Του Γιάννη Μακρυγιάννη
Πολλά και αγωνιώδη μηνύματα έστειλε τα τελευταία 24ωρα η κυβέρνηση προς την πλευρά των δανειστών, αναμένοντας από το σημερινό Εurogroup συγκεκριμένες δεσμεύσεις, για την ελάφρυνση του χρέους, ώστε να αντισταθμίσει πολιτικά και επικοινωνιακά τα σκληρά μέτρα, που ψήφισε προ ημερών η Βουλή, αλλά και να σηματοδοτηθεί επιτέλους η αλλαγή σελίδας στην πορεία της οικονομίας.
«Η αίσθηση του επείγοντος δεν μπορεί να υπάρχει μόνο για την ελληνική κυβέρνηση» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σημειώνοντας ότι «είναι απόλυτη ανάγκη η ελληνική οικονομία να σταθεροποιηθεί πλήρως και οριστικά».
Πρόσθεσε δε ότι «κάναμε όσα οφείλαμε, τηρώντας κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα. Ελπίζουμε και δικαιούμαστε να γίνει το ίδιο και από την πλευρά των δανειστών μας τώρα».
Το Μέγαρο Μαξίμου ευελπιστεί ότι δεν θα επικρατήσουν ακραίες φωνές στη σημερινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών στις Βρυξέλλες και πως θα βρεθεί μία κοινή βάση, ώστε να ικανοποιηθεί, πέρα από την ελληνική πλευρά και το ΔΝΤ, που έχει ζητήσει λύση για το χρέος, ώστε να παραμείνει στο πρόγραμμα, όπως θέλουν άλλωστε πρωτίστως οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι.
Η κυβέρνηση ευελπιστεί στη στήριξη της Κομισιόν στην προσπάθεια να βρεθεί συνολική λύση, καθώς ο επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, τάχθηκε υπέρ μίας τέτοιας εξέλιξης και σημείωσε επιπρόσθετα ότι είναι ώρα να ανοίξει ένα καινούργιο και αισιόδοξο κεφάλαιο για την Ελλάδα.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι στο σημερινό Εurogroup μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για μία καλή και οριστική λύση στο χρέος, κάτι που θα επιτρέψει την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και στη συνέχεια να δρομολογηθεί η έξοδος στις αγορές. «Δεν υπάρχει άλλοθι για άλλη καθυστέρηση» διαμήνυσε ο κ. Τσακαλώτος στους δανειστές.
Η κυβέρνηση αναζητεί επειγόντως ένα θετικό σήμα από τις Βρυξέλλες για να στηρίξει το νέο πολιτικό της αφήγημα. Η ψήφος που ζήτησε από τη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο της νέας συμφωνίας με τους δανειστές και το οποίο χαρακτηρίστηκε ως τέταρτο Μνημόνιο από την αντιπολίτευση, δόθηκε από τους Βουλευτές ακριβώς με αυτή την προοπτική: ότι οι δανειστές και εταίροι θα αναγνωρίσουν την κίνηση και τις δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς και θα παράσχουν μία ρύθμιση για το χρέος, που θα θέσει την οικονομία σε έναν «ενάρετο κύκλο», σταθερότητας, ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων.
Σχεδόν όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι δηλώσεις περί ακύρωσης των μέτρων, εάν δεν δώσουν οι δανειστές μία ρύθμιση για το χρέος, δεν έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα. Θα εφαρμοστούν έτσι κι αλλιώς, καθώς διαφορετικά δεν μπορεί η χώρα να διεκδικεί καν έξοδο στις αγορές και θα αναγκαστεί να αναζητήσει νέα χρηματοδότηση από τους πιστωτές.
Για την κυβέρνηση η ταχύτερη το δυνατόν επίλυση του προβλήματος με το χρέος θα βοηθήσει ώστε να υπάρξει επανεκκίνηση της οικονομίας και να επιτευχθούν οι αναπτυξιακοί και δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος. Από την επίτευξη αυτών των στόχων άλλωστε εξαρτάται ουσιαστικά και ο πολιτικός χρόνος που θα έχει τελικά στη διάθεσή της η κυβέρνηση.