Για αυξανόμενο ρεύμα τούρκων αγοραστών ακινήτων στην Ελλάδα κάνει λόγο δημοσίευμα της SZ. Κυρίαρχο στον γερμανικό τύπο είναι ωστόσο το ιταλικό δημοψήφισμα της Κυριακής και οι πιθανές επιπτώσεις του στην Ευρώπη, σχολιάζει η Deutsche Welle στην επισκόπηση του γερμανικού Τύπου.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου στην Τουρκία φαίνεται μεταξύ άλλων να κεντρίζει το ενδιαφέρον τούρκων πολιτών για αγορά ακινήτου στην Ελλάδα. Αυτό σημειώνει τουλάχιστον η Süddeutsche Zeitung σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της, παραθέτοντας επώνυμες και ανώνυμες μαρτυρίες επαγγελματιών του κτηματομεσιτικού κλάδου. «Ολοένα περισσότεροι Τούρκοι αγοράζουν σπίτια στην Ελλάδα» γράφει στον τίτλο της η εφημερίδα του Μονάχου για να σχολιάσει: «Η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία έφερε απροσδόκητη πελατεία στους έλληνες εμπόρους ακινήτων. Όταν ένα σπίτι ή διαμέρισμα στην Ελλάδα αλλάζει ιδιοκτήτη, ο αγοραστής φαίνεται ότι κατάγεται όλο και πιο συχνά από την Τουρκία». Όπως ομολογεί η συντάκτρια του άρθρου, «δεν υπάρχουν επίσημοι αριθμοί, ωστόσο έμποροι ακινήτων επιβεβαιώνουν το φαινόμενο. ‘Τα προηγούμενα δύο χρόνια είχαμε μαζική αύξηση των τούρκων αγοραστών’, λέει ο Βασίλης Αξαρλής, ιδιοκτήτης της αθηναϊκής εταιρείας Ellika Real Estate. ‘Κυρίως μετά το πραξικόπημα άτομα από τη μεσαία τάξη της Τουρκίας άρχισαν να σκέφτονται την περίπτωση ενός ακινήτου στην Ευρώπη’. Ο Αξαρλής κάνει λόγο για αύξηση της τάξης του 1000%», σημειώνει η SZ.
Όπως γράφει η εφημερίδα του Μονάχου, ο Βασίλης Αξαρλής και οι συνάδελφοί του λένε ότι πολλοί τούρκοι αγοραστές είναι δημόσιοι υπάλληλοι, επιχειρηματίες, δικηγόροι, ελεύθεροι επαγγελματίες και διανοούμενοι και ζουν κατά κύριο λόγο σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Άγκυρα, όπου είναι περισσότερο διαδεδομένη η ευρωπαϊκή κουλτούρα.
«’Ένα σπίτι στην Ελλάδα είναι μια πύλη προς την Ευρώπη’, λέει ο Αξαρλής. Αυτό οφείλεται στην ιδιαιτερότητα ότι όποιος αγοράζει στην Ελλάδα ακίνητα αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ, μπορεί να λάβει άδεια παραμονής στη χώρα. Αυτή ισχύει για πέντε χρόνια και μπορεί, εφόσον δεν πωληθεί το ακίνητο, να ανανεώνεται χωρίς περιορισμό». Η SZ επισημαίνει ότι ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε το 2013 από τη συγκυβέρνηση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για την προσέλκυση επενδυτών.
Η συντάκτρια του άρθρου κλείνει σχολιάζοντας ότι «παρά τα όσα λέγονται για την εχθρότητα ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες, δεν μπορεί να αποκλειστεί το εξής: ότι πολλοί Τούρκοι θεωρούν την Ελλάδα απλά υπέροχη. Άλλωστε ο αριθμός των Τούρκων που κάνουν διακοπές στις ελληνικές παραλίες πολλαπλασιάστηκε τα προηγούμενα χρόνια».
Το ρίσκο του Ρέντσι και η αποτυχημένη μέθοδος Τσίπρα
Το δημοψήφισμα για τις θεσμικές αλλαγές στην Ιταλία και οι επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούν ανάλογα με την έκβασή του είναι ζητήματα που έχουν υπερβεί προ πολλού τα στενά ιταλικά σύνορα. Ο γερμανικός τύπος αναδεικνύει τις ευρωπαϊκές προεκτάσεις της ψηφοφορίας των Ιταλών την προσεχή Κυριακή. «Η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit εστιάζει στο ιταλικό δημοψήφισμα θέτοντας ένα καίριο ερώτημα: «Μήπως ο Ματέο Ρέντσι ‘έπαιξε’ με υπερβολικό ρίσκο;» Ο ανταποκριτής της εφημερίδας στη Ρώμη θυμίζει ότι ο ιταλός πρωθυπουργός χαρακτήρισε τις προωθούμενες θεσμικές αλλαγές «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων» και συνέδεσε το πολιτικό του μέλλον με την επικράτηση του «ναι».
Όπως σημειώνει το άρθρο, «θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο Ρέντσι ρισκάρει τα πάντα από μια διάθεση της στιγμής. Ενεργεί έτσι πολύ περισσότερο εξαιτίας της δυσάρεστης εμπειρίας. Προσπάθειες για μια συνταγματική μεταρρύθμιση έχουν γίνει ήδη από την εποχή που ο ίδιος ήταν έφηβος. Όλες ναυάγησαν. Η βούληση των εμπλεκομένων ήταν ανεπαρκής, τα κόμματα μπλόκαραν το ένα το άλλο. Ως εκ τούτου, ο Ρέντσι αποφάσισε να επιλέξει μια άλλη στρατηγική. Κινητοποίησε τον λαό ενάντια σε όσους παρεμβάλλουν προσκόμματα».
Η εφημερίδα παρατηρεί τον κίνδυνο ο Ρέντσι να οδηγηθεί σε παραίτηση αν οι Ιταλοί δεν επικυρώσουν το εγχείρημά του και επισημαίνει την άνοδο του λαϊκισμού στη χώρα, αναφέροντας το παράδειγμα της διαρκώς αυξανόμενης επιρροής του κόμματος Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο. Παράλληλα τονίζει το εντεινόμενο κλίμα δυσαρέσκειας των Ιταλών απέναντι στις Βρυξέλλες, έναν τόπο στον οποίο, όπως γράφει χαρακτηριστικά, «υπό την ηγεσία της Γερμανίας επινοούνται διαρκώς νέα βάσανα για την Ιταλία». Ο ανταποκριτής σχολιάζει ότι «δυστυχώς και ο Ρέντσι προσαρμόζεται σε αυτές τις διαθέσεις. (…) Διασχίζει ακούραστα τη χώρα, διαφημίζει τη μεταρρύθμισή του και μοιράζει φορολογικά δώρα, εξοργίζεται για τους άχαρους, κρύους ‘τεχνοκράτες των Βρυξελλών’ και ανακοινώνει ότι παραιτείται από τη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης, επικαλούμενος ως αιτιολογία την αξιοπρέπεια του ιταλικού έθνους». Στο σημείο αυτό ο ανταποκριτής της Zeit κάνει έναν παραλληλισμό με τον έλληνα πρωθυπουργό: «Αυτό θυμίζει τη γλώσσα που συνήθιζε να χρησιμοποιεί η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα στο απόγειο της ευρωκρίσης. Αυτοί οι τόσο διεθνιστές σοσιαλιστές μιλούσαν ξαφνικά σαν εθνικιστές». Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο αρθρογράφος, «τέτοιες εξάρσεις δεν περνάνε πια σε αυτούς που νιώθουν παραμελημένοι από ‘εκείνους εκεί πάνω’ (σ.σ. το πολιτικό κατεστημένο)».
Κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες
Στο καθοριστικό δημοψήφισμα της Κυριακής στην Ιταλία εστιάζει και το περιοδικό Spiegel στην ηλεκτρονική του έκδοση, επιχειρώντας να δώσει έμφαση στο οικονομικό πεδίο και τους κινδύνους που κυοφορούνται εκεί. «Ο Ντράγκι θα το κανονίσει», σχολιάζει χαρακτηριστικά στον τίτλο του το Spiegel, διευκρινίζοντας ότι κάθε φορά που οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης τα θαλασσώνουν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σπεύδει να επέμβει. Αυτό ελπίζουν τώρα και οι Ιταλοί, εάν θέσουν σε κίνδυνο τις τράπεζές τους και το ευρώ». Το γερμανικό περιοδικό επιχειρεί να σκιαγραφήσει το διακύβευμα του ιταλικού δημοψηφίσματος: «Οι συμπατριώτες του Ντράγκι ψηφίζουν την ερχόμενη Κυριακή με αντικείμενο μια συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία πρόκειται να παράσχει μεγαλύτερη εξουσία στην κυβέρνηση και να διευκολύνει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της οικονομίας.
Ωστόσο, διακυβεύονται πολύ περισσότερα: Πρόκειται για το αν η χώρα θα παραμείνει μακροπρόθεσμα στη νομισματική ένωση, αν θα περιορίσει επιτέλους το πελώριο χρέος του 133% του ΑΕΠ και αν η κυβέρνηση θα εξυγιάνει εκ βάθρων το ασθενές τραπεζικό σύστημα».
Το Spiegel κάνει λόγο για άκρα νευρικότητα εκ μέρους των επενδυτών, δεδομένου ότι ένα «όχι» των Ιταλών την Κυριακή θεωρείται πιθανό. «Η φυγή κεφαλαίων από την Ιταλία επιταχύνθηκε φέτος, προειδοποίησε πρόσφατα η οικονομολόγος του Χάρβαρντ Κάρμεν Ράινχαρτ, παραλληλίζοντας με τις εξελίξεις στην Ελλάδα την άνοιξη του 2015».
Ο αναλυτής του Spiegel εκτιμά ότι σε περίπτωση που η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία οδηγήσει σε αποτυχία τα σχέδια διάσωσης των προβληματικών ιταλικών τραπεζών, «επόμενοι αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας θα ήταν τράπεζες στην Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ελλάδα, οι οποίες επίσης στενάζουν εξαιτίας των κόκκινων δανείων και των ισχνών κεφαλαίων».
Προετοιμασμένες οι χρηματαγορές
Μια ψυχραιμότερη προσέγγιση επιχειρεί σε σχόλιό της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Όπως επισημαίνει, «μετά το Brexit και τις αμερικανικές εκλογές το δημοψήφισμα για τη μεταρρύθμιση του ιταλικού Συντάγματος φέρνει τα χρηματιστήρια ενώπιον μιας νέας σκληρής δοκιμασίας. Αν πιστέψει κανείς τους χρηματιστηριακούς αναλυτές, τότε γνωρίζει ότι τα χρηματιστήρια έχουν ενσωματώσει ήδη εδώ και μέρες στις χρηματιστηριακές αξίες ένα «όχι» των Ιταλών. Οι προσδοκίες για την ερχόμενη Κυριακή είναι μάλλον τόσο αρνητικές ώστε δεν αποκλείεται ένα μικρό άλμα χαράς των ευρωπαϊκών χρηματιστηριακών δεικτών την προσεχή Δευτέρα, ακόμη κι αν οι Ιταλοί αποφανθούν κατά της θεσμικής ανανέωσης της χώρας τους. Διότι αν το αποτέλεσμα είναι οριακά εναντίον του Ρέντσι, ο ιταλός πρωθυπουργός ενδέχεται να νιώσει ενθαρρυμένος ώστε να παραμείνει ακόμη κάποιο διάστημα στην εξουσία. Όμως ακόμη και στο ‘worst case scenario’ μιας ολοκληρωτικής ήττας της κυβέρνησης, υπάρχουν αισιόδοξοι που αναμένουν από την τελευταία φετινή συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 8 Δεκεμβρίου νομισματικές ευεργεσίες για τις χρηματαγορές, οι οποίες θα αναχαιτίσουν τις αρνητικές συνέπειες», σημειώνει η Handelsblatt.