Μια ακόμη τραγωδία έρχεται στο φως της δημοσιότητας μέσα από τη νέα μήνυση που κατέθεσε το πρωί της Τρίτης στην Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών ο Αντώνης Φούσας. Ο γνωστός δικηγόρος, εκπροσωπώντας κάτοικο του Νέου Βουτζά ο οποίος υπέστη εγκαύματα και έχασε τη σύζυγό του, στρέφεται κατά:
1. Ιωάννη Καπάκη, πρώην Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας του Υπουργείου Εσωτερικών, κατοίκου, ως εκ της πρώην εργασίας του, Αθηνών (Ευαγγελιστρίας αρ.2, Τ.Κ. 10563).
2. Ρένας Δούρου, Περιφερειάρχη Αττικής, κατοίκου, ως εκ της θέσεώς της, Αθηνών (Λ. Συγγρού 15-17, Τ.Κ. 15744).
3. Ηλία Ψινάκη, Δημάρχου Μαραθώνος Αττικής, κατοίκου, ως εκ της θέσεώς του, στο Δημαρχείο Μαραθώνος Αττικής.
4. Κατά των υπευθύνων των Γραφείων Πολιτικής Προστασίας Περιφέρειας Αττικής και του Δήμου Μαραθώνος Αττικής.
5. Κατά των αρμοδίων και υπευθύνων Αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος της Ελλάδος για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής.
6. Κατά των αρμοδίων και υπευθύνων Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) για την περιοχή της Ανατολικής Αττικής.
7. Κατά παντός, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, συνυπευθύνου και συνυπαιτίου για τα τραγικά συμβάντα από την πυρκαγιά της 23 και 24/7/2018 στην Ανατολική Αττική.
Στη μήνυση περιγράφονται συνθήκες πλήρους εγκατάλειψης και τραγικής απανθράκωσης ανθρώπων: «Δυστυχώς, η σύζυγός μου, βρήκε τραγικό θάνατο και εγώ τραυματίστηκα (κάηκα) πολύ σοβαρά και σώθηκα από θαύμα, πλήρως εγκαταλελειμμένοι και οι δυο μας, τόσο από την Περιφέρεια και το Δήμο μας όσο και από την Πυροσβεστική και την Αστυνομία, αλλά και από τους άλλους, κατά το νόμο, αρμόδιους και υπεύθυνους και αυτό έγινε κατά παράβαση της σχετικής ως κατωτέρω ειδικότερης νομοθεσίας της πατρίδας μας, σχετικά με την Πολιτική Προστασία».
Σύμφωνα με το κείμενο της μήνυσης:
1. Δεν είχαν ληφθεί εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της πυρκαγιάς, όπως δεν καθαρίστηκαν οι δρόμοι, οι πλατείας και τα οικόπεδα από τα ξηρά χόρτα και κλαριά.
2. Δεν συντάχθηκε εγκαίρως (από την Άνοιξη του 2018), όπως προβλέπεται από το Ν.3013/2002 και τον «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗ» σχετικό ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης δυσμενών καιρικών φαινομένων και γεγονότων, όπως και για πυρκαγιά, στην περιοχή, βάσει, ασφαλώς, και των υφιστάμενων πραγματικών καταστάσεων κάθε περιοχής.
3. Δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως οι πολίτες και οι κάτοικοι των περιοχών της Ανατολικής Αττικής και ιδίως στο Μάτι, στο Ν. Βουτζά, στη Ραφήνα, κ.λ.π. και μάλιστα από την 22/7/2018 (προηγούμενη της τραγωδίας), ότι την επόμενη ημέρα (23/7) υπήρχε μέγας κίνδυνος πυρκαγιάς. Αυτό δε, πολύ περισσότερο, διότι η ΕΜΥ ενημέρωσε από την προηγούμενη (22/7) τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, ότι την επομένη (23/7/2018) ο βαθμός επικινδυνότητας είναι 4, δηλ. ο ανώτερος κίνδυνος μεγάλης πυρκαγιάς, και με κίνδυνο μεγάλης επέκτασης και καταστροφής.
4. Επίσης, παρά την ως άνω ειδοποίηση εκ μέρους της ΕΜΥ ιδίως της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και ακολούθως του Π.Σ. Περιφέρειας Αττικής και των Δήμων, κ.λ.π., δεν συνεκλήθησαν και δεν λειτούργησαν, όπως προβλέπει ο νόμος, από την 22/7/2018, τα αρμόδια συντονιστικά όργανα (ΣΟΠΠ για την Περιφέρεια και ΣΤΟ για τους Δήμους) για την οργάνωση αντιμετώπισης της τυχόν πυρκαγιάς και τον εν γένει συντονισμό, ο οποίος είναι αρμοδιότητα των Περιφερειαρχών (πριν ήταν του Νομάρχη, ενώ τώρα των Περιφερειαρχών). Βεβαίως στην Περιφέρεια Αττικής συνεκλήθη το εν λόγω Συντονιστικό Όργανο (ΣΟΠΠ) την 20.30 ώρα της 23/7/2018, αλλά αυτό ήταν κατόπιν εορτής, ενώ, σύμφωνα με τον «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗ», θα έπρεπε να συγκληθεί από την προηγούμενη (22/7) και να λειτουργεί και να ενεργεί καθόλη τη διάρκεια της πυρκαγιάς.
5. Αλλά ούτε και όταν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η πυρκαγιά στην περιοχή του Νταού Πεντέλης και άρχισε, να επεκτείνεται προς το Ν. Βουτζά και στις άλλες εκεί περιοχές, υπήρχε οποιαδήποτε ενημέρωση των κατοίκων, για το πώς θα διασωθούν και ούτε υπήρξε από τους αρμόδιους οποιαδήποτε άλλη βοήθεια. Πλήρης εγκατάλειψη και καμία παρουσία των αρμόδιων και υπευθύνων της Περιφέρειας, των Δήμων, της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας.
Οι ευθύνες προκύπτουν άμεσα από την περιγραφή των τραγικών ωρών που έζησαν όσοι βρέθηκαν στο έλεος της φωτιάς:
«Εγώ και η αείμνηστη σύζυγός μου ήμασταν στο σπίτι μας… Περί ώρα 17.45 μαθαίνουμε από την τηλεόραση, ότι ξέσπασε φωτιά στην περιοχή της Νταού Πεντέλης (κοντά στο Λύρειο Ίδρυμα). Για λόγους αυτοπροστασίας και προληπτικά εγώ άρχισα να βρέχω το σπίτι μας και την αυλή του. Το ίδιο έκαναν και άλλοι γείτονες, διότι και αυτοί είχαν πληροφορηθεί για τη φωτιά στη Νταού Πεντέλης.
Δυστυχώς, δεν είχαμε καμία απολύτως ειδοποίηση από τους αρμόδιους περί του τι θα έπρεπε, να κάνουμε και πώς θα έπρεπε να ενεργήσουμε για να σωθούμε. Καμία, επαναλαμβάνω ειδοποίηση ή ενημέρωση, ούτε προφορικά, ούτε τηλεφωνικά, ούτε ακόμη και μέσω της τηλεόρασης. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό να σημειώσω, ότι η αείμνηστη σύζυγός μου είχε μεγάλο πρόβλημα υγείας, καθόσον έπασχε από βαρύτατη μορφή «σκλήρυνσης κατά πλάκας» και είχε και σοβαρό κινητικό πρόβλημα και μάλιστα εκ του λόγου αυτού είχε χαρακτηρισθεί ως ΑΜΕΑ και εκινείτο μονίμως με καρότσι, χωρίς δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης.
Γύρω στις 18.00 πέρασε μπροστά από το σπίτι μας, δηλ. της ξαδέρφης μου που μας φιλοξενούσε, ένα περιπολικό της ΕΛ.ΑΣ., το οποίο, χωρίς κάποια περαιτέρω διευκρίνιση και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μας έκανε ένα απλό νόημα «να φύγετε» και παρά την επιμονή μας δεν μας είπαν κάτι άλλο, ούτε μας είπαν πού να πάμε και ούτε οτιδήποτε άλλο για τη σωτηρία μας. Ήταν και αυτοί πανικόβλητοι και δεν ήξεραν τι να μας πουν. Μετά μπήκα στο σπίτι και είπα στην ξαδέρφη και στη σύζυγό μου, ότι πρέπει να φύγουμε, διότι φαίνεται ότι υπάρχει κίνδυνος. Μετά από 4-5 λεπτά βγήκαμε στο δρόμο, αφού έβαλα και τη γυναίκα μου στο καρότσι, καθόσον ήταν αδύνατη η μετακίνησή της διαφορετικά.
Προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε πεζοί και με το καρότσι την Α’ είσοδο Ν. Βουτζά για να βγούμε στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Μέσα στον πανικό μας, έπεσε, δυστυχώς, η σύζυγός μου από το καρότσι και τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο.
Στην οδό Αττάλου και ενώ ήμασταν σε πλήρη απόγνωση, την πήρα από το καρότσι και καθίσαμε 20 μέτρα πιο πέρα για να προστατευθούμε. Δυστυχώς, ήλθε κοντά μας η φωτιά και εγώ κάηκα την ώρα, που προσπαθούσα να τη σώσω, η δε σύζυγός μου ήταν και αυτή σε τραγική κατάσταση, διότι είχε υποστεί, πέραν των εγκαυμάτων της από τις φλόγες και πολλά θερμικά εγκαύματα. Μείναμε στην διασταύρωση των οδών Αττάλου και Αγ. Ιωάννου μέχρι ώρα επτά (7) μ.μ. περίπου, όταν ήρθε ένα τζιπ της ΕΛ.ΑΣ., αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Οι αστυνομικοί, όπως μας είδαν σε τραγική κατάσταση, ειδοποίησαν την Πυροσβεστική για να βοηθήσουν τη σύζυγό μου, ενώ εμένα με πήραν με το τζιπ για το Νοσοκομείο. Όλα, όμως, αυτά έγιναν κατόπιν εορτής, και ιδίως όχι οργανωμένα».