Της Μαίρης Λαμπαδίτη
Δώρον άδωρον κινδυνεύει να αποδειχθεί η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και της επεκτασιμότητας για την οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση. Τα εμπόδια που ορθώνονται στην πράξη οφείλονται στην απορρυθμισμένη αγορά εργασίας, καθεστώς που κανένας εργοδότης δεν θέλει να ανατραπεί.
Ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις που εκφράζουν επίσημα οι εργοδοτικοί φορείς και τη συμβιβαστική διάθεση των συνδικάτων, πρακτικά η αγορά έχει βολευτεί στους μισθούς-ψιχία και στις ελαστικές μορφές απασχόλησης και θα προσπαθήσει να αντιταχθεί στην επιστροφή στην κανονικότητα. Την ίδια ώρα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εργασίας Ανδρέας Νεφελούδης όχι μόνο κάνει λόγο για αύξηση των κλαδικών και του κατώτατου μισθού, τονίζοντας ότι ο κατώτατος των 586 ευρώ είναι παρωχημένος σε πολλούς κλάδους, αλλά υπόσχεται και μείωση ωραρίου χωρίς μείωση αποδοχών βάσει του μοντέλου που ανήγγειλε η Παπαστράτος.
Εμπόδια στην εκτίμηση της αντιπροσωπευτικότητας: Οι δανειστές έχουν θέσει απαράβατους όρους για την επαναφορά της επεκτασιμότητας, δηλαδή την υποχρεωτική εφαρμογή των όρων της κλαδικής σύμβασης σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου. Οι κλαδικές θα επεκτείνονται εφόσον οι επιχειρήσεις που υπογράφουν τη συλλογική σύμβαση απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Ομοίως θα επεκτείνονται και οι διαιτητικές αποφάσεις που ισοδυναμούν με κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Οπως προβλέπει το επικαιροποιημένο μνημόνιο, το υπουργείο Εργασίας θα προωθήσει εγκύκλιο για τη λειτουργία ενός αξιόπιστου μηχανισμού που θα εκτιμά την αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμβάσεων, ώστε αυτές να μπορούν να επεκτείνονται από τον Αύγουστο.
Ο μηχανισμός θα τεθεί σε λειτουργία με τη βοήθεια του συστήματος Εργάνη όπου δηλώνονται εργοδότες και εργαζόμενοι και του ΓΕΜΗ (Γενικό Εμπορικό Μητρώο), ενώ έχει προγραμματιστεί και η τεχνική συνδρομή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO). Η διαδικασία που θα ακολουθείται θα είναι η εξής: η συλλογική σύμβαση θα υποβάλλεται στο υπουργείο και ο υπουργός θα ζητάει από την αρμόδια εργοδοτική οργάνωση την υποβολή των μητρώων των μελών. Στη συνέχεια, μέσω της Εργάνης θα ελέγχεται η αντιπροσωπευτικότητα του 51% των εργαζομένων στον κλάδο. Ωστόσο οι εργοδοτικοί φορείς δεν θέλουν να δηλώσουν τα μέλη τους, φοβούμενοι ότι θα αρχίσουν να φυλλορροούν για να αποφύγουν την υποχρεωτική αύξηση των μισθών που ενδεχομένως θα προβλέπουν οι μελλοντικές συμβάσεις. Επισήμως υποστηρίζουν ότι η καταγραφή των στοιχείων των μελών των εργοδοτικών οργανώσεων προσκρούει στην αρχή προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης ζήτησε από τον εκπρόσωπο της Ε.Ε. να λύσει το θέμα με τα κοινοτικά όργανα, ενώ αντιπρότεινε οι συμβάσεις να υπογράφονται και από τα θεσμοθετημένα τριτοβάθμια όργανα (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) των οποίων η αντιπροσωπευτικότητα δεν αμφισβητείται, μοντέλο που ακολουθεί και η Ιταλία. Ο μόνος φορέας που ξεπερνάει το 51% είναι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων που υπέγραψε πρόσφατα κλαδική σύμβαση, η οποία προβλέπει αύξηση 3% στους μισθούς των ξενοδοχοϋπαλλήλων σε δύο δόσεις (1,5% το 2018 + 1,5% το 2019).
Ωστόσο οι συνδικαλιστές του κλάδου επισημαίνουν ότι τα ξενοδοχεία αμείβουν με τη σύμβαση περίπου το 30% του προσωπικού ενώ το 70% εργάζεται με ελαστικές μορφές απασχόλησης ή με καθεστώς μαθητείας, με αποτέλεσμα να ισοσκελίζουν το επιπλέον εργατικό κόστος.
Στο εμπόριο η εικόνα είναι ανάμεικτη. Στις μεγάλες πόλεις τα καταστήματα δηλώνονται στους εμπορικούς συλλόγους. Ωστόσο δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την περιφέρεια, ενώ ένας πολυπληθής κλάδος όπως τα σούπερ μάρκετ δεν εκπροσωπείται καθόλου. «Από τους 350.000 υπαλλήλους του εμπορίου, οι 70.000 εργάζονται σε σούπερ μάρκετ που δεν εκπροσωπούνται από εργοδοτικό φορέα», εξηγεί ο κ. Παναγιώτης Κυριακούλιας, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ), και συνεχίζει: «Εμείς, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, δεν έχουμε πρόθεση να ζητήσουμε τις αμοιβές που ίσχυαν πριν από την κρίση, όταν ο εισαγωγικός μισθός στο εμπόριο ήταν 900 ευρώ. Αν το κάνουμε αυτό, ξέρουμε ότι οι εργοδότες θα αποχωρίσουν από τις οργανώσεις και δεν θα έχουμε με ποιον να διαπραγματευτούμε».
Πάντως η ΕΣΕΕ επιθυμεί τη σταδιακή αύξηση των μισθών (κατώτατου και κλαδικών), ελπίζοντας ότι τα επιπλέον χρήματα θα διατεθούν στην κατανάλωση. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, μόνο η τσιμεντοβιομηχανία και η καπνοβιομηχανία μπορούν να αποδείξουν ότι καλύπτουν το 51%. Επισήμως οι εργοδοτικοί φορείς τάσσονται υπέρ της επεκτασιμότητας των συμβάσεων, τονίζοντας ότι οποιαδήποτε διαφορετική πρακτική, δηλαδή να αμείβει κάθε επιχείρηση κατά βούληση τους εργαζομένους, προκαλεί προβλήματα στην ανταγωνιστικότητά των επιχειρήσεων. Ωστόσο ο ΣΕΒ επιμένει ότι πρέπει να συνεχιστεί η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων (με μειωμένους μισθούς) έναντι των κλαδικών για να μην κινδυνεύσουν οι μικρές επιχειρήσεις και οι προβληματικοί κλάδοι. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι δεν θα υπογραφούν πάνω από 3-4 κλαδικές συμβάσεις κυρίως στο εμπόριο και τον τουρισμό και 2-3 ομοιοεπαγγελματικές σε κλάδους με εξειδίκευση, όπως είναι οι χειριστές μηχανημάτων.
Εμπόδια και στην υποχρεωτική διαιτησία: Οι θεσμοί έχουν στα χέρια τους τη νομική μελέτη που συνέταξε ανεξάρτητη αρχή, η οποία τάσσεται υπέρ του δικαιώματος για μονομερή προσφυγή (κυρίως των συνδικάτων) στη Διαιτησία και τονίζει ότι καμία υποχώρηση του νομοθέτη από αυτή δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Μάλιστα, επισημαίνει ότι η προσφυγή μπορεί να γίνει όχι μόνο για τους μισθούς αλλά και για το σύνολο των όρων εργασίας. Υπενθυμίζουμε ότι το ΣτΕ το 2014 έκρινε αντισυνταγματική την απαγόρευση της μονομερούς προσφυγής. Αλλά και οι ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ τάσσονται υπέρ της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου και ζητούν να διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς – με κάποιες ίσως τεχνικές βελτιώσεις. Ωστόσο όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις αντιδρούν στην υποχρεωτική διαιτησία και ζητούν να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διαπραγμάτευση και στη μεσολάβηση.
Δηλαδή και πάλι ο φόβος μιας ενδεχόμενης διαιτητικής απόφασης η οποία θα προβλέπει αυξήσεις και θα υποχρεώνει τον εργοδότη που είναι μέλος της εργοδοτικής οργάνωσης να την εφαρμόσει θα ωθήσει τους εργοδότες σε μαζικές διαγραφές από τις οργανώσεις. Ενα πρόσφατο παράδειγμα είναι απόφαση που εκδόθηκε από τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) για τον κλάδο των ταχυφαγείων. Η απόφαση που έχει την ισχύ κλαδικής σύμβασης προέβλεπε αυξήσεις στους μισθούς, οι οποίοι θα εκκινούν από τα 657,70 ευρώ για τους διανομείς με πλήρες ωράριο και θα φτάνουν τα 940,76 ευρώ για τους αρχιμάγειρες. Ομως ο Σύνδεσμος Επωνύμων Οργανωμένων Αλυσίδων Εστίασης (ΣΕΠΟΑ), που υποστηρίζει ότι δεν αποτελεί εργοδοτική οργάνωση και κατά συνέπεια δεν δεσμεύεται με την υπογραφή κλαδικής σύμβασης ή διαιτητικής απόφασης, έχει ήδη κινήσει τη διαδικασία άσκησης έφεσης. Αν χάσει και στην πενταμελή επιτροπή, έχει δικαίωμα προσφυγής στην τακτική Δικαιοσύνη.
Ανάλογη τακτική ενδεχομένως να ακολουθήσουν και άλλοι κλάδοι. Το θέμα απασχολεί τους συνδικαλιστές οι οποίοι γνωρίζουν ότι η προσφυγή στον ΟΜΕΔ κρύβει κινδύνους είτε να εμπλακούν σε μακροχρόνιες αντιδικίες είτε να «αφανιστούν» οι εργοδοτικές οργανώσεις.