Του Γιάννη Μακρυγιάννη
Το φάσμα ενός αδιεξόδου και την επανάληψη της ιστορίας του 2014 ή και του Ιουλίου 2015, αντιμετωπίζει ο Αλέξης Τσίπρας μετά την αδιάλλακτη στάση των δανειστών, που επιμένουν σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για μετά το 2018, απαιτώντας να καλυφθούν αυτά με νέα σκληρά μέτρα περικοπών συντάξεων και επιβολής φόρων. Την αίσθηση αυτή ενισχύει η αναβίωση των απειλών για Grexit από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν συμφωνήσει με τις ακραίες απαιτήσεις της τρόικας.
Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στις διαπραγματεύσεις είναι εκρηκτικό, αφού υπάρχει ακόμη τεράστια απόσταση Αθήνας και δανειστών, με αποτέλεσμα η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης να απομακρύνεται για τον Ιανουάριο τουλάχιστον. Συνέπεια αυτού είναι να καθυστερεί όλο και περισσότερο η αποκατάσταση της κανονικότητας που ήθελε η κυβέρνηση για την οικονομία, ώστε να εμπεδωθεί η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και να επιτευχθούν οι δύσκολοι στόχοι για το 2017.
Η ανησυχία φάνηκε και στη συνεδρίαση που είχε το βράδυ της Τετάρτης, παρουσία του κ. Τσίπρα το πολιτικό συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο επιβεβαίωσε την αρνητική στάση του κόμματος στην γερμανική πίεση για να συμφωνήσει η κυβέρνηση για δεκαετή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, ενώ ενέκρινε την έναρξη μίας προσπάθειας πολιτικής διαπραγμάτευσης από τον πρωθυπουργό με τους ευρωπαίους εταίρους για την επίτευξη μίας συμφωνίας, που θα υπερβαίνει το σημερινό χάσμα με πολιτικούς όρους.
Ο μεγάλος φόβος της κυβέρνησης είναι ότι η κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί ένα αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις όπως έγινε με την ε’ αξιολόγηση του δεύτερους προγράμματος το 2014 επί Σαμαρά, ή ακόμη χειρότερο να της τεθούν διλλήματα ανάλογα με εκείνα τον Ιούλιο του 2015, όταν αναγκάστηκε να υπογράψει η ίδια το τρίτο μνημόνιο. Και στις δύο περιπτώσεις το πολιτικό πρόβλημα θα είναι τεράστιο, αφού και το αδιέξοδο του 2014 και εκείνο του 2015 οδήγησαν σε εκλογές! Κάπως έτσι άλλωστε είναι και τα σημερινά δεδομένα: εάν η κυβέρνηση κληθεί τελικά, υπό την πίεση του ΔΝΤ και του Βερολίνου να ψηφίσει νέα μέτρα, δεχόμενη ουσιαστικά ένα μνημόνιο «3plus», όπως λέγεται ή ένα τέταρτο μνημόνιο, με παράταση της επιτροπείας και της λιτότητας τουλάχιστον έως το 2020, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να επιλέξει ή στο συμβιβασμό και την υπογραφή ή στην προσφυγή σε κάλπες.
Η πολιτική διαπραγμάτευση, με στόχο να πειστούν οι Εευρωπαίοι ηγέτες να μην αναζωπυρωθεί η ελληνική κρίση, εν μέσω πολιτικών αναταράξεων στην Ευρώπη, είναι το τελευταίο χαρτί του κ. Τσίπρα. Με τους μέχρι τώρα συμμάχους του όμως να είναι αποδυναμωμένοι ή και παραιτημένοι (Ολάντ, Ρέντσι) οι ελπίδες του περιορίζονται μάλλον στην κατανόηση από τον Άνγκελα Μέρκελ, γεγονός που καθιστά δύσκολο έως έωλο και το ίδιο το εγχείρημα της πολιτικής συμφωνίας, καθώς ο πιο ισχυρός συμπαραστάτης μίας τέτοιας προσπάθειας είναι η Κομισιόν.
Η κρυφή ελπίδα της κυβέρνησης είναι να μην μπει τελικά το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Να τα σπάσει δηλαδή το Ταμείο με τη γερμανική κυβέρνηση, εξαιτίας των διαφορών που έχουν ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα, τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος. «Την είσοδο του ΔΝΤ στο πρόγραμμα επιθυμεί διακαώς το Βερολίνο και άρα εκείνο θα πρέπει να κάνει τις αναγκαίες υποχωρήσεις όχι εμείς» λένε κυβερνητικά στελέχη, που όμως δεν κρύβουν το φόβο τους ότι η πίεση για υποχωρήσεις θα πέσει τελικά στον αδύναμο κρίκο, δηλαδή στην Αθήνα.