Δεν λείπει από το στόμα όλων, σχεδόν, των Ελλήνων, όποτε η συζήτηση έρχεται στο συγκεκριμένο θέμα, η φράση: “Όλα είναι θέμα Παιδείας”. Όλα! Άρα, και η οικονομία. Δηλαδή, θα ρωτήσει κάποιος, “μπορεί πράγματι η παιδεία να συνεισφέρει στην κοινή προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη;”. Ασφαλώς! Αλλά όχι βραχυπρόθεσμα. Η Παιδεία από τη φύση της είναι μια μακροχρόνια επένδυση. Μια επένδυση ζωής. Πιο πεπαιδευμένοι πολίτες, με οξύτερη την κριτική τους σκέψη και ευρύτερη τη γκάμα των γνώσεων και των εμπειριών τους, σημαίνει ωριμότερη επιλογή πολιτικής ηγεσίας, άρα κατά τεκμήριο άσκηση πιο ωφέλιμης οικονομικής πολιτικής.
Μόλις προχθές ο ΣΕΒ εξέδωσε ανακοίνωση, όπου αναφέρει τα αυτονόητα: Στις μέρες μας «...η παιδεία καθίσταται πρωταρχικός παράγοντας ενδογενούς και βιώσιμης ανάπτυξης και ευημερίας. Όμως αντί για αυτό, ο υφιστάμενος ελληνικός παραγωγικός τομέας της μεταποίησης και της τεχνολογίας δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις προκλήσεις για τις νέες μελλοντικές ανάγκες του παραγωγικού μετασχηματισμού. Αντιμετωπίζει επιπλέον θεμελιώδεις και στοιχειώδεις ελλείψεις παιδείας και δεξιοτήτων…». Μια σχετικά πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ έδειξε ότι το 35,6% των επιχειρήσεων του παραγωγικού τομέα της οικονομίας ήδη αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας λόγω έλλειψης ειδικευμένων στελεχών. Το ποσοστό αυξάνεται κατά πολύ όταν μιλάμε για εξωστρεφείς και μεγάλες επιχειρήσεις.
Η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας, που αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση της Πολιτείας προς τη νέα γενιά κάθε χώρας, στην Ελλάδα ταυτίστηκε εν πολλοίς στο παρελθόν με «ευνουχισμό της Παιδείας» υπό το σαθρό επιχείρημα ότι η Παιδεία αποτελεί αυταξία και δεν μπορεί να γίνεται όχημα δημιουργίας κέρδους. Φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση επιχειρεί με σταθερά βήματα να υπερβεί κι αυτή την ιδεοληψία…
Οι δεξιότητες είναι βασικός παράγων ορθολογικής αξιοποίησης του ενεργού εργασιακά πληθυσμού και ευτυχώς περιλαμβάνεται στις οδηγίες του πρωθυπουργού προς την πολιτική ηγεσία του αντίστοιχου υπουργείου. Σε αυτό το πλαίσιο, παράλληλα με τη δρομολόγηση διαδικασιών που αναβαθμίζουν το γνωσιακό κι εκπαιδευτικό εύρος των δασκάλων και των καθηγητών, η κυβέρνηση προχωρεί στην αναβίωση των Πρότυπων και των Πειραματικών Σχολείων, όπου η αξιολόγηση, η έρευνα και ο πρωτοπόρος τρόπος διεξαγωγής των μαθημάτων, δίνει σε αυτά τα σχολεία συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ο φάκελος που παρέλαβε η αρμόδια υπουργός Νίκη Κεραμέως από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, περιείχε τρεις γενικούς άξονες πολιτικής:
– Εμπιστοσύνη στο δημόσιο σχολείο για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση (αρμοδιότητας της υφυπουργού Σοφίας Ζαχαράκη),
– Αναβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου (αποστολή που ανήκει στις αρμοδιότητες του άλλου υφυπουργού Βασίλη Διγαλάκη) και
– Ανάδειξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης από λύση ανάγκης για λίγους, σε συνειδητή επιλογή και εργαλείο απασχόλησης για τους πολλούς.
Πέραν αυτών, χρειάζεται η απελευθέρωση του σχολείου από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, που εδώ εμφανίζεται με τη μορφή του υπουργείου Παιδείας, και το πέρασμα αρμοδιοτήτων αλλά κι ευθυνών στους εκπαιδευτικούς. Είναι κάτι άλλωστε που το ζητάει χρόνια η εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία τώρα, οφείλει να δείξει ότι η εμπιστοσύνη της Πολιτείας προς αυτήν, φέρνει αποτελέσματα.
Τα καινούργια εφόδια που παίρνουν οι νέοι πολίτες, οι οποίοι αποφοιτούν από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα λειτουργήσουν καθοριστικά στην εργασιακή τους επίδοση και, μιλώντας συλλογικά, στην απόδοση του έμψυχου δυναμικού της ελληνικής οικονομίας. Η παραγωγική εκμάθηση ξένων γλωσσών η καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων, η έμφαση στις Νέες Τεχνολογίες αλλά και στις ξένες γλώσσες, εφοδιάζουν τη νέα γενιά με προδιαγραφές για μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξέλιξη στον μελλοντικό τους εργασιακό βίο. Στην επιλογή αυτού του εργασιακού βίου, επίσης παίζει ρόλο το Λύκειο, μέσα από τις διαδικασίες επαγγελματικού προσανατολισμού.
Με αυτά, δεν «ανακαλύπτουμε τον τροχό». Στα υυμνάσια της Βάδης-Bυρτεμβέργης στη Γερμανία, εισήχθη από πέρυσι το μάθημα της «Οικονομίας, του Επαγγελματικού και Σχολικού Προσανατολισμού». Το μάθημα εστιάζει κυρίως σε θέματα απλής, καθημερινής οικονομίας και διαχείρισης. Στόχος του είναι να εκπαιδεύσει από νωρίς τους μαθητές σε θέματα αποταμίευσης, πληρωμών, διαχείρισης εσόδων και εξόδων και φυσικά κατανάλωσης. Αλλά δεν θα σταματά εκεί. Θα προσπαθεί επίσης να εξοικειώσει τους μαθητές με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις αλλά και τους δώσει κάποιες βασικές πληροφορίες για τις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ως μια πρώτη κίνηση αναβάθμισης συνολικά των χώρων όπου οι ακαδημαϊκοί πολίτες γίνονται επιστήμονες, παρατηρούμε ότι διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση στην ελληνική Παιδεία, συνολικά.
Πολλές χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης (με τη Βρετανία να έχει την πρωτοκαθεδρία) έχουν μετατρέψει την υψηλή ποιότητα των σπουδών που παρέχουν, σε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα βιομηχανία. Οι Times του Λονδίνου δημοσίευσαν στα τέλη του 2017 μια έρευνα, σύμφωνα με την οποία η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα (δημόσια κι ιδιωτική) συνεισφέρει ετησίως στη βρετανική οικονομία περίπου 95 δισεκατομμύρια βρετανικές λίρες (περίπου 106 δισεκ. ευρώ). Φυσικά η Ελλάδα απέχει έτη φωτός από κάτι τέτοιο. Αρκετά πιο κοντά μας από κάθε άποψη είναι η Κύπρος, η οποία επένδυσε σε αυτό και ήδη έχει θεαματικά όσο και ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η αποκατάσταση της έννοιας της αριστείας δεν είναι μόνο ένα σημαντικό βήμα στην Παιδεία, αλλά είναι και στην ίδια τη ζωή: την παραγωγική περίοδο ενός πολίτη, την αντίληψη κρίσιμων εννοιών στην οικονομία όπως ο ανταγωνισμός, η εξισορρόπηση ατομικών/ οικογενειακών επενδύσεων κι αποταμίευσης, η επωφελής διαπραγμάτευση των αποδοχών του και η δυνατότητα προσαρμογής του στις μεταβαλλόμενες εργασιακές συνθήκες αποτελούν απαραίτητες συνθήκες για τη βελτιστοποίηση της εργασιακής του ζωής.
Ωστόσο, ίσως η σημαντικότερη συνεισφορά μιας αληθινά ποιοτικής Παιδείας στην οικονομία, είναι η διασφάλιση της κοινωνικής κινητικότητας, δηλαδή η αξιοποίηση ταλέντων από όλο το κοινωνικό και οικονομικό φάσμα, προς όφελος των ιδίων αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Κι αυτό δείχνει να το γνωρίζει τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Η λογική ελπίδα που δημιουργείται, είναι ότι τα αποτελέσματα δεν θα αργήσουν να φανούν…