Πολλούς αστάθμητους παράγοντες και κρυφές παγίδες έχει μπροστά η χώρα στην προσπάθειά της να μην τεθεί ζήτημα επισιτιστικής επάρκειας λόγω της μεγάλης διαταραχής που συνεχίζει να προκαλεί στην εφοδιαστική αλυσίδα ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κλιμάκωση των μέτρων-αντίμετρων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Μία κατάσταση που ακόμα και στο «καλό σενάριο εξέλιξης» το ελληνικό επιχειρείν αλλά και ο Eλληνας καταναλωτής θα κληθούν να βάλουν ακόμα πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, καθώς δεν λένε να κλείσουν οι κύκλοι ανατιμήσεων που άνοιξαν τους τελευταίους μήνες.

Ο υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γιώργος Γεωργαντάς σε δηλώσεις του στο «business stories» διαβεβαιώνει ότι με τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν τίθεται ζήτημα επισιτιστικής επάρκειας στη χώρα, δεν κρύβει όμως την ανησυχία του για τους λεγόμενους αστάθμητους παράγοντες που μπορεί να φέρουν μεγάλες ανατροπές.

«Οι κίνδυνοι είναι δύο. Ο πρώτος και μεγαλύτερος είναι να αρχίσουν κάποιοι να αποθεματοποιούν άσκοπα και να μη λειτουργεί η εφοδιαστική αλυσίδα και το εμπόριο εντός της Ε.Ε. Κάτι που στην περίπτωσή μας βιώσαμε για λίγο αφενός με την κατάσταση που δημιουργήθηκε με το ηλιέλαιο όταν η εστίαση έτρεχε να κάνει αποθέματα για να προλάβει τις ανατιμήσεις και αφετέρου με τα προσκόμματα που έβαζε στις εξαγωγές σιτηρών, ζωοτροφών και άλλων προϊόντων το πρώτο διάστημα η Βουλγαρία, η οποία πλέον παίζει σημαντικό ρόλο στις ελληνικές εισαγωγές. Ευτυχώς όλα αυτά ξεπεράστηκαν.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να έχουμε ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες-παραγωγούς κατά τους θερινούς μήνες που μπορεί να επηρεάσουν την παραγωγή», λέει χαρακτηριστικά. «Φέτος η καλλιεργητική περίοδος ξεκίνησε πολύ καλά. Δεν είχαμε χαλάζι ή πολλούς παγετούς. Εάν όμως έχουμε ένα δύσκολο καλοκαίρι, με μεγάλους καύσωνες, και με δεδομένο ότι η άρδευση δεν μπορεί να καλύψει πλήρως και τα κόστη είναι μεγάλα, τότε θα έχουμε μειωμένη παραγωγή. Αυτός είναι ένας κίνδυνος που βλέπω όχι μόνο για εμάς αλλά συνολικά για χώρες μεσογειακές».

Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Γιώργος Γεωργαντάς

Πάντως, ο ίδιος θεωρεί ότι οι περισσότεροι αγρότες θα σπεύσουν να αυξήσουν φέτος την παραγωγή τους, παρά το μεγαλύτερο κόστος, προσδοκώντας στις καλές τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά. «Εκτιμώ ότι θα είναι μία καλή καλλιεργητική περίοδος. Οσο το εμπόριο συνεχίζεται κανονικά και η παραγωγή μας είναι σε αυτά τα επίπεδα, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα», λέει ο κ. Γεωργαντάς.

Ο ίδιος θεωρεί ότι τόσο η ένταξη προϊόντων όπως το μαλακό σιτάρι και το καλαμπόκι, που σήμερα εισάγονται σε μεγάλο βαθμό από τη Βουλγαρία και άλλες χώρες, στη συνδεδεμένη επιδότηση, όσο και η δυνατότητα να καλλιεργηθούν οι εκτάσεις της επιδοτούμενης «αγρανάπαυσης» χωρίς να ανασταλεί το επίδομα θα αποτελέσουν σημαντικά κίνητρα για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής σε προϊόντα στα οποία μάλιστα η χώρα δεν θεωρείται αυτάρκης.

Εισαγωγές και αυτάρκεια

Σύμφωνα με τα επεξεργασμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης που δημοσιοποιεί σήμερα το «b.s.» προκύπτει ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει σημαντικά ελλείμματα πάνω σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, παρά το γεγονός ότι το αγροτικό ισοζύγιο για δεύτερη χρονιά, το 2021, ήταν πλεονασματικό (459 εκατ. ευρώ) κυρίως χάρη στην επάρκεια και τις μεγάλες εξαγωγές που κάνουμε σε φρούτα, λαχανικά και παρασκευάσματά τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, η χώρα καλύπτει τις ανάγκες της σε σημαντικό βαθμό με εισαγωγές στην κατηγορία του κρέατος και των παρασκευασμάτων του, όπου το εμπορικό έλλειμμα σχεδόν αγγίζει το 1 δισ. ευρώ σε αξία. Ακολουθούν οι ζωοτροφές με έλλειμμα 523 εκατ. ευρώ, ο καφές, το κακάο, το τσάι και τα μπαχαρικά με λίγο πάνω από 400 εκατ. ευρώ, τα δημητριακά και τα παρασκευάσματά τους με 220 εκατ. ευρώ, η ξυλεία με 143 εκατ. ευρώ και οι ελαιούχοι σπόροι και καρποί με 123 εκατ. ευρώ!

Αντίθετα ως χώρα είμαστε αυτάρκεις και κάνουμε σημαντικές εξαγωγές στα φρούτα και λαχανικά, με το εμπορικό πλεόνασμα πέρυσι να φθάνει το 1,6 δισ. ευρώ, στα έλαια και τα λίπη με 350 εκατ. ευρώ, στον καπνό και τα προϊόντα του με 288 εκατ. ευρώ, στα ψάρια και τα παρασκευάσματά τους με 263,14 εκατ. ευρώ.

Αποθέματα

Προς το παρόν πάντως και η πορεία των αποθεμάτων της χώρας δεν συνηγορεί προς ένα άμεσο πρόβλημα επάρκειας αφού φαίνεται ότι η αγορά έχει βρει εναλλακτικές της Ουκρανίας και της Ρωσίας τόσο σε επίπεδο σιτηρών και αλεύρων, όσο και ζωοτροφών, λιπασμάτων κ.ο.κ. Οι εναλλακτικές αυτές βέβαια είναι πιο ακριβές.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, τα οποία συλλέγονται από τους ίδιους τους φορείς της αγοράς στο πλαίσιο της υποχρέωσης που επέβαλε πρόσφατη νομοθετική διάταξη προκύπτει ότι τα αποθέματα από παραγωγή και εισαγωγές σε άλευρα, όπως δηλώθηκαν από τις εταιρείες, είναι: 67.515,9 τόνοι από σίτο ή σιμιγδάλι και 14.717,3 τόνοι από άλλα δημητριακά, συμπεριλαμβανομένων των καλαμποκάλευρων.

Σε ό,τι αφορά τις ζωοτροφές έχουν καταγραφεί: 26.061,9 τόνοι αραβοσίτου και προϊόντων του, 69.628,1 τόνοι σιταριού και προϊόντων του, 35.503,2 τόνοι κριθαριού και προϊόντων του, 78.586,9 τόνοι σόγιας και προϊόντων της, 45.841,3 τόνοι βρώμης, 62.293,8 τόνοι σύνθετων ζωοτροφών με φυτική πρώτη ύλη άνω του 50%, 1.565 τόνοι ζάχαρης ως πρώτης ύλης παρασκευής μελισσοτροφών, και 1.578,63 παρασκευασμένες μελισσοτροφές με πρώτη ύλη άνω του 50% τη ζάχαρη.

Ακόμα και στα λιπάσματα, για τα οποία η Ρωσία προμηθεύει σε μεγάλο βαθμό πρώτες ύλες, φαίνεται ότι σήμερα υπάρχουν σημαντικά αποθέματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης υπάρχουν: 14.604 τόνοι αζωτούχα, 4.304 τόνοι φωσφορικά, 7.705 καλιούχα, 251.729 τόνοι σύνθετα και 21.837 τόνοι οργανικά. Επίσης 1.071 κυβ. μέτρα αζωτούχα, 34,1 κυβ. μέτρα φωσφορικά, 103,3 κυβ. μέτρα καλιούχα, 4.772 κυβ μέτρα σύνθετα και 1.973 κυβ. μέτρα οργανικά.

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που συντρέχει σήμερα δεν είναι η επάρκεια, είναι το κόστος», σημειώνει ο κ. Γεωργαντάς απηχώντας και την ανησυχία που επικρατεί στην αγορά για το σπιράλ αύξησης κάθε κόστους και τελικά των τιμών που πιέζουν περιθώρια κέρδους, διαθέσιμο εισόδημα και εν τέλει την αναπτυξιακή προοπτική.

Αναταράξεις σε όλη την αλυσίδα

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αλευροβιομηχανιών, που χωρίς τη φθηνή επιλογή της Ουκρανίας αλλά και της μεγάλης ζήτησης των βουλγαρικών σιτηρών στρέφονται πλέον για παραγγελίες σε πιο μακρινές χώρες, έστω κι αν αυτό σημαίνει αυτόματα και μία περαιτέρω άνοδο του κόστους, λόγω και των μεταφορικών.

Σύμφωνα με τη διοίκηση της Κυλινδρόμυλοι Σαραντόπουλος, υπό τον κ. Κωνσταντίνο Σαραντόπουλο, η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα επιφέρει διαταραχές στον εφοδιασμό των ευρωπαϊκών -και όχι μόνο- χωρών με σιτάρι αυτής της προέλευσης, γεγονός που με τη σειρά του θα επηρεάσει το κόστος παραγωγής αλεύρου. «Η εταιρεία, παρακολουθώντας στενά τις σχετικές εξελίξεις και τα συνεπάγωγα προβλήματα προμήθειας σίτου, έχει ήδη στραφεί στις λοιπές αγορές σίτου (στις οποίες, ούτως ή άλλως, έχει πρόσβαση) με υψηλότερες τιμές, με γνώμονα την απρόσκοπτη τροφοδοσία της παραγωγικής της διαδικασίας», σημειώνει στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

Συνολικά πάντως όλοι οι μεγάλοι «παίκτες» της βιομηχανίας τροφίμων προχωρούν σε εναλλακτικά πλάνα σε ό,τι αφορά την ίδια τη λειτουργία τους.

Μεταξύ αυτών και ο Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Ιωαννίνων «Πίνδος», που αναγκάστηκε αφενός να πατήσει φρένο στην παραγωγή, αφετέρου να προχωρήσει σε ανατιμήσεις 12% μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία σε μια προσπάθεια να κινηθεί έστω με οριακές ζημιές φέτος, όπως εξηγούσε στο «b.s.» ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού κ. Ανδρέας Δημητρίου.

«Οταν το κόστος παραγωγής αυξάνεται 50%, υπάρχει περίπτωση να μην ανέβει και η τιμή του κοτόπουλου;», σημείωσε ο ίδιος αποκαλύπτοντας πως ο συνεταιρισμός έχει προχωρήσει σε μείωση κατά 10% της παραγωγής, αφενός λόγω του μεγάλου κόστους, αφετέρου λόγω των προβλημάτων προμήθειας πρώτων υλών που τροφοδοτούν μεγάλη ανησυχία για την επάρκειά τους.

«Δυστυχώς τα συμβόλαια, οι συμβάσεις και οι παραγγελίες που έχουμε για την προμήθεια πρώτων υλών δεν εκτελούνται ομαλά. Μετά τον πόλεμο έχουν φρενάρει οι προμήθειες από τη Βουλγαρία, απ’ όπου λαμβάναμε τον μεγαλύτερο όγκο των πρώτων υλών, αφού δεν έχουμε επάρκεια στη χώρα ούτε μαλακού σιταριού, ούτε καλαμποκιού. Για τη σόγια, που έρχεται από χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν τίθεται πρόβλημα πέραν του κόστους, διότι ο τόνος πλέον έχει φτάσει τα 650 ευρώ από 400 ευρώ πριν», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Εξήγησε δε πως αν προ του πολέμου η «Πίνδος» παρελάμβανε φορτία από πέντε φορτηγά ημερησίως που κατέβαιναν από τη γειτονική χώρα, σήμερα ζήτημα να είναι δύο καθώς τίθενται πολλά εμπόδια από τους Βουλγάρους στο τελωνείο, με πολύωρες αναμονές, κάτι που αποτρέπει και τους ίδιους τους οδηγούς να αναλάβουν μία τέτοια αποστολή.

Σε ό,τι αφορά την εγχώρια παραγωγή, δεν διστάζει να μιλήσει για ενδείξεις αισχροκέρδειας από πολλούς χονδρεμπόρους που φαίνεται ότι κρύβουν τα αποθέματά τους περιμένοντας ακόμα υψηλότερες τιμές. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόνο ο παραγωγός δεν κερδίζει απ’ όλα αυτά. Ο παραγωγός πούλησε πέρυσι στη συγκομιδή, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του ’21 τα σιτηρά, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο το καλαμπόκι. Τα πήραν τότε οι έμποροι και τα αποθήκευσαν. Επομένως τι τιμές ίσχυαν τότε και τι τιμές τώρα…», τόνισε.

Οι αυξήσεις αυτές βέβαια περνούν στα επόμενα στάδια της αλυσίδας, είτε αυτή είναι η λιανική είτε η μεταποίηση. Μόλις την περασμένη εβδομάδα η αλλαντοποιία Νίκας γνωστοποιούσε μέσα από τις σελίδες των οικονομικών καταστάσεων του 2021 πως έσπευσε να αποθεματοποιήσει πρώτες ύλες επιδιώκοντας παράλληλα, κατά το δυνατό, να επιτύχει μακροπρόθεσμες συμφωνίες προκειμένου να διασφαλίσει ευνοϊκότερες τιμές και επάρκεια σε συσκευαστικά και λοιπά υλικά παραγωγής. Και πάλι όμως για το 2022 η διοίκησή της υπό τον κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο εμφανίζεται επιφυλακτική.

«Οι ραγδαία αυξημένες τιμές ενέργειας πρώτων και δεύτερων υλών παγκοσμίως αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά το κόστος παραγωγής και κατά συνέπεια την κερδοφορία του ομίλου. Επίσης, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει σημαντικές πιέσεις στην αγορά πουλερικών διεθνώς, με άμεση επίπτωση στο κόστος προμήθειάς τους από τον όμιλο», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Η διοίκηση του ομίλου εξετάζει διάφορα πλάνα συγκράτησης του αυξημένου κόστους παραγωγής, καθώς και την κατά το δυνατόν εναρμόνιση της τιμολογιακής πολιτικής της με βάση τα νέα κοστολογικά δεδομένα», προσθέτει.

Αυτή την πίεση στους τιμοκαταλόγους είναι που δέχεται σήμερα και το οργανωμένο λιανεμπόριο. «Θέμα επάρκειας δεν τίθεται και δεν νομίζω ότι θα τεθεί σε κάποιο βασικό προϊόν τουλάχιστον ως το τέλος του καλοκαιριού. Τα αποθέματα είναι πλήρη», λέει στο «b.s.» στέλεχος μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Εκεί που ίσως δούμε κάποια προβλήματα στην πορεία, με βάση αυτά που μας μεταφέρουν οι προμηθευτές μας, είναι στο γάλα, τη ζάχαρη και ίσως στα άλευρα».
Πάντως για τις ανατιμήσεις, ούτε κουβέντα. «Αυτές δυστυχώς συνεχίζονται. Κάθε μέρα έρχονται γνωστοποιήσεις από προμηθευτές μας για αλλαγή στους τιμοκαταλόγους. Κάποιοι έχουν φτάσει να ζητάνε γενναίες διψήφιες αυξήσεις. Διαρκώς κάνουμε διαπραγματεύσεις, το ρίχνουμε σε χαμηλότερα επίπεδα, όμως και πάλι το αποτέλεσμα είναι αρνητικό και για τα περιθώριά μας και φυσικά για τον ίδιο τον καταναλωτή», επισημαίνει.

Διαβάστε ακόμα:

Ζαν Κριστόφ Μπαμπέν στο newmoney: Γιατί ο οίκος Bulgari επιστρέφει στις ελληνικές «ρίζες» του (pics)

Σκρέκας: 35-50% η επιδότηση για το «Ανακυκλώνω – Αλλάζω Συσκευή» – Πότε ανοίγει η πλατφόρμα (vid)

Επίσημο: Η Φινλανδία ζήτησε την ένταξή της στο ΝΑΤΟ