Συγκριτική αξιολόγηση της ελληνικής αγοράς σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων και σταθερής τηλεφωνίας, με βάση οικονομικούς δείκτες και σε σχέση με άλλα επιλεγμένα κράτη-μέλη της ΕΕ στο διάστημα 2018 – 2023, διενήργησε η EETT σε συνεργασία με την σουηδική εταιρία TEFFICIENT (https://tefficient.com/). Η TEFFICIENT είναι μια διεθνώς αναγνωρισμένη μελετητική εταιρία που διαφοροποιείται μεθοδολογικά από τις υπόλοιπες στην αγορά, κυρίως λόγω της χρήσης πραγματικών οικονομικών δεδομένων των παρόχων, αντί διαφημιζόμενων ή εκτιμώμενων στοιχείων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η ανάλυση με βάση πραγματικά δεδομένα χρήσης και πραγματικά έσοδα των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (σύμφωνα με τους ισολογισμούς των παρόχων), αποτελεί την “state-of-the-art” μεθοδολογία διεθνώς για την αξιολόγηση των τιμών, σε αντιδιαστολή με αναλύσεις που βασίζονται σε διαφημιζόμενες οικονομικές προσφορές, οι οποίες παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα μεθοδολογίας, όπως:
Οι συγκεκριμένες μεθοδολογίες δεν αξιολογούν τις προσφορές που (στις περισσότερες περιπτώσεις) γίνονται σε συνδρομητές στο πλαίσιο της ανανέωσης των συμβολαίων τους ή/και της αξιολόγησης του ενδεχομένου μετακίνησής τους σε άλλο πάροχο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαφημιζόμενες οικονομικές προσφορές, στους ιστοχώρους των παρόχων, και εκείνες των τελικών συμβολαίων, αποκλίνουν σημαντικά.
Οι συγκρίσεις διαφημιζόμενων τιμών από τους ιστοχώρους των παρόχων αποτελούν σε κάθε περίπτωση συγκρίσεις «στιγμιότυπων», αφού αποτυπώνουν τιμές τη στιγμή κατά την οποία γίνεται η συλλογή των δεδομένων. Άρα, σε αυτές δεν αποτυπώνεται σε καμία περίπτωση συστηματικά η δυναμική της αγοράς διαχρονικά ή/και κάποιο συγκρίσιμο μέγεθος που μπορεί να λειτουργεί ερμηνευτικά, με τρόπο χρήσιμο, για τον αναγνώστη της μελέτης.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν επιλεγεί δώδεκα χώρες της ΕΕ και συγκεκριμένα η Γαλλία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κροατία, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ολλανδία και η Ελλάδα, οι οποίες υπόκεινται σε ένα εναρμονισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο. Τα δεδομένα της έρευνας βασίζονται στις επίσημες στατιστικές εκθέσεις από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕΤΤ. Τα αντίστοιχα αποτελέσματα παρουσιάζονται με ή/και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές προσαρμογές με βάση τα συγκριτικά επίπεδα τιμών (Comparative Price Levels – CPLs) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Τα κυριότερα ευρήματα της έρευνας για την ελληνική αγορά σταθερών ευρυζωνικών υπηρεσιών (πρόσβαση στο διαδίκτυο και τηλεφωνία) στο διάστημα 2018 – 2023, συνοψίζονται ως εξής:
Για τις σταθερές ευρυζωνικές συνδέσεις (πρόσβαση στο διαδίκτυο μόνο), η Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες:
- έχει το χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη (10.3 ευρώ), αλλά παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση με σύνθετο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) μεγαλύτερο από τη διάμεση τιμή.
- έχει το χαμηλότερο ποσοστό συνδρομητών που χρησιμοποιούν οπτική ίνα (8%) και υπηρεσίες με ταχύτητα τουλάχιστον 100 Mbit/s,
- παρουσιάζει όμως τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης συνδρομητών σε συνδέσεις οπτικής ίνας με σύνθετο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR 83%) μεγαλύτερο από τη διάμεση τιμή (19%)
- βρίσκεται κάτω από τη διάμεση τιμή στη χρήση δεδομένων (237GB) αλλά παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση από όλες τις χώρες (+28%)
- έχει τα χαμηλότερα έσοδα ανά GB (0,04 ευρώ το 2023), με πτωτική τάση (σύνθετο ετήσιο ρυθμό μείωσης 19%, μεγαλύτερο της διάμεσης τιμής 15%.
Για τη σταθερή τηλεφωνία, η Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες:
- έχει μέσο έσοδο ανά χρήστη (14.1 ευρώ ανά μήνα το 2023) μεγαλύτερο από τη διάμεση τιμή, με σύνθετο ετήσιο ρυθμό μείωσης (CAGR) ίσο με τη διάμεση τιμή
- έχει τη μεγαλύτερη χρήση φωνής από όλες τις χώρες (174 λεπτά ανά μήνα το 2023) και ρυθμό μείωσης μικρότερο από το μέσο όρο (7% με διάμεση τιμή 9%)
- έχει έσοδα ανά λεπτό λιγότερα από τη διάμεση τιμή (0.08 ευρώ ανά λεπτό) με επιταχυνόμενο ρυθμό αύξησης (3%) μεγαλύτερο από τη διάμεση τιμή (0%) .
Από τη συνολική ανάλυση προκύπτει ότι οι συνδρομητές σταθερής ευρυζωνικής σύνδεσης στην Ελλάδα πληρώνουν τα λιγότερα συγκριτικά με τις άλλες χώρες, γεγονός που ευθυγραμμίζεται με τις χαμηλότερες ταχύτητες και τις λιγότερες συνδρομές υψηλής ταχύτητας που υπάρχουν. Από την άλλη πλευρά, οι χρήστες σταθερής τηλεφωνίας πληρώνουν πάνω από τη διάμεση τιμή, αλλά έχουν και τη μεγαλύτερη χρήση φωνής, με αποτέλεσμα τα έσοδα ανά λεπτό να είναι κάτω της διάμεσης τιμής.
Το μείγμα σταθερών ευρυζωνικών τεχνολογιών στην Ελλάδα είναι ένα από τα λιγότερο προηγμένα μεταξύ των χωρών που εξετάζονται, με τη χαμηλότερη μέση ταχύτητα σύνδεσης (download) και το χαμηλότερο ποσοστό συνδρομών που προσφέρουν 100 Mbit/s ή παραπάνω, παρουσιάζοντας όμως τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης συνδρομητών σε συνδέσεις οπτικής ίνας. Η χρήση δεδομένων ανά συνδρομητή είναι επίσης κάτω από τη διάμεση τιμή. Ως συνέπεια αυτού, οι συνδρομητές ευρυζωνικών υπηρεσιών στην Ελλάδα πληρώνουν τα λιγότερα κατά μέσο όρο. Ωστόσο, η Ελλάδα δείχνει πολλά υποσχόμενη, με την ταχύτερη ανάπτυξη τόσο στο ποσοστό των συνδρομών υψηλής ταχύτητας, όσο και στη χρήση δεδομένων μεταξύ όλων των εξεταζόμενων χωρών.
Αντίθετα, οι Έλληνες χρήστες σταθερής τηλεφωνίας πληρώνουν πάνω από τη διάμεση τιμή της μηνιαίας συνδρομής, αλλά έχουν παράλληλα και τη μεγαλύτερη χρήση ομιλίας, με αποτέλεσμα τα έσοδα ανά λεπτό να είναι κάτω της διάμεσης τιμής. Ενώ η χρήση ομιλίας μειώνεται λόγω της στροφής των καταναλωτών προς άλλες εναλλακτικές λύσεις (π.χ. κινητά τηλέφωνα και γενικότερα συσκευές συνδεδεμένες στο διαδίκτυο), ο ρυθμός μείωσης στην Ελλάδα είναι πιο αργός από τη διάμεση τιμή των εξεταζόμενων χωρών.