στατιστικό απόρρητο.
Στα προηγούμενα θα πρέπει να προστεθεί ότι η συμμετοχή στην απογραφή είναι υποχρεωτική, κάτι που ορίζεται τόσο από τον σχετικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και από την ελληνική νομοθεσία. Συνεπώς, υπάρχουν δύο θεμελιώδη στοιχεία τα οποία είναι ξεκάθαρα:
α) Η άρνηση της απογραφής αποτελεί νομική παράβαση.
β) Η παράβαση αυτή επισύρει πρόστιμο, αλλά πρακτικά μόνο στη θεωρία: η διαδικασία που προβλέπεται είναι ότι η ΕΛΣΤΑΤ θα πρέπει να βεβαιώσει ότι ένας συγκεκριμένος κάτοικος της χώρας αρνείται να απογραφεί. Κατόπιν ο πρόεδρος της Αρχής θα κρίνει αν θα παραπέμψει τον παραβάτη στο πειθαρχικό όργανο της ΕΛΣΤΑΤ, το οποίο και θα ασκήσει τη δίωξη.
Στην πράξη, όμως, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της απογραφής είναι περισσότερο ηθικός. Δεν επαφίεται στον φόβο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της ανυπακοής στον νόμο, αλλά μάλλον στο αίσθημα ευθύνης των κατοίκων της Ελλάδας και την κατανόηση της ευρύτερης σημασίας που έχει για την κοινωνία και τη λειτουργία του κράτους.
Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, Θάνος Θανόπουλος, στις πρόσφατες δηλώσεις του επαναλαμβάνει συχνά ότι η πρόθεση της υπηρεσίας του είναι να ολοκληρώσει τη φετινή απογραφή με ανθρωπιά και επιείκεια.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr