Η δραματική μαρτυρία του Γεωργίου Θεοτόκη (φωτογραφία), Ελληνα καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Fatih της Κωνσταντινούπολης, ενός εκ των 60 εκδιωχθέντων ξένων πανεπιστημιακών από την Τουρκία, που γλίτωσε από την τρομοκρατία και τα πραγματικά πυρά για να επιστρέψει στην Ελλάδα και την αβεβαιότητα για το μέλλον του. Γράφοντας αποκλειστικά για το «Πρώτο Θέμα», περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο το χρονικό του πραξικοπήματος και απευθύνει το «καληνύχτα, Πόλη μου» στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Τουρκία, η οποία κανείς πλέον δεν ξέρει προς τα πού βαδίζει
Το σφάλμα μου ήταν ότι για πολύ καιρό πίστευα πως θα καταφέρω να «αποδράσω» από την Τουρκία πριν κορυφωθεί η ένταση. Με υπερβολική αισιοδοξία ή εθελοτυφλώντας μπροστά στους ξεκάθαρους οιωνούς, είχα την αφελή πίστη ότι θα κατάφερνα να ξεφύγω τα χειρότερα. Κι αυτό το πίστευα για αρκετό καιρό πριν από τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου, πολύ πριν μου ανακοινωθεί καν από το τουρκικό κράτος ότι εγώ, ο Γεώργιος Θεοτόκης, Ελληνας επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, από την 1η Ιουλίου και εξής θα ήμουν ανεπιθύμητος στην Τουρκία. Στις 9 Ιουνίου είχε προηγηθεί ανακοίνωση προς όλους τους διεθνείς καθηγητές του πανεπιστημίου Φατίχ, η οποία ανέφερε πως το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης της Τουρκίας αρνήθηκε να υπογράψει τις άδειες εργασίας περίπου 60 ξένων καθηγητών για το προσεχές ακαδημαϊκό έτος (2016-’17). Αυτό σήμαινε ότι όλοι εμείς έπρεπε να αποχωρήσουμε από τη χώρα έως την 30ή Ιουνίου, οπότε και έληγε η τρέχουσα άδεια εργασίας μας. Ακολούθησε ένα σύντομο ταξίδι μου στην Αθήνα, ώστε να επιστρέψω πίσω στην Τουρκία με τουριστική βίζα 90 ημερών προκειμένου να προετοιμάσω τη μόνιμη μετεγκατάστασή μου στην Ελλάδα.
Γυρίζοντας στην Πόλη, βέβαια, είχα την ατυχία να διαπιστώσω ότι είχε γίνει διάρρηξη στο διαμέρισμά μου. Λίγες ώρες πριν από την άφιξή μου, σύμφωνα με έναν γείτονα, άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου και έκλεψαν έναν φορητό υπολογιστή. Το αξιοπρόσεκτο ήταν ότι οι εισβολείς είχαν αφήσει επιδεικτικά πάνω στο τραπέζι τον χρυσό σταυρό που μου είχε δωρίσει ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Κρίνοντας με βάση το συγκεκριμένο στοιχείο, κυρίως, αρκετοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να μου πουν πως αυτή η διάρρηξη δεν ήταν μια απλή διάρρηξη! Το χρονικό του τρόμου 15 Ιουλίου, ώρα 10 μ.μ.: Τι κάνει ένας κουρασμένος πανεπιστημιακός με τη γυναίκα του μια τυπική Παρασκευή βράδυ; Απολαμβάνει μια ταινία στο σπίτι, ελπίζοντας σε ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο. Μια πρώτη ειδοποίηση ότι υπάρχει ασυνήθιστη κινητικότητα σε μία από τις δύο γέφυρες του Βοσπόρου που ενώνουν την ασιατική με την ευρωπαϊκή πλευρά της Πόλης, αποτέλεσαν κάποια σχόλια στο Facebook σε γκρουπ για ξένους πολίτες στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιοι ανέφεραν μάλιστα ότι στρατιώτες είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος της γέφυρας. Παρόμοια σχόλια μιλούσαν για στρατιωτικά οχήματα έξω από το κεντρικό αεροδρόμιο «Κεμάλ Ατατούρκ». Μέσα στην επόμενη ώρα είχε καταστεί σαφές ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν. Αμέσως τα τηλέφωνα πήραν φωτιά, καθώς προσπαθούσαμε να μάθουμε τι πραγματικά συνέβαινε. Ενας Αρμένιος φίλος μου, που ζει στην Πόλη και γνωρίζει τουρκικά, μου τηλεφώνησε να με προειδοποιήσει ότι τα τοπικά μέσα ενημέρωσης λένε ότι ο Στρατός είχε αναλάβει την εξουσία.
■ Ωρα 12:25 π.μ.: Περιμέναμε να υπάρχει διακοπή της λειτουργίας του Διαδικτύου και της ροής των ειδήσεων. Μαθαίνουμε, όμως, ότι ο Ερντογάν θα απευθύνει διάγγελμα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε τέτοιες στιγμές κρίνεται ο χαρακτήρας ενός ηγέτη: Θα καλέσει σε συμφιλίωση έναν διχασμένο λαό ή θα κλιμακώσει επιπλέον την ένταση στο εσωτερικό της χώρας; «Ο λαός να βγει στους δρόμους να υπερασπιστεί τη δημοκρατία» ήταν η επιθυμία-κραυγή ενός ηγέτη που μαχόταν να διατηρήσει τα κεκτημένα. Και ο φόβος αμέσως άρχισε να με κυριεύει. Τι θα γίνει αν ο λαός πραγματικά βγει στους δρόμους για να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια του Στρατού; Τι θα συμβεί εάν ένας φοβισμένος, ανήσυχος ή άπειρος αξιωματικός διατάξει τους φαντάρους να ανοίξουν πυρ εναντίον των διαδηλωτών; Εφιάλτης με τραγικούς παραλληλισμούς σε Ουκρανία, Αίγυπτο και Συρία!
■ Ωρα 1 π.μ.: Να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε τι γίνεται… Το διαμέρισμά μας βρισκόταν 10 λεπτά από την πλατεία Ταξίμ και σε παράλληλο δρόμο της κεντρικής λεωφόρου Ταρλάμπασι, που συνδέει τον Κεράτιο Κόλπο με την Ταξίμ. Σαν να είχα ζητήσει εισιτήριο στην πρώτη σειρά ενός θεάτρου του παραλόγου: δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι έβλεπα ανθρώπους να πηγαίνουν στο γωνιακό παντοπωλείο και να γυρίζουν με μπουκάλια εμφιαλωμένο νερό και τσάντες με τρόφιμα. «Εμείς τι κάνουμε;». «Ας περιμένουμε λίγο να δούμε πώς θα εξελιχθεί το πράγμα» Οι ιμάμηδες από τα τζαμιά καλούσαν τον κόσμο να βγει στους δρόμους, ενώ οι προσευχές που ακούγονταν ήταν αυτές που διαβάζονται όταν κάποιος πεθαίνει. Μιλούσαν για τον θάνατο της τουρκικής δημοκρατίας. Πυροβολισμοί – τίποτα το παράξενο, βέβαια, σε μια χώρα όπου ένας στους τρεις πολίτες έχει όπλο στο σπίτι. Ο ήχος όμως πυροβόλων να βάλλουν από τη μεριά της Ταξίμ μάς έκανε να ανατριχιάσουμε. Ακολουθήσαμε τη συμβουλή συγγενών και φίλων να μείνουμε στο σπίτι, μακριά από παράθυρα και να περιμένουμε το ξημέρωμα. Κανένα συγκλονιστικό νέο από τα διάφορα μέσα ενημέρωσης στην αγγλική! Βέβαια, είχε γίνει ήδη ξεκάθαρο πως οι πραξικοπηματίες προέρχονταν από μια μερίδα του Στρατού που συνδεόταν με το «κίνημα» Τζεμάατ του Φετουλάχ Γκιουλέν. Αυτό αποτελούσε μια επιπλέον ανησυχία για μένα προσωπικά, καθώς το πανεπιστήμιο στο οποίο δίδασκα, το Φατίχ, διαδραματίζει ενεργό ρόλο στο «κίνημα» του Γκιουλέν…
■ Ωρα 3 π.μ.: Μαχητικά πετούν σε πολύ χαμηλό ύψος. Ακούγονται εκρήξεις πάνω από το σπίτι μας. «Θεέ μου, άρχισαν να βομβαρδίζουν κόσμο». Επρόκειτο, βέβαια, για αεροσκάφη που έκαναν ελιγμούς πάνω από την Πόλη και η επιτάχυνσή τους, πέραν του φράγματος της ταχύτητας του ήχου, προκαλούσε τον εκκωφαντικό πάταγο της έκρηξης. Αργότερα μάθαμε ότι οι συγκεκριμένοι πιλότοι ανήκαν στους πραξικοπηματίες. Αποσκοπούσαν στο να εκφοβίσουν τους πολίτες και να τους αναγκάσουν να κλειστούν -σαν κι εμάς- στα σπίτια τους. Ανοίγουμε τα κινητά μας και διαβάζουμε ότι εκείνη την ώρα προσγειωνόταν το αεροσκάφος του Ερντογάν στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ»! Οι εκρήξεις ακούγονταν η μία μετά από την άλλη κάθε 5-10 λεπτά, επί περίπου μία ώρα. Ωσπου, κατά τις 4.30 π.μ. τα πράγματα ησύχασαν. Το Σάββατο ξημέρωσε μια διαφορετική Τουρκία. Για εμένα και τη σύζυγό μου, όμως, μάλλον άρχιζε μια νέα φάση μιας πολυετούς περιπέτειας. Η φράση «καλώς ήλθατε στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος” της Αθήνας» που θα ακούγαμε σε μερικές ώρες ήταν ίσως η πιο γλυκιά ειδοποίηση που έχω ακούσει στην έως τώρα ζωή μου. Σηματοδότησε το τέλος μιας αεροπορικής πτήσης ο τελικός προορισμός της οποίας, η Αθήνα, για εμένα είναι περισσότερο φορτισμένος συμβολικά από ποτέ άλλοτε. Συμβολίζει τη λύτρωση από μια περίοδο παρατεταμένης ανησυχίας και φόβου, αλλά και ένα λιμάνι-σταθμό για περισυλλογή και ανασυγκρότηση δυνάμεων, αφού το μέλλον πλέον είναι αβέβαιο.
Δύο φορές διωγμένος Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, στην αρχή της προσωπικής μου διαδρομής από την Ελλάδα, στην Τουρκία και πίσω ξανά στην Ελλάδα θα πρέπει να σημειώσω ότι ανήκω στη γενιά των Ελλήνων που ξενιτευτήκαμε σε νεαρή ηλικία. Αφού ολοκλήρωσα τις προπτυχιακές μου σπουδές στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας, μετακόμισα στη Γλασκώβη για μεταπτυχιακές σπουδές. Η ρότα μου με έβγαλε ακόμα και στις ΗΠΑ, στο πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ της Ιντιάνα, για μια εξάμηνη σύμβαση ερευνητικού έργου. Η αναζήτηση, όμως, μιας θέσης πανεπιστημιακού λειτουργού αποτελούσε, ίσως, την πιο δύσκολη και γεμάτη προκλήσεις πορεία που είχα χαράξει έως τότε. Παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα θα άρχιζαν τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι φανταζόμουν, όταν γεμάτος φιλοδοξίες και όνειρα άρχιζα την ακαδημαϊκή μου καριέρα στην Πόλη. Εχοντας στείλει πάμπολλα βιογραφικά σε χώρες της Ευρώπης, καθώς και στις ΗΠΑ, η τελευταία μου ελπίδα ήταν ένα ιδιωτικό τούρκικο πανεπιστήμιο στα προάστια της Κωνσταντινούπολης ονόματι Φατίχ («Πορθητής» στα τούρκικα). Το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα προβάλλει ένα διεθνές προφίλ οργάνωσης και διδασκαλίας. Μου ζητήθηκε από τη διοίκηση του πανεπιστημίου να διδάξω Μεσαιωνική και Βυζαντινή Ιστορία στον αγγλικό τομέα του Τμήματος Ιστορίας: «Να προσλάβουν Ελληνα να διδάξει Βυζαντινή Ιστορία; Αυτό αποκλείεται!», άκουσα να λέγεται πολλές φορές πριν λάβω θετική απάντηση στην αίτησή μου, τον Ιούνιο του 2013. «Ισως τα πράγματα να αλλάζουν. Ισως οι Τούρκοι πανεπιστημιακοί να είναι πιο ανοιχτόμυαλοι από τους Ελληνες. Ποτέ δεν ξέρεις», ήταν μερικές από τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό μου καθώς έφτιαχνα τις βαλίτσες μου για την Πόλη. Γνώριζα την πολυτάραχη πολιτική ζωή της γειτονικής χώρας πολύ πριν πάρω την απόφαση να μετακομίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Επίσης γνώριζα την άρρηκτη σύνδεση του πολιτικού με τον κοινωνικό βίο, αλλά και τον ρόλο του Ισλάμ στην καθημερινή ζωή των Τούρκων πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης. Ποτέ μου, βέβαια, δεν είχα ακούσει τα ονόματα Γκιουλέν και Τζεμάατ και φυσικά δεν ήξερα ότι το πανεπιστήμιό «μου» ανήκε ενεργά στο «κίνημα» ενός θρησκευτικού ηγέτη με έδρα την Πενσιλβανία των ΗΠΑ, ο οποίος και έμελλε να εναντιωθεί στον πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ευθύς εξαρχής μου είχε γίνει σαφές ότι το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο εναντιώνεται στις κυβερνητικές πολιτικές, αλλά με καθησύχασαν λέγοντας ότι οι ξένοι καθηγητές δεν πρέπει να ανησυχούν. Επρόκειτο για μια έμμεση συμβουλή να «κοιτάζω τη δουλειά μου» και να μην ανακατευτώ στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας. Και ακολούθησα αυτή τη συμβουλή κατά γράμμα, ελπίζοντας ότι «δεν θα με πάρει η μπάλα». Μια ερώτηση που μου έχει γίνει πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες αφορά στο κατά πόσον δέχτηκα οποιουδήποτε είδους πολιτική πίεση από δημόσιο φορέα κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο Φατίχ. Η απάντηση είναι αρνητική και αυτό διότι οι συναναστροφές των ξένων καθηγητών με το τουρκικό κράτος είναι ελάχιστες.
Ολες τις επίσημες ή τυπικές διαδικασίες αναλάμβανε να τις διεκπεραιώσει η γραμματεία του πανεπιστημίου. Μάλιστα, το 2014, το τουρκικό υπουργείο Παιδείας -συγκεκριμένα το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης- ενέκρινε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για την πρόσκληση ξένου καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας από το Φατίχ με σκοπό την εκπλήρωση ερευνητικού έργου στην Τουρκία υπό την προσωπική μου εποπτεία. Το πραξικόπημα ελλόχευε Τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται από τους πρώτους μήνες του 2015, όταν δύο νέες αιτήσεις για ερευνητική χρηματοδότηση απορρίφθηκαν χωρίς αιτιολόγηση από τον προαναφερθέντα κρατικό φορέα. Σύμπτωση; Ισως – αν και η περίπτωση ενός Ελληνα καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Φατίχ σίγουρα δεν ήταν τυχαία: η αίτηση που είχε υποβάλει ο Ν.Χ. προς το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης για την πρόσληψή του όχι μόνο καθυστέρησε πολλούς μήνες να ολοκληρωθεί, με συνέπεια να μην μπορεί να αρχίσει η διαδικασία μισθοδοσίας του, αλλά η τελική απόφαση, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, επέστρεψε αρνητική και μάλιστα χωρίς ουσιαστική αιτιολόγηση. Ηδη από τον Ιούνιο του 2015 η κατάσταση στην Τουρκία γενικότερα χειροτέρευε αισθητά, με την εκδήλωση μιας σειράς τρομοκρατικών χτυπημάτων στο νοτιοανατολικό της τμήμα, αλλά και στις δυο μεγαλύτερες πόλεις, την Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα.
Οι συζητήσεις για το ποιος κρυβόταν πίσω από τις επιθέσεις έδιναν και έπαιρναν, εντός και εκτός πανεπιστημιακών χώρων. Πέραν όμως της ανησυχίας και του φόβου, η αγανάκτηση για τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων κυριαρχούσε σε όλες τις συζητήσεις, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Το πολιτικό κλίμα των τελευταίων ημερών, αυτό που ζήσαμε από το βράδυ της 15 Ιουλίου και εξής, αποτελεί την κλιμάκωση μιας παρατεταμένης περιόδου αστάθειας και τρόμου, η οποία και στιγμάτιζε την τουρκική κοινωνία τους τελευταίους 12 μήνες. Υπό την ιδιότητά μου ως ενός ξένου που εργαζόταν σε πανεπιστημιακό ίδρυμα, προσωπικά ερμηνεύω ως εξίσου σημαντικό με τους προηγούμενους έναν άλλο παράγοντα: στη διαδικασία αποσταθεροποίησης της τουρκικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια έχει συμβάλει καθοριστικά η σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, του κοσμικού και του θρησκευτικού. Κοιτάζοντας τον χάρτη με τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών του Αυγούστου 2014, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί εύκολα το πόσο διχασμένη μπορεί να είναι μια χώρα. Στην Τουρκία υπάρχουν από τη μία πλευρά οι ψηφοφόροι του ΑΚΡ, δηλαδή του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν, το οποίο προβάλλει ένα συντηρητικό, ισλαμικό προφίλ.
Από την άλλη βρίσκονται τα υπόλοιπα κόμματα, με περισσότερο κοσμικές αρχές. Πρόκειται για δύο κόσμους που εδώ και χρόνια ακολουθούν τροχιά σύγκρουσης και το μόνο αβέβαιο είναι ο βαθμός της βίαιης αντίδρασης του ενός στα σχέδια του άλλου. Πάντως, το γεγονός ότι όλα τα κόμματα του Τουρκικού Κοινοβουλίου έσπευσαν να καταδικάσουν την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης αποτελεί σημάδι πως όλοι οι πολιτικοί παράγοντες της Τουρκίας αναγνώρισαν την κρισιμότητα της κατάστασης. Γι’ αυτό και απέφυγαν περαιτέρω αποσταθεροποίηση, η οποία, πιθανότατα, θα οδηγούσε ακόμα και σε εμφύλιο πόλεμο. Ωστόσο, καμία μελέτη των ιδιαιτεροτήτων της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής, τίποτα απολύτως δεν θα μπορούσε να με προετοιμάσει για τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Γνωρίζοντας το πολιτικό παρελθόν της χώρας, πολλοί ήταν εκείνοι που περίμεναν μια αντίδραση των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική «ευνουχισμού» του Στρατού που εφάρμοζε ο Ερντογάν, αλλά και ενάντια σε διάφορα μέτρα τα οποία έχουν παρθεί από την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Μέτρα που εναντιώνονται στις κοσμικές, κεμαλικές αξίες, των οποίων θεματοφύλακας στην Τουρκία θεωρείται ο Στρατός.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από μερικούς μήνες, την άνοιξη του 2016, πληροφορήθηκα πως η τουρκική κυβέρνηση είχε συμπεριλάβει το «κίνημα» Τζεμάατ του Φετουλάχ Γκιουλέν -στο οποίο, όπως προανέφερα, ανήκει και το πανεπιστήμιο Φατίχ- στη λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, μαζί με το κουρδικό PKK! Μετά από αυτό, ίσως να εθελοτυφλούσα θεωρώντας ότι θα προλάβω να «δραπετεύσω» από τη χώρα πριν να είναι πια αργά. Οπως όμως περιέγραψα στην αρχή αυτού του κειμένου, τα γεγονότα με πρόλαβαν. Η Τουρκία που μένει πίσω Τα ξημερώματα του Σαββάτου 16 Ιουλίου ο φόβος και η ανησυχία ήταν διάχυτα στους δρόμους. Αποφασίσαμε να βγούμε από το σπίτι μας και να κινηθούμε προς το Τζιχανγκίρ, μια συνοικία της Κωνσταντινούπολης περίπου 15 λεπτά μακριά από την πλατεία Ταξίμ. Εκείνη την ώρα μόνο ταξί και οδοκαθαριστές υπήρχαν στους δρόμους. Ούτε Αστυνομία, ούτε Στρατός! Ευτυχώς. Εμείς όμως έπρεπε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προς την Ελλάδα και προς ένα άδηλο μέλλον. Σε ό,τι αφορά το πανεπιστήμιό μου, όμως, το μέλλον του Φατίχ είναι χωρίς καμία αμφιβολία αβέβαιο. Ενώ γράφω αυτές τις σελίδες, επικοινωνώ με φίλη και συνάδελφό μου από το Φατίχ, η οποία με πληροφορεί πως το πανεπιστήμιο άλλαξε ονομασία σε Yeni Fatih Universitesi (Νέο Πανεπιστήμιο Φατίχ), ενώ απέκτησε και πρυτανική επιτροπή διορισμένη από την κυβέρνηση. Το μέλλον της Τουρκίας; Εξίσου αβέβαιο. Ποιος τελικά θα επικρατήσει; Ισως ακούγεται εγωιστικό, αλλά δεν με ενδιαφέρει να μάθω. Με ενδιαφέρουν οι φοιτητές μου, οι οποίοι νιώθουν παγιδευμένοι σε μια χώρα που ταλανίζεται ψάχνοντας να βρει την πορεία της. Ενας φοιτητής μου που αποφοίτησε μόλις πριν από δύο μήνες και έφυγε κατευθείαν για το κέντρο εκπαίδευσης του Στρατού στην Αγκυρα, βρέθηκε με μετάθεση στην βόρεια Κύπρο πριν από μερικές εβδομάδες.
Μόλις άκουσα πως οι στρατιωτικές μονάδες στη βόρεια Κύπρο πήραν το μέρος των πραξικοπηματιών, του έστειλα μήνυμα στο Facebook. Ακόμα περιμένω απάντηση. Και τι μπορώ να πω για μια κοινωνία η οποία, παρά το τραγικό και πολυτάραχο παρελθόν της, αντιμετωπίζει με τέτοιον τρόπο τα παιδιά της; Εννοώ, φυσικά, τους απλούς Τούρκους φαντάρους οι οποίοι, όπως υποστηρίζουν, απλώς διατάχθηκαν να μπουν στα στρατιωτικά οχήματα στο «πλαίσιο μιας άσκησης». Σαφώς και τους πιστεύω, μια και όλοι οι Ελληνες έχουμε υπηρετήσει τη στρατιωτική μας θητεία και γνωρίζουμε πολύ καλά τις συνέπειες άρνησης εκπλήρωσης διαταγής από ανώτερους. Κλαίω μέσα μου για εκείνους τους φοιτητές μου που με συνάντησαν σε ένα καφέ στο Τζιχανγκίρ, λίγες ώρες πριν ξεκινήσω για το αεροδρόμιο, και μου είπαν: «Χότζαμ (Δάσκαλε), εσύ μπορείς να φύγεις από εδώ! Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είμαστε παγιδευμένοι!». «Φύγετε και κοιτάξτε το μέλλον σας. Ετσι έκανα κι εγώ. Και όταν έρθει η ώρα, θα γυρίσετε να αλλάξετε τη χώρα σας, διότι αυτό είναι το καθήκον σας ως νέα γενιά που είστε», απάντησα. Και η περιπέτεια, προς το παρόν τουλάχιστον, καταλήγει στο «καλώς ήλθατε στο αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος” της Αθήνας». Βγάζουμε μια τελευταία selfie με την αεροσυνοδό της πτήσης που ενδιαφέρθηκε να ακούσει περισσότερα για όσα περάσαμε στην Τουρκία τη νύχτα του πραξικοπήματος. Δεν μένει κάτι άλλο να ειπωθεί παρά «καληνύχτα, Πόλη μου!».