Στη δημιουργία ενός δικονομικού μηχανισμού για την επιτάχυνση των υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια προχωρεί η κυβέρνηση, καθώς το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει φτάσει σε αδιέξοδο με σχεδόν 12.000 εκκρεμούσες υποθέσεις.

Τον περασμένο Μάρτιο η Moody’s, o μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης κρατικού αξιόχρεου, αρνήθηκε να αναβαθμίσει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα: ένας από τους βασικούς λόγους που δεν το έπραξε ήταν -και παραμένει- η αργοπορία στην απονομή της δικαιοσύνης. Στα διοικητικά δικαστήρια της χώρας μας μία υπόθεση χρειάζεται έως και 25 χρόνια για να τελεσιδικήσει σε τρίτο βαθμό, με αποτέλεσμα να καθυστερούν ή και να ματαιώνονται ακόμα και μεγάλες επενδύσεις.

Με το νέο νομοσχέδιο Φλωρίδη, το περιεχόμενο του οποίου αποκαλύπτει σήμερα το «ΘΕΜΑ», επιχειρούνται «η ενίσχυση της προδικασίας με τη θέσπιση αυστηρών δικονομικών προθεσμιών, η ενίσχυση του ρόλου των εισηγητών δικαστών, ο περιορισμός των αναβολών, καθώς και η συζήτηση στο ακροατήριο των πλέον σημαντικών υποθέσεων, εφόσον είναι ώριμες, καθώς και η αύξηση-επέκταση του αριθμού των υποθέσεων που θα εισάγονται σε σχηματισμό συμβουλίου δικαστών, δηλαδή δεν θα οδηγούνται στο ακροατήριο». Φυσικά υπάρχει η δυνατότητα οι αποφάσεις του συμβουλίου που θα εκδίδονται να οδηγούνται στο ακροατήριο, εφόσον όμως ο διάδικος καταβάλει διπλάσιο παράβολο.

Οι αλλαγές

Η κάθε υπόθεση αμέσως μετά την κατάθεσή της θα χρεώνεται σε δικαστή (εισηγητή ή πάρεδρο), δηλαδή σε εισηγητή προδικασίας. Ο εισηγητής θα παρακολουθεί από την πρώτη στιγμή την πορεία της υπόθεσης, «θα εντοπίζει τυχόν τυπικές πλημμέλειες (επιδόσεις, παρεμβάσεις, νομιμοποιήσεις κ.λπ.) και θα κατευθύνει τους συνηγόρους των διαδίκων, ώστε οι πιθανές πλημμέλειες να θεραπεύονται εγκαίρως, ενώ θα φροντίζει για την έγκαιρη συγκέντρωση όλων των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης».

Η προδικασία θα ακολουθεί πλέον συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, καθώς «από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου ξεκινάει η δίμηνη προθεσμία για την επίδοσή του από τον αιτούντα διάδικο προς τον αντίδικο. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα έχει ως συνέπεια την οριστική θέση της δικογραφίας στο αρχείο».

Φραγμοί τίθενται όμως και στην πάγια πλέον τακτική του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ κ.λπ. να μη στέλνουν τα αναγκαία στοιχεία-έγγραφα στο δικαστήριο, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση των εκκρεμών υποθέσεων. Ειδικότερα, με το που κατατίθεται μια αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ θα ξεκινάει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την αποστολή του φακέλου της υπόθεσης από το καθ’ ύλην υπουργείο, το ΝΠΔΔ κ.λπ. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής παρέχει τη δυνατότητα το δικαστήριο να «συνάγει τεκμήριο ομολογίας υπέρ εκείνου» που έχει καταθέσει την αίτηση ακύρωσης.

Ο κ. Γιώργος Φλωρίδης πριν από την έναρξη των μεταρρυθμίσεων στο ΣτΕ έλαβε υπόψη του, αφενός, τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) και, αφετέρου, τη σχετική μελέτη εμπειρογνωμόνων της Παγκόσμιας Τράπεζας.

«Ενενήντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του το 1929, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το ΣτΕ εισέρχεται σε μια νέα εποχή», επισημαίνει σε δήλωσή του στο «ΘΕΜΑ» ο υπουργός Δικαιοσύνης και προσθέτει ότι οργανώνεται στο ΣτΕ «ο τρόπος εκδίκασης των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτό, σύγχρονα, αποτελεσματικά και γρήγορα, με όλες τις εγγυήσεις προστασίας των δικαιωμάτων των διαδίκων».

Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr