Στην ενίσχυση του τείχους ανοσίας των πολιτών αλλά και του τείχους των…γιατρών μέσα στα νοσοκομεία επικεντρώνονται οι επιστημονικές και υγειονομικές αρχές της χώρας για τη διαχείριση της επιδημίας κορωνοϊού.
Οι Ιατρικοί Σύλλογοι συνεχίζουν να αναζητούν ιδιώτες εξειδικευμένους γιατρούς που θα προσφέρουν ιατρικές υπηρεσίες στο ΕΣΥ στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα για τις ανάγκες της επιδημίας, και το υπουργείο Υγείας μετρά αντίστροφα τον χρόνο για την ενεργοποίηση, εφόσον χρειαστεί, της επιστράτευσης γιατρών. Ζητούμενο είναι τα νοσοκομεία να έχουν ενισχυθεί με γιατρούς μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
Ο ρυθμός των εμβολιασμών και κυρίως των ραντεβού για την πρώτη δόση συνεχίζεται με ικανοποιητικό ρυθμό. Μέχρι χθες οι πλήρως εμβολιασμένοι κατά της λοίμωξης covid-19 ανέρχονταν σε 6.481.011. Το πρώτο 15νθήμερο του Νοεμβρίου προγραμματίστηκαν περισσότερα από 350.000 νέα ραντεβού για εμβολιασμό με την πρώτη δόση.
Παράλληλα, με την εμβολιαστική εκστρατεία που παρουσιάζει κινητικότητα, βρίσκεται σε εξέλιξη και η σκληρή διαδικασία της φυσικής ανοσίας. Οι σχεδόν 100.000 νέες μολύνσεις με κορωνοϊό που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες δύο εβδομάδες αποτελούν ένα «βαρύ» κομμάτι του τείχους ανοσίας, με ισάριθμους πολίτες που παρά τη δυνατότητα του εμβολιασμού τους, επέλεξαν να ρισκάρουν με την έκβαση της νόσου covid-19. Κατά το ίδιο διάστημα, έχουν χάσει τη ζωή τους 928 άνθρωποι.
Κινητικότητα και συζητήσεις σε επιστημονικό και κυβερνητικό επίπεδο καταγράφονται όμως και για το μείζον ζήτημα -για την περαιτέρω θωράκιση του τείχους ανοσίας- της αναμνηστικής δόσης του εμβολίου. Η επίσπευση της τρίτης δόσης απασχολεί τους ειδικούς, που παρατηρούν ότι το ποσοστό των εμβολιασμένων -ηλικίας άνω των 65 χρόνων στην πλειονότητά τους που εμβολιάστηκαν τους πρώτους μήνες του έτους- που εκδηλώνουν σοβαρή μορφή της νόσου covid-19 καταγράφει μικρή αύξηση. Και επιβεβαιώνει τις επιστημονικές μελέτες για τη μείωση της προστασίας που παρέχει το εμβόλιο με την πάροδο του χρόνου, ιδίως μετά το εξάμηνο.
Στο πλαίσιο συζητείται στην Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών να μειωθεί το χρονικό διάστημα που είχε τεθεί ως ελάχιστο μεταξύ της δεύτερης δόσης και της αναμνηστικής, δηλαδή οι έξι μήνες στους πέντε, ώστε να θωρακίζονται νωρίτερα ομάδες πληθυσμού που το έχουν ανάγκη.
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr