Το Επιμελητήριο Ηλείας, σε συνεργασία με τα Επιμελητήρια των άλλων πυρόπληκτων νομών (Αρκαδίας, Αχαΐας, Μεσσηνίας, Λακωνίας, Ευβοίας,) έχουν αναπτύξει τον τελευταίο χρόνο μία σειρά πρωτοβουλιών, για την αναζήτηση και πρόταση προς τα εμπλεκόμενα Υπουργεία και φορείς λύσεων, πρακτικά εφαρμόσιμων, για τα μέλη τους που είναι λήπτες τέτοιων δανείων, ξεκινώντας από την ανάγκη καλύτερης ενημέρωσής τους και ώθησής τους να αναζητήσουν όλους τους προσφερόμενους τρόπους ρύθμισης και αποπληρωμής τους.
Αυτά αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε επιστολή που απηύθυνε στη διοίκηση και τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων ο αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ηλείας Κωνσταντίνος Λεβέντης, και η οποία προτείνει συγκεκριμένους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος:
«Είναι προφανές, ότι τα πυρόπληκτα δάνεια, δεν μπορούν να έχουν ενιαία αντιμετώπιση, δεδομένου ότι δεν έχουν όλα ίδια ή κοινά χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα μπορώ να μοιραστώ μαζί σας, τα συμπεράσματα αυτών των πρωτοβουλιών, που δεν έχουν, δυστυχώς δώσει, απτά αποτελέσματα.
Υπάρχει αδυναμία ρύθμισης των δανείων αυτών. Ιδίως την μεγάλη κατηγορία τους, που φέρει την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Υπήρξε αρχικά η υπόδειξη από πλευράς των εμπλεκομένων κρατικών φορέων, του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, ως μίας πιθανής λύσης για την ρύθμιση και των συγκεκριμένων δανείων.
Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι επενδύθηκαν υψηλές ελπίδες στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών και παρά το γεγονός ότι ο νόμος 4469/2017 έχει τεθεί σε εφαρμογή για πλέον του έτους, τα συμπεράσματα είναι πλήρως απογοητευτικά.
Ιδίως με τα πυρόπληκτα επιχειρηματικά δάνεια.
Ο βασικός λόγος της αποτυχίας του εξωδικαστικού μηχανισμού στην ρύθμιση των πυρόπληκτων δανείων, είναι ότι τα δάνεια αυτά, ακόμα και όταν βρίσκονται σε οριστική καθυστέρηση, θεωρούνται πλήρως επανεισπράξιμα, μέσω της κατάπτωσης της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου.
Οπως έχει, αποδειχτεί και σε άλλες τέτοιες περιπτώσεις εξωδικαστικής διαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο άλλων τέτοιων διαδικασιών, οι τράπεζες είναι απολύτως απρόθυμες (αν όχι εντελώς αρνητικές) σε κάθε αίτημα συνδιαλλαγής στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού…
Στην περίπτωση των μη εξυπηρετουμένων – κόκκινων δανείων, προτείνουμε την ακόλουθη δέσμη μέτρων:
(i) Δραστικό Κούρεμα Επιβαρύνσεων Τόκων και Κεφαλαίου των Δανείων αυτών.
(ii) Δυνατότητα Εξαγοράς των Δανείων από τους Δανειολήπτες ,πριν πωληθούν , σε εταιρείες διαχείρισης χρέους.
(iii) Εξαγορά των Δανείων αυτών από το ίδιο το Δημόσιο, όπως των δανείων των δημοσίων υπαλλήλων.
(iv) Αντιμετώπιση των δανείων αυτών, με ίδια ή αντίστοιχα μέτρα, που ΠΑΡΘΗΚΑΝ για τα αγροτικά δάνεια ή αυτά των δημοσίων υπαλλήλων.
(v) Ανάληψη πρωτοβουλιών από το Δημόσιο, όπως στην περίπτωση της διαγραφής οφειλών των καθηγητών των Πανεπιστημίων προς το Δημόσιο, σύμφωνα με τις πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας.
Εύλογα θα πρέπει να υποστηριχθεί και η προσπάθεια όσων συνεχίζουν, ακόμα και με εξάντληση των μέσων και δυνατοτήτων τους, να εξυπηρετούν τα συγκεκριμένα δάνεια, κυρίως με:
(α) παράταση της χρονικής διάρκειας αποπληρωμής τους, (β) παροχή τουλάχιστον διετούς χαριστικής περιόδου,
(γ) δραστική μείωση επιτοκίων, και
(δ) δυνατότητα κουρέματος μεγάλου μέρους τους (50%), έστω και μετά την αρχική αποπληρωμή του 50% αυτών.
Η ανωτέρω πρόταση, προφανώς έχει ένα κόστος για την εθνική οικονομία.
Πολύ όμως μεγαλύτερο κόστος θα έχει η τυχόν διάλυση του επιχειρηματικού – παραγωγικού ιστού των νομών μας.
Σε κάθε περίπτωση, τα συγκεκριμένα δάνεια έχουν καταστεί μία διαρκής «ΘΗΛΙΑ στο λαιμό» της επιχειρηματικότητας στους νομούς των επιμελητηρίων μας, κινδυνεύει δε να διαβρώσει τον οικονομικό και κοινωνικό τους ιστό», καταλήγει στην επιστολή του ο κ. Λεβέντης