Συνολικές λύσεις, με ένα πλήρες σχέδιο οργανωμένης στεγαστικής πολιτικής που θα βασίζεται σε κοινωνικές, οικονομικές και χωρικές παραμέτρους απαιτεί το στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα που έχει διογκωθεί το τελευταίο διάστημα λόγω της δυσανάλογης ανόδου των τιμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικά για την αγορά των ενοικιάσεων, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το ινστιτούτο Eteron σε ένα δείγμα 1.000 ενοικιαστών, ένα μεγάλο ποσοστό, σχεδόν 1 στους 2 ερωτηθέντες δυσκολεύονται ή αδυνατούν αυτή την στιγμή να πληρώσουν το ενοίκιό τους.
«Η κατάσταση για το στεγαστικό στην Ελλάδα είναι διαφορετική έναντι των άλλων ευρωπαϊκών αγορών κι έστω κι αν αυτή την στιγμή η αύξηση των τιμών των ακινήτων παρατηρείται πανευρωπαϊκά, δεν παρουσιάζει ομοιογενή χαρακτηριστικά ανά την Ευρώπη», ανέφερε χθες από το Delphi Forum ο κ. Ηλίας Νικολαΐδης, από τον οργανισμό της Dianeosis.
«Για την Ελλάδα, πέραν των δεδομένων της μείωσης των εισοδημάτων την προηγούμενη δεκαετία, την άνοδο του τουρισμού που δημιούργησε αυξημένη ζήτηση σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, την εισαγόμενη ζήτηση με ενδιαφέρον για αγορά ακινήτων από το εξωτερικό και πλέον- πιο τελευταία- την αύξηση του πληθωρισμού, μία επιπλέον αιτία για τη διόγκωση του στεγαστικού προβλήματος, είναι η απουσία στεγαστικής πολιτικής διαχρονικά στη χώρα. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αύξηση των τιμών πώλησης τα τελευταία χρόνια- μεσοσταθμικά πέρυσι κατά 10% και ακόμη υψηλότερα για καινούρια ακίνητα με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος πέρυσι. Εξετάζοντας παραδείγματα του εξωτερικού, είναι αξιοσημείωτο το παράδειγμα της Αυστρίας που θεωρείται πρότυπο στη στεγαστική της πολιτική, με παράδοση δύο αιώνων: Εκεί 1 στις 5 κατοικίες είναι ενοικιαζόμενη κοινωνική κατοικία- πρόκειται για μία τεράστια, παράλληλη αγορά στην κατοικία που συγκρατεί και τις τιμές της ελεύθερης αγοράς. Αντίστοιχα και η Γαλλία έχει ένα μεγάλο απόθεμα κοινωνικών κατοικιών και από αυτό ένα 40% αποκτήθηκε την τελευταία 20ετία, ενώ έχει και πολύ σημαντικό επίδομα ενοικίου».
Για τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά των ενοικίων μίλησε στο Forum ο κ. Γαβριήλ Σακελλαρίδης, διευθυντής του Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή: «Σε ποσοτική έρευνα σε δείγμα 1.000 ατόμων, ενοικιαστών τα αποτελέσματα που προέκυψαν επιβεβαίωσαν τη διαίσθησή μας: Για παράδειγμα είναι μεγάλο το ποσοστό του 47,8% των ερωτηθέντων ότι δυσκολεύονται ή αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιό τους, ένα 42,3% έχει δει αυξήσεις στο ενοίκιο την τελευταία διετία, ενώ πάνω από 7 στους 10 αφού πληρώσουν το ενοίκιο δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υπόλοιπες δαπάνες.
Το ζήτημα της αγοράς των ενοικιάσεων έχει και ιδιομορφίες σε σχέση με τις δημόσιες πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν. Υπάρχουν πολλά αντικρουόμενα συμφέροντα, ιδιοκτητών και ενοικιαστών που είναι δύσκολο να συγκεραστούν γι’ αυτό και πρέπει να δίνονται κίνητρα στους μεν και προστασία στους δε. Διαφοροποιητικός παράγοντας τα τελευταία χρόνια, πέραν των μακροοικονομικών παραμέτρων, είναι ότι υπάρχουν πολλαπλές, συγκεκριμένες μεταβολές στην αγορά κατοικίας που έχουν αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού. Υπάρχει π.χ. εισροή ξένων επενδύσεων στο real estate που προφανώς δεν είναι πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, ωστόσο έχει κοινωνικό αντίκτυπο από την στιγμή που πολλά ακίνητα στο κέντρο της Αθήνας αλλάζουν χρήσεις και μπορεί να μετατρέπονται σε διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Γι’ αυτό και πρέπει να υπάρξει ένα αποτυπωμένο σχέδιο πολιτικής με συγκεκριμένους άξονες το οποίο θα μπορούσε να περιλαμβάνει κίνητρα για τα αδιάθετα σπίτια (φορολογικά ή ενδεχομένως κίνητρα επιδοτήσεων), επίσης τη ρύθμιση στην αγορά του Airbnb και την Golden Visa. Οι προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρώτο τρίπτυχο έστω κι αν δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πλάνο για την επίλυση του προβλήματος», ανέφερε ο κ. Σακελλαρίδης.
«Οι λόγοι του στεγαστικού προβλήματος στην Ελλάδα είναι και ιστορικοί» ανέφερε ο κ. Θωμάς Μαλούτας καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και πέραν των παραγόντων που επηρεάζουν την αγορά σήμερα σε σχέση με την πίεση των εισοδημάτων, την κρίση, την άνοδο του τουρισμού, στην ελληνική πραγματικότητα υπήρχαν συμπεριληπτικές πολιτικές, όπως για παράδειγμα η αντιπαροχή, που όμως είχαν ημερομηνία λήξης και είχαν επίσης και την οικογενειακή αλληλεγγύη ως συστατικό κομμάτι. Όλα αυτά μαζί, σε συνδυασμό με την απουσία φορέων και πόρων στεγαστικής πολιτικής έχουν δημιούργησαν αυτό το κενό σήμερα.
Οσον αφορά τις λύσεις, θα πρέπει να κατευθυνθούμε σε ρυθμίσεις της αγοράς που πιο συνολικές και όχι αποσπασματικές, να μην είναι π.χ. επιδόματα ενοικίων ή δανείων γιατί τέτοιου είδους λύσεις απορροφώνται και αυτό-αναιρούνται πολύ γρήγορα από την αγορά. Χρειάζεται δίπλα στο εμπορικό κομμάτι της αγοράς, ένα κομμάτι στεγαστικού αποθέματος που να μη λειτουργεί αμιγώς με εμπορικό χαρακτήρα -είτε πρόκειται για κοινωνική, είτε για δημόσια, συνεταιριστική, μη κερδοσκοπική κατοικία- ώστε να αντισταθμίζει την άνοδο της αγοράς. Σημαντικό επίσης είναι αυτό ακριβώς το δεύτερο κομμάτι του στεγαστικού αποθέματος να έχει ένα ειδικό βάρος, ώστε να μπορεί να επηρεάσει την αγορά. Επιπλέον, δε θα πρέπει να υπάρχει προσανατολισμός μόνο προς μία κατεύθυνση π.χ. στην ιδιοκατοίκηση, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και τα επιμέρους προβλήματα που παρουσιάζονται όπως για παράδειγμα τώρα αυτά των κόκκινων δανείων ή της υπέρμετρης ανόδου των ενοικίων γιατί όσο περνά ο χρόνος αυτά κακοφορμίζουν», επεσήμανε ο κ. Μαλούτας.
«Το πρόβλημα της στέγασης δεν αφορά οριζόντια όλα τα κοινωνικά στρώματα αλλά ενίοτε συγκεκριμένες περιοχές ή κοινωνικές ομάδες γι’ αυτό και θα πρέπει να υπάρξουν εστιασμένα μέτρα, χωρικού χαρακτήρα», ανέφερε από την πλευρά του ο κ. Νίκος Τριανταφυλλόπουλος επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με γνωστικό αντικείμενο την πολεοδομία και τη διαχείριση ακινήτων.
«Για παράδειγμα στο κέντρο της Αθήνας, έχουμε έναν τεράστιο αριθμό κενών κτιρίων, με τη συντριπτική πλειονότητα να είναι παλιά κτίρια γραφείων και να μήν έχουν μέλλον στην αγορά γραφείων. Στη Γαλλία τέτοιου είδους κτίρια μετατρέπονται σταδιακά σε κατοικία, ενώ αντίστοιχα, στη δυτική Αθήνα υπάρχει επίσης ζήτημα με την ενεργειακή φτώχεια. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η προτεραιοποίηση πολιτικών με χωρική διάσταση κι εδώ έχουν ρόλο οι αστικές αναπλάσεις με τη συνδρομή του ιδιωτικού τομέα που θα πρέπει να λάβει κίνητρα από το κράτος ώστε να επενδύσει. Εδώ τίθεται και το θέμα της εφαρμογής συγκεκριμένης αστικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους, ενώ δεν έχουμε ούτε πολεοδομική πολιτική ώστε να γίνονται παρεμβάσεις σε περισσότερα κτίρια που μπορεί να αντιμετωπίζουν και τα θέματα της πολυϊδιοκτησίας».
Στα θέματα της πολιτικής της Ε.Ε. απέναντι στο στεγαστικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη αναφέρθηκε η ερευνήτρια κ. Βασιλική Πουλά, επισημαίνοντας ότι έστω κι αν η Ε.Ε. δεν έχει άμεση αρμοδιότητα σε στεγαστικά θέματα, ωστόσο, τέτοιου είδους ζητήματα ρυθμίζονται έμμεσα: «Με τρεις τρόπους ως επί το πλείστον προσπαθεί η Ε.Ε. έμμεσα να επηρεάσει την αγορά: Καταρχάς με τη ρύθμιση στις βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb όπου τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν φορολογία και κανόνες υγιεινής, ενώ έχει ξεκινήσει η επεξεργασία για μία κοινή πλατφόρμα ανταλλαγής δεδομένων για μεγαλύτερη και διαφάνεια. Επιπλέον, διαθέτει ευρωπαϊκούς πόρους για την ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, ώστε να μεγαλώνει το μερίδιο των σπιτιών που αποκτούν πιο βιώσιμα χαρακτηριστικά, ενώ ένας τρίτος τρόπος είναι το γεγονός ότι δίνει βαρύτητα στην ισότιμη πρόσβαση στην στέγαση με έμφαση σε συγκεκριμένες ομάδες».
Διαβάστε ακόμη
ΕΝΦΙΑ: Πώς θα κερδίσετε την έκπτωση 50% ή 100%
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ