Πολίτες που βίωσαν τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και έχασαν δικούς τους ανθρώπους, συνεχίζουν να καταθέτουν από το πρωί, στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας όπου διεξάγεται η δίκη για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Μάλιστα, σήμερα η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε με αίτημα συνηγόρου υπεράσπισης για αυτοεξαίρεση και αποχή της προέδρου του δικαστηρίου επειδή χθες, επέτρεψε σε συγγενείς θυμάτων να τοποθετήσουν σε θέσεις του δικαστηρίου φωτογραφίες των ανθρώπων που έχασαν. Το αίτημα αυτό, απερρίφθη από το δικαστήριο έπειτα από σύντομη διάσκεψη.
Στη συνέχεια, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η μάρτυρας Μαγδαληνή Τσέκου, η οποία έχασε τον πατέρα της λίγες ημέρες μετά το ξέσπασμα της φονικής πυρκαγιάς, εξαιτίας των εγκαυμάτων που είχε υποστεί. Με δάκρυα στα μάτια η μάρτυρας, είπε στο δικαστήριο, ότι ο πατέρας της καθυστέρησε να εγκαταλείψει το σπίτι τους στο Μάτι γιατί προσπαθούσε να βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά τους και τη σύζυγό του να μπουν σε αυτοκίνητο και να φύγουν.
«Το σπίτι μου βρίσκεται 200 μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος. Στις 17:15 βλέπω καπνούς στο πίσω μέρος του βουνού. Σήκωσα τους γονείς μου, ο ουρανός μαύριζε. Κανένα κανάλι δεν έδινε κάποιο στοιχείο. Στις 17:30 φάνηκε και κόκκινο που σημαίνει ότι υπήρχα φωτιά. Σε κάποιο κανάλι είδαμε για φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός. Έμοιαζε η φωτιά να πηγαίνει Νέα Μάκρη. Δεν περνούσε ποτέ τη Μαραθώνος, λέγαμε. Συνεχώς δυναμώνει», είπε η μάρτυρας ξεσπώντας σε λυγμούς και συνέχισε: «Ένα κουκουνάρι πέρασε τη Μαραθώνος και ο πατέρας μου φωνάζει «φεύγουμε τώρα!». Μαζέψαμε χαρτιά. Είχε κοπεί το ρεύμα. Κάποια στιγμή οι φλόγες έρχονται πιο κοντά. «Μπροστά εσύ με τη μαμά και εγώ από πίσω σας με το αμάξι» μας είπε. Είχαμε δώσει ραντεβού να βρεθούμε όλοι στη Ραφήνα».
Όμως σε αυτό το ραντεβού, όπως ανέφερε η μάρτυρας, ο πατέρας της ποτέ δεν ήρθε. Η νεαρή γυναίκα περιέγραψε: «Έφυγα με το αμάξι και τη μητέρα μου. Ο δρόμος ήταν γεμάτος φωτιά. Ένας άνθρωπος πήδηξε στο καπό του αυτοκινήτου. Τον έβαλα μέσα. Μπροστά μας φωτιά. Μου λέει: «περνά θα καούμε». Του είπα με το αμάξι; Θα πάρουμε φωτιά. Πήδηξε κι έφυγε με κατεύθυνση στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ έκανα αναστροφή, βγήκα στο αντίθετο ρεύμα της Μαραθώνος και άρχισα να καλώ τον πατέρα μου. Δεν το σήκωνε. Κόσμος φώναζε: «Η φωτιά θα σας κάψει, τρέξτε μη μένετε εδώ!». Σε όλη τη διαδρομή δεν έχω δει κανέναν υπεύθυνο. Καμία σειρήνα, καμπάνα, κάτι! Μόνο άνθρωποι φώναζαν. Στη διασταύρωση με τη Ραφήνα, πήρα ξανά τον πατέρα μου. Δεν το σήκωνε. Συναντιέμαι με την αδελφή μου και λέμε να γυρίσουμε στο λιμάνι της Ραφηνας γιατί ο μπαμπάς μπορεί να πέρασε τον δρόμο με τη φωτιά. Φτάσαμε στο λιμάνι, ρωτούσαμε για τον πατέρα μας. Κανείς δεν τον έχει δει».
Διαβάστε περισσότερα στο protothema.gr