Ανοδικά κινήθηκε η εγχώρια αγορά βασικών χημικών και χημικών πρώτων υλών τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης της Icap Group.
Όπως επισημαίνει η Ελευθερία Παραμερίτη, Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP Group, η οποία επιμελήθηκε της συγκεκριμένης μελέτης, την περίοδο 2006-2008 η εγχώρια αγορά (πωλήσεις σε αξία) χημικών Β2Β παρουσίασε κατακόρυφη άνοδο με μέσο ετήσιο ρυθμό 16,2%.
Από το 2009 ανακόπτεται η ανοδική πορεία, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας της χώρας με την αγορά να μειώνεται την επόμενη πενταετία (2009-2013) με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5%. Η καθοδική αυτή πορεία ανακόπηκε το 2014, με την εγχώρια αγορά να δείχνει σημάδια ανάκαμψης. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανόδου εκτιμάται ότι κυμάνθηκε στο 2% περίπου την περίοδο 2014–2017.
Οι χημικές πρώτες ύλες που κατευθύνονται στις βιομηχανίες παραγωγής τελικών ειδικών χημικών προϊόντων (απορρυπαντικών, καλλυντικών, φαρμάκων, κ.λπ.) εκτιμάται ότι κατέλαβαν μερίδιο 55% επί της συνολικής αγοράς το 2016. Τα πετροχημικά και τα πολυμερή από κοινού εκτιμάται ότι απέσπασαν μερίδιο της τάξης του 45% το ίδιο έτος. Η εν λόγω κατηγορία περιλαμβάνει πρώτες ύλες και ενδιάμεσα χημικά που έχουν εφαρμογή στη βιομηχανία πλαστικών, όπως: πολυπροπυλένιο, πολυβινυλοχλωρίδιο ή PVC, βινυλοχλωρίδιο, χρωστικές ύλες (πιγμέντα) για το χρωματισμό πλαστικής μάζας (masterbatches), πολυαιθυλένιο, πολυστερίνη, πολυμερή για την παραγωγή φιλμ, φιαλών, καλωδίων, σωλήνων και προφίλ, χημικά αναγόμωσης ελαστικών, πρώτες ύλες πολυουρεθάνης κ.ά.
Σύμφωνα με την κ. Παραμερίτη, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας στα εξεταζόμενα προϊόντα είναι σταθερά ελλειμματικό. Ωστόσο, εκτιμάται ότι περιορίστηκε σημαντικά την περίοδο 2009-2013. Από την πρωτογενή έρευνα σε πληθώρα επιχειρήσεων του κλάδου προέκυψε ότι, η κυριότερη περιοχή προέλευσης των εισαγόμενων χημικών είναι οι χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Ιταλία κ.ά.), ενώ κυριότερος προορισμός των ελληνικών εξαγωγών είναι οι Βαλκανικές χώρες και η Τουρκία.
Στα χημικά “B2B” δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων, ορισμένες εκ των οποίων έχουν αναπτύξει μικτή δραστηριότητα (παραγωγή και εισαγωγές-εμπορία), τόσο στα εξεταζόμενα προϊόντα όσο και στα χημικά με την ευρύτερη έννοια (συνδυασμός τελικών και ενδιάμεσων προϊόντων). Αρκετές από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο αποτελούν θυγατρικές πολυεθνικών εταιρειών.
Σημειώνεται ότι τα προϊόντα “B2B” απευθύνονται στη βιομηχανία για περαιτέρω επεξεργασία και παραγωγή άλλων χημικών προϊόντων, πριν την εφαρμογή τους στην τελική κατανάλωση. Επομένως, η ζήτησή τους επηρεάζεται από την πορεία των επιμέρους κλάδων εφαρμογής, μεταξύ των οποίων: τα χρώματα και τα βερνίκια, τα πλαστικά είδη, τα καθαριστικά και απορρυπαντικά, τα καλλυντικά, οι γραφικές τέχνες καθώς και τα αγροχημικά.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση των κυριότερων επιχειρήσεων χημικών “B2B” βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού που συντάχθηκε με βάση αντιπροσωπευτικό δείγμα 26 επιχειρήσεων του κλάδου για τη διετία 2015-2016, προέκυψαν τα εξής: το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 7,1% το 2016/15, γεγονός που οφείλεται στην ενίσχυση των απαιτήσεων (5,8%), των αποθεμάτων (14,6%) αλλά και των τραπεζικών διαθεσίμων (24%). Οι συνολικές πωλήσεις των 26 επιχειρήσεων του ομαδοποιημένου ισολογισμού αυξήθηκαν κατά 5% το 2016/15. Το μικτό κέρδος ενισχύθηκε κατά 6,8%, ενώ τα λειτουργικά κέρδη περιορίστηκαν κατά 1,3%. Μικρή θετική μεταβολή (1,2%) παρουσίασαν τα καθαρά κέρδη (προ φόρων) καθώς και τα κέρδη EBITDA (0,9%) την ίδια περίοδο.
Αναφορικά με τη διεθνή αγορά σημειώνονται τα εξής: το μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά χημικών (πωλήσεις σε αξία) απέσπασε και το 2016 η Κίνα με 39,6%. Ακολουθούν με διαφορά οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή αγορά για το 2016, το 27,2% των συνολικών πωλήσεων κατέλαβαν τα ειδικά χημικά και το 25,9% απέσπασαν τα πετροχημικά. Ακολουθούν τα πολυμερή με μερίδιο 21,6%, τα καταναλωτικά χημικά με 13,6% και τα βασικά με 11,7%.