Ένας 95ετής κύκλος που χώρεσε μέσα του μια κινηματογραφικού τύπου ζωή -με συνεχείς ανατροπές, το διαρκές σκαρφάλωμα προς την κορυφή του επιχειρηματικού και μιντιακού κόσμου από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, τραγικά απανωτά χτυπήματα, δυσάρεστες αποχωρήσεις αλλά και ανυποχώρητες επιστροφές- έκλεισε χθες με το θάνατο του Γιώργου Μπόμπολα.
Ένας από τους τελευταίους μεγάλους των παραδοσιακών επιχειρηματιών του Τύπου, όπως χαρακτηρίστηκε ο Γιώργος Μπόμπολας, ξεκίνησε από τις ρίζες του στη Μεσσηνία, μεγάλωσε στον αγαπημένο του Πειραιά παρά τις γκρίζες αναμνήσεις από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο- όπου ανέβαινε και κατέβαινε πίσω στη γειτονιά του με τα πόδια. Ο πατέρας του δημόσιος υπάλληλος- τα φέρνουν δύσκολα, όπως οι περισσότεροι συμπολίτες τους τα χρόνια εκείνα. Επίμονος, σκληρός, θρασύς και συναισθηματικός ταυτόχρονα, αισιόδοξος και τολμηρός- ένα ασυνήθιστο και ανθεκτικό κράμα ανθρώπου, βάζει στόχους και μόνο στόχους.
Προσπαθεί να αντισταθεί στους Γερμανούς κατακτητές. Είναι μόλις 14 ετών. Γράφει συνθήματα στους τοίχους των σπιτιών στην Καστέλλα, όταν ένα βράδυ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του. Κοντά στην ηλικία του. Ο θείος του, ο «κομμουνιστής», επηρεάζει τη σκέψη του- την πορεία του ουδείς μπορεί να την καθοδηγήσει, όπως άφηνε να εννοηθεί αργότερα στους συνομιλητές του, περιγράφοντας στιγμές από την πολυδιάστατη ζωή του.
Ο Μπόμπολας, ο «κυρ Γιώργος», όπως τον αποκαλούσαν νεαροί δημοσιογράφοι και στελέχη στο «Έθνος», το «Έθνος της Κυριακής», το Mega και τα άλλα Μέσα του Ομίλου του, θυμόταν κάθε λέξη από το ποίημα του Καβάφη «Κεριά». Το απήγγειλε – ξανά και ξανά- στους φίλους του και σε όσους τον γνώριζαν και στους οποίους διέκρινε ενδιαφέρον να τον γνωρίσουν βαθύτερα και εκείνοι. «Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας σα μια σειρά κεράκια αναμένα — χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν, μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων· τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη, κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά. Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των, και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι. Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν».
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr