Του Γιάννη Μακρυγιάννη
Το μακρύ τούνελ που έχει ακόμη μπροστά της η ελληνική οικονομία για να βγει από την κρίση και τη στασιμότητα, φέρνουν στην επιφάνεια οι τελευταίες έμμεσες αλλά σαφείς παραδοχές των κυβερνώντων για τις δυσκολίες που θα έχει η διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους.
Ο φόβος της κυβέρνησης ότι οι γερμανικές εκλογές του 2017 θα φέρουν εμπόδια σε μία γενναία συμφωνία μέχρι το τέλος του 2016 ήταν φανερός ακόμη και από τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ, παρότι ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι είμαστε πιο κοντά από ποτέ στη λύση του προβλήματος. Σε πολλές αποστροφές του λόγου του ο κ. Τσίπρας συνέδεσε το θέμα με τις εσωτερικές εξελίξεις στη Γερμανία, παραδεχόμενος εμμέσως τα προσκόμματα που θα βάλει το Βερολίνο και επιχειρώντας να υποβαθμίσει το ρόλο της Μέρκελ στο όλο θέμα, επικαλούμενος και τις θετικές διαθέσεις άλλων δανειστών.
Η δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη ότι η διαδικασία απομείωσης του χρέους θα πάει και μετά το 2018, παρότι επιχειρήθηκε στη συνέχεια και αφού προκάλεσε σφοδρή αντιπαράθεση να διευκρινιστεί, είναι ουσιαστικά μία προσπάθεια για να μην μειωθούν οι προσδοκίες και να μην επέλθει ολοκληρωτική απογοήτευση εάν οι σχετικές συζητήσεις τους αμέσως επόμενους μήνες ναυαγήσουν.
Το αφήγημα της κυβέρνησης για έξοδο από την κρίση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ρύθμιση για το χρέος και υπάρχει ο κίνδυνος, εάν αυτή η ρύθμιση δεν έλθει γρήγορα να προκληθούν αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία της οικονομίας και τη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος.
Ήδη η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει ένα βήμα πίσω και να υποβαθμίσει τις προσδοκίες που είχε την άνοιξη, όταν είδε ότι στο eurogroup της 24 Μαΐου, με την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, όταν διαπίστωσε ότι οι δεσμεύσεις των δανειστών ήταν πολύ φειδωλές.
Ουσιαστικά στο Μαξίμου υπάρχει αμηχανία για το όλο θέμα. Γι’ αυτό και καθυστέρησε η ανακοίνωση της αντιπροεδρίας ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις του κ. Δραγασάκη, καθώς η κυβέρνηση θέλει από τη μια να κρατάει «ζωντανό» το όνειρο για μία γρήγορη συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους, αλλά από την άλλη αντιλαμβάνεται ότι ένα χαμήλωμα του πήχη των προσδοκιών, ίσως είναι χρήσιμο για να μην καταγραφεί μία ακόμη αποτυχία στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους. Άλλωστε πρόκειται για ένα θέμα, που εν πολλοίς εξαρτάται από τις διαθέσεις των εταίρων και λιγότερο από την τακτική της Αθήνας και είναι σαφές ότι εάν το Βερολίνο κρίνει ότι δεν πρέπει να δοθεί τώρα η συμφωνία, πολύ δύσκολα η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιβάλλει αλλαγή αυτής της θέσης.
Το πρόβλημα που δημιουργείται ασφαλώς είναι ότι σε περίπτωση μη επίτευξης της συμφωνίας για το χρέος άμεσα, κινδυνεύει η συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και η ίδια η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και εφόσον τα πράγματα διαμορφώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως δεν υπάρχει και βιασύνη για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, αφού η κυβέρνηση δεν θα έχει να περιμένει ως αντάλλαγμα για υποχωρήσεις της μία γενναία ρύθμιση για το χρέος.
Είναι δε αναγκασμένη να διαμορφώσει ένα νέο σκηνικό, ώστε να πείσει πως δίνει σκληρή διαπραγματευτική μάχη και δεν «πιάνεται κορόιδο», στις συζητήσεις της με τους δανειστές. Και τουλάχιστον, εάν δεν κερδίσει τη συμφωνία για το χρέος, να κερδίσει χρόνο.