Ρομίνα Ξύδα, Φωτογραφίες William Faithfull
Ξημερώματα Τετάρτης στη Μάνδρα. Μία βδομάδα μετά τις φονικές πλημμύρες της 15ης Νοεμβρίου και η εικόνα της βυθισμένη στα άπατα νερά του χάους, της απελπισίας και της σιωπής. Ενα φορτηγό κορνάρει δυνατά, δεκάδες πόρτες ανοίγουν ταυτόχρονα, νέοι, γέροι και παιδιά πετούν δίπλα του σαν σμήνος διψασμένο για ένα μπουκάλι γάλα ανά δύο άτομα.
Δεν την έχεις ξαναδεί την εικόνα κι αν έχει περάσει κάποτε από τα μάτια σου είναι από άλλο τόπο, από άλλη εποχή. Ο κόσμος της Μάνδρας ξύπνησε και σήμερα μέσα στον ίδιο ακριβώς εφιάλτη. Λασπωμένος, αποκαρδιωμένος, αποκαμωμένος, με υγρασία στα κόκαλα και στο βλέμμα. Μοιάζει να σε κοιτάζει χωρίς να σε βλέπει, να σε αγγίζει χωρίς να σε αισθάνεται. Θέλει εσύ να τον κοιτάξεις, εσύ να τον αισθανθείς. Να του σφίξεις το χέρι και να του πεις ότι όλα θα φτιάξουν, όλα θα πάνε καλά. Δεν μπορείς. Νιώθεις κι εσύ λασπωμένος από το μέγεθος της καταστροφής, αποκαρδιωμένος από τον ζαμανφουτισμό της Πολιτείας, αποκαμωμένος από τις υποσχέσεις. Θέλεις να ελπίσεις, αλλά σου είναι αδύνατο. Ακόμη και την τελευταία ελπίδα σου την πήρε το ποτάμι και το μόνο που πλανάται στον αέρα είναι η μπόχα της κρατικής αναλγησίας…
Εικόνες μιας ζωής πνιγμένης στον βούρκο
«Αν πάψετε να έρχεστε στη γειτονιά μας, εμείς τελειώσαμε…»
Μπαίνουμε σε ένα στενό και στα συντρίμμια ενός σπιτιού. Παιδικές ζωγραφιές στους τοίχους, σπασμένα τζάμια στα πατώματα, μια σχολική τσάντα γεμάτη «άριστα», μια άμορφη μάζα από έπιπλα σαπίζει σε κάποιο δωμάτιο, φωτογραφικά άλμπουμ στεγνώνουν στον ήλιο, κρεμάστρες με ρούχα βυθίζονται ακόμη στις λάσπες. Μένεις εκεί. Να κοιτάς αμήχανα γύρω σου συνειδητοποιώντας ίσως για πρώτη φορά το μέγεθος της καταστροφής. Ενας άνδρας σε ρωτάει τι θέλεις στο σπίτι του, μια γυναίκα σε κοιτάζει ξαφνιασμένη. Τους εξηγείς. Σε καλούν στην αυλή τους για να σε φιλέψουν ένα μπουκάλι νερό, μια «συγγνώμη που μας βρίσκετε έτσι» και τα απόνερα της προσωπικής τους τραγωδίας. «Εκείνο το πρωί έφυγα γύρω στις 6 για τη δουλειά.
Πίσω έμειναν ο άνδρας μου, η 13χρονη κόρη μας, ο παππούς, η γιαγιά και η κατάκοιτη προγιαγιά μας», λέει η κυρία Ελένη Κωνσταντώνη και συνεχίζει: «Στον δρόμο για τη δουλειά ένιωσα μια ανησυχία, έναν απροσδιόριστο φόβο και τηλεφώνησα στον άνδρα μου τον Γιώργο για να τον ξυπνήσω και να του πω να μην αφήσει το παιδί να πάει μόνο του στο σχολείο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το τηλέφωνο όταν ο Γιώργος μου τηλεφώνησε και μου είπε “Ελένη, πνιγόμαστε!”». Ο Γιώργος Κωνσταντώνης πιάνει δυνατά το κεφάλι του, στην αρχή δεν μπορεί να μιλήσει, ύστερα οι μνήμες μετατρέπονται σε έναν μονόλογο δίχως παύσεις: «Αρπαξα μια σιδερένια σκάλα και τους ανέβασα όλους στην ταράτσα. Μείναμε εκεί, για ώρες ολόκληρες μέσα στο κρύο, χωρίς να ξέρουμε αν θα ζήσουμε ή αν θα πεθάνουμε. Ο πατέρας μου έχει αλτσχάιμερ και δεν καταλάβαινε, το παιδί είχε πάθει πανικό, πιστεύαμε ότι είχε φτάσει το τέλος μας.
Καταστράφηκαν τα πάντα. Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής. Επαθα πάνω από 50.000 ζημιά και μας είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν για να μας δώσουν τα πρώτα ψίχουλα του έκτακτου επιδόματος που ισούται με 584 ευρώ. Με αυτά πρέπει να επισκευάσω το σπίτι, να νοικιάσω κάποιο άλλο για να μείνουμε, να φάμε και να πληρώσουμε λογαριασμούς. Δεν ντρέπονται λίγο; Κράτος είναι αυτό; Το εργοστάσιο όπου δουλεύει η γυναίκα μου ως εργάτρια σε λίγες μέρες κλείνει λόγω κρίσης και εκτός από τα χέρια μου δεν έχουμε κανέναν άλλο πόρο. Τι θέλουν; Να πάρουμε τα πιστόλια και να αυτοκτονήσουμε; Με συγχωρείτε για τα λόγια μου, αλλά είναι τεράστιο το μέγεθος της απόγνωσής μας. Αυτή τη στιγμή παρακαλάω τον κόσμο που μας διαβάζει για ένα αναπηρικό καρότσι και ένα κρεβάτι για να βάλω τη γιαγιά. Για την ώρα φιλοξενείται σε έναν οίκο ευγηρίας, αλλά θα πρέπει να την πάρουμε σύντομα κοντά μας. Σας παρακαλούμε, κάντε κάτι και θα σας το ανταποδώσει ο Θεός. Και το κυριότερο, μη μας ξεχάσετε. Αν πάψετε να έρχεστε στη γειτονιά μας, αν το θέμα χαθεί από την επικαιρότητα, εμείς τελειώσαμε».
Γιώργος Κωνσταντώνης: «Καταστράφηκαν τα πάντα. Επαθα πάνω από 50.000 ευρώ ζημιά και μας είπαν ότι θα μας ειδοποιήσουν για να μας δώσουν έκτακτο επίδομα, 584 ευρώ. Με αυτά πρέπει να επισκευάσω το σπίτι, να νοικιάσω άλλο για να μείνουμε, να φάμε και να πληρώσουμε λογαριασμούς. Δεν ντρέπονται λίγο; Κράτος είναι αυτό; Τι θέλουν; Να πάρουμε τα πιστόλια και να αυτοκτονήσουμε;»
Ελένη Κωνσταντώνη
«Τηλεφώνησα στον άνδρα μου τον Γιώργο για να τον ξυπνήσω και να του πω να μην αφήσει το παιδί να πάει μόνο του στο σχολείο. Δεν πρόλαβα να κλείσω το τηλέφωνο όταν ο Γιώργος μού τηλεφώνησε και μου είπε “Ελένη, πνιγόμαστε!”»
«Τους το χαρίζω το σπίτι μου, ας μου επιστρέψουν πίσω τη ζωή μου»
Τελειωμένοι αισθάνονται και οι περισσότεροι κάτοικοι της οδού Κοροπούλη, εκεί όπου σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες καταστροφές. Στους δρόμους βλέπεις τώρα γυναίκες, άνδρες και παιδιά με λάστιχα στα χέρια, ισχνές μορφές που παλεύουν να συμμαζέψουν τα απομεινάρια της προσωπικής τους συμφοράς. Μία τέτοια πάλη δίνει το τελευταίο διάστημα και η κυρία Χρυσούλα Κοροβέση, η οποία από την ημέρα του κακού δεν έχει σταματήσει να δουλεύει μόνη της μέσα στις λάσπες για να σώσει ό,τι σώζεται από τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής: «Ελα, κορίτσι μου, μέσα στο σπίτι. Ελα να δεις τι πάθαμε!» μου λέει σφίγγοντας δυνατά το χέρι μου. Σφίξιμο στην παλάμη, σφίξιμο στην ψυχή, μετέωρος βηματισμός πάνω σε καδρόνια, λασπόνερα και γυαλιά: «Εκείνο το ξημέρωμα ξύπνησα από τους συναγερμούς. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου το νερό έσπασε το τζάμι του υπνοδωματίου μου και έφτασε κοντά στο ένα μέτρο. Το μόνο που με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να σώσω τον δεκάχρονο εγγονό μου που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Ορμηξα μέσα και το παιδί ούρλιαζε “βοήθεια”. Από την πόρτα δεν μπορούσαμε να βγούμε, την είχαν αποκλείσει τα νερά. Εσπασα ένα παράθυρο, βγήκαμε έξω και ανεβήκαμε στην ταράτσα. Καμιά βοήθεια δεν έχουμε, κορίτσι μου, από το κράτος. Μόνοι μας παλεύουμε. Ερχονται και κάνουν δήθεν εκτιμήσεις, χωρίς καν να μπουν στο εσωτερικό των σπιτιών και να καταγράψουν τις καταστροφές. Τι θέλω; Να έρθουν και να ζήσουν σε αυτό το σπίτι οι κύριοι που μας κυβερνούν σήμερα! Αυτό θέλω. Τους το χαρίζω το σπίτι μου, ας μου επιστρέψουν πίσω τη ζωή μου».
Χρυσούλα Κοροβέση
«Ελα, κορίτσι μου, μέσα στο σπίτι. Ελα να δεις τι πάθαμε! Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου το νερό έσπασε το τζάμι του υπνοδωματίου μου και έφτασε κοντά στο ένα μέτρο. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να σώσω τον εγγονό μου που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Εσπασα ένα παράθυρο, βγήκαμε έξω και ανεβήκαμε στην ταράτσα…. Καμία βοήθεια δεν έχουμε από το κράτος. Ερχονται και κάνουν δήθεν εκτιμήσεις, χωρίς καν να καταγράψουν τις καταστροφές. Τι θέλω; Να έρθουν και να ζήσουν σε αυτό το σπίτι οι κύριοι που μας κυβερνούν σήμερα! Αυτό θέλω. Τους το χαρίζω το σπίτι μου, ας μου επιστρέψουν πίσω τη ζωή μου»
«Ολα από την τσέπη μας και από τα χέρια μας θα περάσουν. Δεν είναι κράτος αυτό…»
Τα ίδια φωνάζει και ο γείτονάς της, ο κ. Χρήστος Στάθης, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες για τη μεγάλη αυτή καταστροφή σε όλες τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης: «Χουντικός δεν υπήρξα ούτε και θα υπάρξω ποτέ. Ωστόσο, σε εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να δοθεί άδεια για να μπαζωθούν ρέματα και να χτιστούν σπίτια. Ολες αυτές οι άδειες δόθηκαν μετά το 1977 όταν οι ιθύνοντες σήκωσαν τον δρόμο υπογράφοντας τη θανατική μας καταδίκη. Την ημέρα του κακού βρισκόμουν στη Γαλλία και δεν πίστευα ότι θα ξανάβλεπα την ηλικιωμένη μάνα μου, καθώς μου είχαν πει ότι αγνοείται. Επέστρεψα πίσω σαν τρελός για να τη βρω τελικά ζωντανή στο Θριάσιο. Καταστραφήκαμε ολοσχερώς και η Πολιτεία παίζει με τον πόνο μας μοιράζοντας “ραβασάκια” της ντροπής. Δεν θέλω λεφτά. Να έρθουν να μας φτιάξουν τα κουφώματα, τις πόρτες και τα σπίτια θέλω. Είναι δυνατόν να καθαρίζουν αυτό τον οχετό γέροντες και παιδιά; Μας κοροϊδεύουν; Εφεραν τον Στρατό για τρεις ώρες λες και τους πήγαιναν εκδρομή με το σχολείο και μετά τους φόρτωσαν στα πούλμαν και έφυγαν. Κάντε μια βόλτα κατά δω το Πάσχα για να δείτε ποια σπίτια έχουν φτιαχτεί και με τι αβάντες χτιστήκανε. Ολα από την τσέπη μας και από τα χέρια μας θα περάσουν. Δεν είναι κράτος αυτό που έχουμε!».
Χρήστος Στάθης
«Καταστραφήκαμε ολοσχερώς και η Πολιτεία παίζει με τον πόνο μας μοιράζοντας “ραβασάκια” της ντροπής. Δεν θέλω λεφτά. Να έρθουν να μας φτιάξουν τα κουφώματα, τις πόρτες και τα σπίτια θέλω. Είναι δυνατόν να καθαρίζουν αυτό τον οχετό γέροντες και παιδιά; Μας κοροϊδεύουν;»
«Τα σπίτια ξαναγίνονται, οι άνθρωποί μας όχι»
Λίγα μέτρα πιο κάτω ο κ. Παναγιώτης Πέππας, κάθεται στην αυλή του χαζεύοντας τα απομεινάρια της καταστροφής. Δεν έχει κουράγιο να σηκωθεί, ούτε δύναμη να αντέξει το κακό: «Ελάτε μέσα, παιδιά! Ελάτε να δείτε τι πάθαμε. Εδώ, στον βομβαρδισμένο αυτό τόπο έμενε η πεθερά μου. Ευτυχώς το τελευταίο διάστημα την παίρναμε στο δικό μας σπίτι κι έτσι σήμερα είναι ζωντανή. Τι να φτιάξεις από δαύτο το σπίτι; Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις; Οι πολιτικοί μας δεν μας τελειώσανε απλά, μας αποτελειώσανε! Εγώ, παιδιά μου, μόνο στον Θεό πιστεύω και να ξέρετε ότι αυτός μας έσωσε από τα χειρότερα. Αν το κακό είχε γίνει μία ώρα αργότερα, την ώρα δηλαδή που άνοιγαν τα σχολεία, σήμερα θα θρηνούσαμε εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές. Τα σπίτια ξαναγίνονται, οι άνθρωποί μας όχι».
Παναγιώτης Πέππας
«Αν το κακό είχε γίνει μία ώρα αργότερα, την ώρα δηλαδή που άνοιγαν τα σχολεία, σήμερα θα θρηνούσαμε εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές. Τα σπίτια ξαναγίνονται, οι άνθρωποί μας όχι»
Ερειπωμένα μαγαζιά, κλειστά σχολεία, παιδικά όνειρα και ανθρωπιά
Στη γειτονιά της Μάνδρας δεν είναι μόνο σπίτια και περιουσίες που χάθηκαν. Είναι και εκείνη η αισιόδοξη οπτική που όσο κι αν προσπαθήσεις να βρεις είναι αδύνατον να διακρίνεις σε πρόσωπα και κουβέντες. Οπου κι αν κοιτάξεις η καταστροφή υψώνεται γύρω σου απειλητική, όσο βαθιά κι αν ανασάνεις η μυρωδιά από τα δεκάδες νεκρά ζώα σε αναγκάζει να κρατάς την ανάσα σου, όσα βήματα κι αν κάνεις οι λάσπες σε καταπίνουν και τα συντρίμμια σού υπενθυμίζουν το μεγάλο κακό. Στη Στρατηγού Νικολάου Ρόκα, τον μεγάλο εμπορικό δρόμο της περιοχής, οι καταστηματάρχες μετρούν ζημιές. Οσοι από αυτούς ήταν μέχρι τώρα στο νοίκι θα φύγουν μακριά, ενώ τα ιδιόκτητα καταστήματα είναι αμφίβολο εάν θα ξανανοίξουν ποτέ. Ανάμεσά τους και η κυρία Χριστίνα Γκίκα, η οποία δηλώνει: «Ενα παλιοκράτος! Αυτό έχουμε. Δεν μας έφτανε η καταστροφή που πάθαμε, τώρα δεσμεύουν και τα χρήματά μας. Πήγα να πάρω κάποια χρήματα από την τράπεζα προκειμένου να μπορέσω να ζήσω και μου είπαν ότι δεσμεύτηκαν εχθές λόγω οφειλών στο ΙΚΑ. Επαθα ζημιά 10.000 ευρώ και μου δεσμεύουν 5 κατοστάρικα, χρήματα που έχω ανάγκη για να την οικογένειά μου. Αυτό είναι το κράτος μας. Συγχαρητήρια σε αυτούς που μας κυβερνούν!».
Χριστίνα Γκίκα
«Πήγα να πάρω κάποια χρήματα από την τράπεζα προκειμένου να μπορέσω να ζήσω και μου είπαν ότι δεσμεύτηκαν εχθές λόγω οφειλών στο ΙΚΑ. Επαθα ζημιά 10.000 ευρώ και μου δεσμεύουν 5 κατοστάρικα, χρήματα που έχω ανάγκη για να την οικογένειά μου. Αυτό είναι το κράτος μας. Συγχαρητήρια…»
Η κυρία Λίτσα χαρίζει έπιπλα και ο «άλλος άνθρωπος» χαρίζει φαγητό
Οι κατηγορίες απέναντι στους ιθύνοντες δεν έχουν τελειωμό. Τελειωμό δεν έχουν όμως και τα «ευχαριστώ» των κατοίκων για την ιδιωτική πρωτοβουλία και ευαισθησία: «Ο κόσμος μάς στέλνει ρούχα και τρόφιμα και τον ευχαριστούμε βαθιά γι’ αυτό. Προχθές πέρασε από τα μέρη μας μια κυρία, η κυρία Λίτσα, η οποία έχει έκθεση επίπλων, και μας είπε να πάρουμε ό,τι έχουμε ανάγκη», λένε κάτοικοι της περιοχής τονίζοντας ταυτόχρονα την ανοησία της κρατικής μηχανής: «Από την πρώτη στιγμή μια παρέα ανθρώπων με την επωνυμία “Ο άλλος άνθρωπος”, στάθηκαν δίπλα μας μαγειρεύοντας μέρα-νύχτα προσφέροντάς μας ζεστό φαγητό. Κάποια στιγμή, λοιπόν, πέρασε και το Υγειονομικό για να τους κάνει έλεγχο αν τα κρέατα που μας δίνουν είναι καθαρά και αν διαθέτουν ειδικό πάγκο για να κόβουν το ψωμί. Αυτά είναι γελοία πράγματα. Ας φέρουν πρώτα φαγητά κι ας εκφράσουν με άλλο τρόπο τις ανησυχίες τους για την υγεία μας. Για την ώρα, ας μας επιτρέψουν να ταΐσουμε τα παιδιά μας».
Οι γραμμές της λάσπης φτάνουν πάνω από τον απορροφητήρα και χαράζουν βαθιά στην ψυχή το μέγεθος της τραγωδίας
«Θέλουμε νερό, σχολείο και φίλους γιατί πολλοί έφυγαν…»
Τα παιδιά. Η μόνη παρήγορη εικόνα αυτής της καταστροφής, ο μόνος λόγος για να βγεις από τις λάσπες και να ορθώσεις ξανά ανάστημα και σπιτικό. Τα σχολεία τους καταστράφηκαν και σ’ αυτή τη χώρα η λύση είναι να μην κάνουν μάθημα ή να ξανακάνουν εάν και όποτε αποκατασταθούν οι ζημιές. Αν ρωτήσεις αυτά τα παιδιά τι τους λείπει δεν θα σου απαντήσουν «ρούχα» και «παιχνίδια», αλλά «νερό», «σχολείο» και «φίλοι» γιατί έχουν πάει να μείνουν αλλού. «Με λένε Γκαμπριέλα, είμαι 8 χρονών και πηγαίνω στην Γ’ Δημοτικού», μου λέει ένα κοριτσάκι που ζει στην περιοχή και συνεχίζει: «Χάσαμε πολλά πράγματα, αλλά είμαστε ζωντανοί. Αυτό έχει σημασία. Τι να πουν άλλα παιδάκια που ζούνε όλη τους τη ζωή μέσα στον πόλεμο; Τι θα ήθελα; Αν μπορεί κάποιος να μου στείλει τα βιβλία της Γ’ Δημοτικού γιατί καταστράφηκαν. Τίποτε άλλο δεν θέλω».
Γκαμπριέλα, 8 χρονών
«Χάσαμε πολλά πράγματα, αλλά είμαστε ζωντανοί. Αυτό έχει σημασία. Τι να πουν άλλα παιδάκια που ζούνε μέσα στον πόλεμο; Τι θα ήθελα; Αν μπορεί κάποιος να μου στείλει τα βιβλία της Γ’ Δημοτικού γιατί καταστράφηκαν. Τίποτε άλλο δεν θέλω»