Ένας από τους τελευταίους μεγάλους της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Ισόβιος εραστής του θεάτρου το οποίο υπηρέτησε με πάθος και σεβασμό. Πρωταγωνιστής μιας από τις δημοφιλέστερες ιστορίες αγάπης που γεννήθηκαν στα κινηματογραφικά πλατό. Βαθιά πολιτικοποιημένος, άρρηκτα συνδεδεμένος με την Αριστερά. Άνθρωπος δραστήριος και δημιουργικός μέχρι την τελευταία του ανάσα. Μέσα από αυτές τις λίγες λέξεις σκιαγραφείται το προφίλ του Κώστα Καζάκου, του αγαπημένου ηθοποιοeύ που έφυγε σήμερα, στα 87 του χρόνια, όχι μόνον πλήρης ημερών αλλά και εμπειριών και συναισθημάτων.
Γιατί βουτώντας κανείς στα άδυτα του προσωπικού του ταξιδιού αντιλαμβάνεται πως ο άνθρωπος αυτός έζησε όχι μία αλλά δέκα ζωές: αγάπησε και αγαπήθηκε στον μέγιστο βαθμό, δούλεψε σκληρά, ξεχώρισε, καταξιώθηκε, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη αλλά και απογοητεύθηκε και ταλαιπωρήθηκε και κυνηγήθηκε και πόνεσε. Τίποτα όμως δεν κατάφερε να τον λυγίσει και να σβήσει από μέσα του την δυνατή φλόγα της αγάπης του για τη ζωή.
Άλλωστε, είχε μάθει από μικρός στα δύσκολα. Ήταν μόλις 13 χρονών όταν μαζί με τη μητέρα του και τα τρία αδέλφια του, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν από τον Πύργο Ηλείας στην Αθήνα καθώς ο πατέρας του απολύθηκε από τη δουλειά του στο δημόσιο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε λόγω των αριστερών πολιτικών του φρονημάτων: «Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε εκεί κάτω λόγω του εμφυλιακού μίσους και ήρθαμε τέσσερα κουτσούβελα και η μάνα μου στην Αθήνα. Ήρθαμε στην Αθήνα για να χαθούμε μέσα στο πλήθος. Να μην είμαστε στόχος της Ασφάλειας. Το κυνηγητό ήταν άγριο…» έχει περιγράψει ο ίδιος για εκείνη τη σκληρή εποχή.
Παρότι παιδί ακόμη, όμως, θα πάρει στις πλάτες του τις βαριές οικογενειακές ευθύνες και θα τα βγάλει πέρα παλικαρίσια. Το πρωί στη δουλειά για το μεροκάματο και το βράδυ στο νυχτερινό γυμνάσιο. «Ήμουν από τις 6 το πρωί στο πόδι, για να πάω στη δουλειά – σε εργοστάσια, σε χαμαλίκια -, γιατί έπρεπε να μπει ένα μεροκάματο στο σπίτι. Πήγαινα 48 δραχμές κάθε Σάββατο και με αυτά περνούσαμε μέχρι την Τετάρτη. Αυτή ήταν η ζωή μας. Το βράδυ πήγαινα σχολείο, επέστρεφα σπίτι και μελετούσα».
Το μεγάλο του όνειρο, βλέπετε, ήταν να πάει στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσει φιλολογία. Ένα όνειρο όμως που δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα λόγω της πολιτικής του ταυτότητας: «Σκοτώθηκα να διαβάσω, να δώσω εξετάσεις, αλλά τελικά δεν μπόρεσα να μπω, γιατί χρειαζόταν τότε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Πήγα να γραφτώ στη γραμματεία της σχολής και ήταν ένας τύπος εκεί που με κοίταγε κάνοντας κάτι νοήματα. «Το χαρτί» μου λέει. «Ποιο χαρτί;» του λέω. «Το χαρτί», μου λέει, «μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις!» Κι έτσι έκλεισε η πόρτα του πανεπιστημίου για εμένα».
Οι συναντήσεις – σταθμός με Κουν και Καμπανέλλη
Η επιστροφή του πατέρα από την εξορία αποτελεί για εκείνον μια μεγάλη ανάσα και του δίνει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στο τί θέλει να κάνει στη ζωή του. Κάπου εκεί η μοίρα θα βάλει το χέρι της… Περνώντας μια μέρα από τη Σχολή Κινηματογράφου του Σταυράκου το μάτι του πέφτει, τυχαία, στη λίστα των επιτυχόντων στις εξετάσεις. Ανάμεσά τους κι ένας φίλος του. Κι έτσι, αυθόρμητα, καρμικά σχεδόν, παίρνει την απόφαση να γραφτεί και ο ίδιος στη σχολή. Δίνει εξετάσεις, δίνεται δεκτός και ξεκινά την περιπλάνησή του στον μαγικό κόσμο της υποκριτικής και του κινηματογράφου.
Εκεί, στη σχολή, θα έχει μια κομβική για τη ζωή και την καριέρα του συνάντηση. Ανάμεσα στους δασκάλους του είναι ο σπουδαίος Κάρολος Κουν ο οποίος διακρίνει το ταλέντο του και του ανοίγει το δρόμο προς το θέατρο. Τον παίρνει μαζί του στο Θέατρο Τέχνης και τον μυεί στα μυστικά της υψηλής τέχνης του βάζοντας τα πιο γερά θεμέλια στο προσωπικό καλλιτεχνικό του οικοδόμημα. Ο Καζάκος παίρνει το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο με ένα μεγάλο έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα, τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Παράλληλα, έχει την ευλογία να είναι ανάμεσα σε εκείνους που θα χτίσουν, κυριολεκτικά με τα χέρια τους, το στέκι που έμελλε να ανανεώσει το ελληνικό θέατρο. Το θρυλικό «Υπόγειο». «Πήγαινα και δούλευα μαζί με τους άλλους στο Υπόγειο για να το μετατρέψουμε από αμερικάνικο καμπαρέ, που ήταν , στο γνωστό Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στην οδό Πεσμαζόγλου. Κουβαλάγαμε χώμα με τα ζεμπίλια πάνω στη Σταδίου. Μιλάμε για πολλή δουλειά, χύσαμε ιδρώτα για να το φτιάξουμε…» διηγούνταν ο ίδιος με ενθουσιασμό.
Η δεύτερη συνάντηση – σταθμός στη ζωή του θα είναι αυτή με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Ήταν δικό του το σενάριο της ταινίας «Αρπαγή της Περσεφόνης» με την οποία ο Καζάκος έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, το 1953. Αλλά και αυτός που θα τού ανοίξει την πόρτα για την θεατρική «Αυλή των Θαυμάτων» και τα άλλα μεγάλα έργα, από τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς και το «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ μέχρι την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, στα οποία θα συμμετάσχει στο πλευρό σπουδαίων ηθοποιών όπως η Άννα Συνοδινού και η Έλλη Λαμπέτη.
Ο κινηματογράφος και η μοιραία συνάντηση με την Καρέζη
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο Κώστας Καζάκος έχει πλέον συνειδητοποιήσει πως το θέατρο είναι η μεγάλη του αγάπη, το νόημα της ζωής του, αυτό για το οποίο ήταν προορισμένος. Και η πεποίθηση αυτή δεν άλλαξε ποτέ παρότι η μεγάλη επιτυχία, η αναγνώριση αλλά και ο έρωτας ήρθαν μέσα από τον κινηματογράφο.
Μια δεκαετία σχεδόν μετά την παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση, το 1967, θα έρθει η ταινία που θα σφραγίσει ανεξίτηλα όχι μόνον της καριέρα του αλλά και τη ζωή του ολόκληρη. Είναι το «Κοντσέρτο για πολυβόλα», το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, μέσα από το οποίο θα κερδίσει τον τίτλο του νέου λαμπερού πρωταγωνιστή του ελληνικού κινηματογράφου και θα γνωρίσει τη Τζένη Καρέζη, την επί δεκαετίες σύντροφο της ζωής του και μητέρα του γιου του, Κωνσταντίνου.