Η μελέτη περιγράφει ένα σύγχρονο και αποκεντρωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, με έμφαση στην κοινωνική ισότητα, την κλινική αποτελεσματικότητα και την οικονομική βιωσιμότητα.
Στο κείμενο που ακολουθεί, ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ Γιάννης Τούντας αναλύει τους λόγους που καθιστούν αναγκαία τη δημιουργία ενός “νέου ΕΣΥ” και περιγράφει συνοπτικά την οργάνωσή του.
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο του Καθηγητή Γ. Τούντα.
Λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της πανδημίας δόθηκε στη δημοσιότητα Έκθεση της διαΝΕΟσις για το «Νέο ΕΣΥ», την οποία συνέγραψαν επτά καθηγητές πανεπιστημίου από πέντε διαφορετικά ΑΕΙ. To ΕΣΥ, παρά την αναμφισβήτητη προσφορά του, η οποία επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και με την αποτελεσματική νοσοκομειακή περίθαλψη όσων νόσησαν από την Covid-19, δεν παύει να χαρακτηρίζεται από τις διαχρονικές παθογένειες της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της ανεπαρκούς διοίκησης και της έλλειψης σχεδιασμού, καθώς και από αξίες και προτεραιότητες που ανήκουν στην Ελλάδα του χθες και όχι στην Ελλάδα του σήμερα -και ακόμα λιγότερο στην Ελλάδα του αύριο.
Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ένα νοσοκομειοκεντρικό σύστημα υγείας, με ανεπαρκέστατη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και περιθωριοποιημένη Δημόσια Υγεία-Πρόληψη, ανίκανο να ανταποκριθεί στις ανάγκες υγείας σημαντικού ποσοστού του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα η Ελλάδα σήμερα να είναι η χώρα με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας σε όλη την Ευρώπη.
Για όλους αυτούς τους λόγους, υπάρχει ανάγκη για ένα “Νέο ΕΣΥ”, το οποίο θα διασφαλίζει την κλινική αποτελεσματικότητα, την οικονομική αποδοτικότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, με σύγχρονους θεσμούς οργάνωσης, διοίκησης, χρηματοδότησης.
Σε ό,τι αφορά την οργάνωση, η Έκθεση προτείνει την αύξηση των Υγειονομικών Περιφερειών (ΥΠΕ) από επτά που είναι σήμερα σε δεκατρείς, προκειμένου να αντιστοιχηθούν με τις υφιστάμενες δεκατρείς διοικητικές Περιφέρειες. Η αντιστοίχιση θα επιτρέψει τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθμού στη λειτουργία των ΥΠΕ, καθώς και την ανάπτυξη των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας ανάλογα με τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας, προκειμένου αυτές να καταστούν υγειονομικά αυτάρκεις.
Για τον σκοπό αυτό θα χρειαστεί επανασχεδιασμός του νοσοκομειακού χάρτη, με συγχωνεύσεις, αλλαγές χρήσης, δημιουργία νοσοκομειακών συμπλεγμάτων και δικτύων συνεργαζόμενων νοσοκομείων, καθώς και ανακατανομή κλινών, κλινικών και εργαστηρίων.
Η Έκθεση δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ολοκλήρωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), η οποία αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του συστήματος υγείας στη χώρα μας, αντί να είναι η ραχοκοκαλιά του, όπως συμβαίνει σε όλα τα προηγμένα συστήματα υγείας διεθνώς. Σημαντική πρόταση αποτελεί η υιοθέτηση του θεσμού της οικογενειακής ιατρικής, με επίκεντρο την οικογένεια και όχι το άτομο. Η οικογενειακή ιατρική θα παρέχεται από αντίστοιχες διατομεακές Δομές, με τη συμμετοχή των πρωτοβάθμιων μονάδων του ΕΣΥ, των μονάδων υγείας των Δήμων, καθώς και του συμβεβλημένου ιδιωτικού τομέα. Οι επιμέρους Δομές Οικογενειακής Ιατρικής θα συναποτελούν Μονάδες ΠΦΥ, οι οποίες θα εντάσσονται σε Ολοκληρωμένα Δίκτυα ΠΦΥ, ανά Δήμο ή ανά διαμέρισμα μεγάλων Δήμων. Τα Δίκτυα θα διοικούνται από Δ.Σ. τα οποία θα συνάπτουν συμβολαιακές συνεργασίες με τον ΕΟΠΥΥ, βασισμένες σε υπηρεσίες και τιμές που θα έχουν συμφωνηθεί.
Σε ό,τι αφορά την οργάνωση, προτείνονται καινοτόμες υπηρεσίες ηλεκτρονικής υγείας, καθώς και δημιουργία νέων κέντρων χρονίως πασχόντων, υπηρεσιών νοσηλείας στο σπίτι, κλινικών ημέρας, κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, ενθαρρύνονται οι συνεργασίες και οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα, πρακτική που εφαρμόζεται ευρέως σε όλη την Ευρώπη, με σκοπό την αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων και σύγχρονης τεχνολογίας προς όφελος του δημόσιου συστήματος υγείας.
Για τη δημιουργία αποτελεσματικής διοίκησης προτείνεται η δημιουργία Κέντρου Στρατηγικού Σχεδιασμού και Αξιολόγησης του ΕΣΥ, ενός ΝΠΙΔ το οποίο θα συλλέγει και θα επεξεργάζεται όλα τα δεδομένα από την καθημερινή λειτουργία των μονάδων του συστήματος και θα εισηγείται ανάλογα στα αρμόδια όργανα. Το υπουργείο Υγείας θα ασκεί επιτελικό και εποπτικό ρόλο σε όλη την επικράτεια και αντίστοιχο ρόλο θα ασκούν οι ΥΠΕ στις Περιφέρειες. Οι διοικητικές αρμοδιότητες μεταβιβάζονται στις διοικήσεις των μονάδων (νοσοκομεία, Δίκτυα ΠΦΥ, κ.ά.), ενώ στα νοσοκομεία προάγεται ισχυρή συναινετική διοίκηση με ενίσχυση των διοικητικών αρμοδιοτήτων της ιατρικής ιεραρχίας, και κυρίως των διευθυντών-συντονιστών.
Τα νοσοκομεία του ΕΣΥ μετατρέπονται σε ΝΠΙΔ (από ΝΠΔΔ που είναι σήμερα) προκειμένου να αποκτήσουν διαχειριστική αποτελεσματικότητα, διατηρώντας όμως τον δημόσιο χαρακτήρα τους ως θυγατρικές εταιρείες των ΥΠΕ (ΝΠΔΔ). Για τις εργασιακές σχέσεις των γιατρών στα νοσοκομεία, προτείνεται η σύνδεση του μισθού τους με το προσφερόμενο έργο και η υιοθέτηση ποικίλων μορφών απασχόλησης, ανάλογα με τη θέση στην ιεραρχία και τις εκάστοτε ανάγκες του νοσοκομείου.
Για την υλοποίηση του “Νέου ΕΣΥ”, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης. Για τον σκοπό αυτό, εκτός από την αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας τουλάχιστον κατά 1% του ΑΕΠ, προτείνεται η μετατροπή του ΕΟΠΥΥ σε ενιαίο μοναδικό πληρωτή, με αποκλειστική διαχείριση των εθνικών πόρων για τις δημόσιες δαπάνες υγείας. Ο ΕΟΠΥΥ θα συμβάλλεται με τις μονάδες του ΕΣΥ και του ιδιωτικού τομέα με κριτήρια κόστους και ποιότητας, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό περιβάλλον ελεγχόμενου ανταγωνισμού, το οποίο θα συμβάλλει στην αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Προτείνονται επίσης, μεταξύ άλλων, η ενσωμάτωση των ιδιωτικών πληρωμών και παραπληρωμών στην επίσημη χρηματοδοτική διαδικασία με τη μορφή συνασφάλισης ή συμπληρωματικής ασφάλισης, καθώς και η διαμόρφωση ενός δομικά σταθερού και λειτουργικού πλαισίου τιμών, με γνώμονα την άριστη χρήση των πόρων υγείας και τη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποδοτικότητας.
Η Έκθεση περιλαμβάνει, επίσης, προτάσεις για την ενίσχυση του τομέα της Δημόσιας Υγείας, παρά το γεγονός ότι αυτός αποτελεί πυλώνα της πολιτικής υγείας ξεχωριστό από το ΕΣΥ. Η αντιμετώπιση της πρόσφατης πανδημίας και η ανάδυση νέων επιδημιών τα τελευταία σαράντα περίπου χρόνια, καθώς και τα κρίσιμα ζητήματα των περιβαλλοντικών και εργασιακών κινδύνων και των κοινωνικών και συμπεριφορικών παραγόντων που επιδρούν στην υγεία, καθιστούν αναγκαία την αναβάθμιση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι επιχειρεί ο σχετικός νόμος που ψηφίστηκε λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία. Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι η άμεση δημιουργία κεντρικής υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας, με ισχυρές διευθύνσεις ανά ΥΠΕ, η οποία θα λειτουργεί σε στενή συνεργασία με την ΠΦΥ και την ΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, εκτός από τις αναγκαίες προσλήψεις, πρωτίστως νοσηλευτικού προσωπικού, άμεσης προτεραιότητας μέτρα κρίνονται η έναρξη της ειδικότητας κοινωνικής ιατρικής-δημόσιας υγείας και η εκπαίδευση περισσότερων γενικών ιατρών οικογενειακής ιατρικής.
Στη συγγραφή της Έκθεσης συμμετείχαν εκτός από τον υπογράφοντα οι καθηγητές Γιάννης Κυριόπουλος, Χρήστος Λιονής, Μιλτιάδης Νεκτάριος, Κυριάκος Σουλιώτης, Γιάννης Υφαντόπουλος, Τάσος Φιλαλήθης. *Ο Γιάννης Τούντας είναι Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις.