Μέχρι το 2050 η χώρα μας, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, θα πρέπει να έχει σταματήσει να εκλύει αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου -ή, έστω, να δεσμεύει από την ατμόσφαιρα ισοδύναμη ποσότητα όσων εκλύει. Θα πρέπει να γίνει “κλιματικά ουδέτερη”.
Το 2050, όμως, θα θέλουμε να έχουμε μια ακμάζουσα και αναπτυσσόμενη οικονομία, φτηνό ηλεκτρισμό, θέρμανση και ψύξη στα σπίτια, να κινούμαστε με αυτοκίνητα και μέσα μαζικής μεταφοράς, να παράγουμε βιομηχανικά προϊόντα και να απολαμβάνουμε, γενικά, τους καρπούς του ανθρώπινου πολιτισμού. Γι’ αυτό θα πρέπει να παράγουμε και να καταναλώνουμε ενέργεια. Στην εποχή μας, τρεις δεκαετίες πριν από το 2050, ο τομέας της ενέργειας προκαλεί το 40% των εκλύσεων που στέλνουμε στην ατμόσφαιρα. Από τους 96,1 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2 που εκλύονταν από την Ελλάδα το 2018, οι 38,3 εκατ. προέρχονταν από εκεί.Το 1990 η χώρα μας έστελνε 105,8 μεγατόνους ισοδύναμου CO2 στην ατμόσφαιρα. Το 2005, τη χειρότερη χρονιά, έστειλε 139,1. To 2050 θα πρέπει να φτάσει στο μηδέν.
Πώς θα το κατορθώσουμε; Και, επιπλέον, πώς θα γίνει αυτή η μετάβαση λύνοντας ταυτόχρονα τα πολλά και μεγάλα προβλήματα του ενεργειακού τομέα που έχουμε σήμερα, αναβαθμίζοντας τις υποδομές και τις υπηρεσίες, αυξάνοντας την ενεργειακή ασφάλεια, μειώνοντας την ενεργειακή φτώχεια και θωρακίζοντας έναν από τους κρισιμότερους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα;
Η διαΝΕΟσις παρουσιάζει σήμερα μια νέα, πλήρη και αναλυτική χαρτογράφηση του τομέα ενέργειας στη χώρα μας. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ (PDF) την πολυσέλιδη έκθεση στην οποία αναλύονται τα βασικά δεδομένα, οι θεσμικές αλλαγές που έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, οι στόχοι της χώρας για το μέλλον και τις σημαντικότερες προκλήσεις που προκύπτουν. Επιπλέον, μπορείτε να διαβάσετε και ένα κείμενο πολιτικής (PDF) για το ίδιο θέμα με κεντρικό άξονα τον ρόλο του τομέα της ενέργειας στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Την εκπόνηση της μελέτης και τη συγγραφή των κειμένων ανέλαβε ερευνητική ομάδα του ΙΟΒΕ υπό τον συντονισμό του Γενικού Διευθυντή Νίκου Βέττα.
Το θέμα θα συζητήσουμε με ειδικούς από το χώρο της ενέργειας, τον αρμόδιο υπουργό και τους ερευνητές την ερχόμενη Τετάρτη, 28/4 στις 18:30 το απόγευμα.
Παρακάτω θα δούμε μερικά από τα βασικά σημεία της έρευνας συνοπτικά.
1. Ενέργεια & ελληνική οικονομία
Η παραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή κάθε χώρας. Σχετίζονται άμεσα με το παραγωγικό μοντέλο της, τη βιομηχανία, τη φτώχεια και την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Ο ενεργειακός τομέας επηρεάζει κάθε οικονομία με δύο τρόπους: αφενός συνεισφέρει απευθείας στην προστιθέμενη αξία της οικονομίας με όλες τις δραστηριότητες της αλυσίδας παραγωγής και εφοδιασμού ενέργειας και των κλάδων που συνδέονται με τον ενεργειακό τομέα, και αφετέρου με την ευρύτερη επίδραση στην οικονομία, μέσω των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, που επηρεάζουν κάθε οικονομική δραστηριότητα (σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά). Αξίζει να πούμε δυο λόγια για τον ρόλο που παίζει ο κλάδος αυτός στην ελληνική οικονομία.
Η άμεση συμβολή του ενεργειακού τομέα στην ελληνική οικονομία εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ (2017), ενώ ο τομέας δίνει δουλειά σε περίπου 50.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων απασχολούνται στο (χονδρικό και λιανικό) εμπόριο καυσίμων. Αν συνυπολογίσουμε και τους κλάδους που συνδέονται στενά με τον ενεργειακό, εκτιμάται ότι η ευρύτερη συνεισφορά του (ειδικότερα στην απασχόληση) είναι πολλαπλάσια. Σχεδόν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων είναι εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για προϊόντα πετρελαίου από τα ελληνικά διυλιστήρια. Η χώρα μας όμως εισάγει και πολλά προϊόντα ενέργειας -το 27% των ελληνικών εισαγωγών συνολικά, με τη συντριπτική πλειοψηφία να είναι αργό πετρέλαιο που εισάγουμε κυρίως από το Ιράκ, το Καζακστάν, τη Ρωσία και άλλες χώρες, και το περισσότερο από το οποίο επανεξάγεται μετά την επεξεργασία του στα ελληνικά διυλιστήρια. Γενικά, η αξία των ενεργειακών προϊόντων που εισάγουμε είναι μεγαλύτερη από αυτών που εξάγουμε (15 δισ. ευρώ έναντι 10,7 δισ. το 2019).
Αξίζει δε να αναφέρουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τα δημόσια έσοδα. Το 64% της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης είναι δασμοί ή φόροι, για παράδειγμα. Τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφταναν το 3% του ΑΕΠ το 2019, έναντι 1,8% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Αυτό, μάλιστα είναι κάτι που άλλαξε από το 2010 και την αρχή της κρίσης και μετά.
Με τα παραπάνω βλέπουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία της χώρας. Τι περιλαμβάνει, όμως, “ο κλάδος της ενέργειας”; Η απάντηση είναι περίπλοκη και περιλαμβάνει πολλές πολύ σημαντικές και διαφορετικές μεταξύ τους δραστηριότητες, κάποιες εκ των οποίων σχετίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται. “Κάθε ενεργειακό σύστημα, με την έννοια του συνόλου των διευθετήσεων με τις οποίες αξιοποιούνται φυσικοί πόροι για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής”, γράφει ο Βάτσλαβ Σμιλ, “έχει τρεις θεμελιώδεις συνιστώσες: τους φυσικούς (ανανεώσιμους ή μη ανανεώσιμους) ενεργειακούς πόρους, την τεχνολογία μετατροπής τους σε διαθέσιμη ενέργεια και μια ποικιλία ειδικών χρήσεων των διαθέσιμων ροών ενέργειας”. Η έρευνα αναλύει κάθε μία από αυτές τις συνιστώσες όπως λειτουργούν στη χώρα μας σε αναλυτικά κεφάλαια -εδώ θα καταγράψουμε μόνο ενδεικτικά μερικές από αυτές, μαζί με τα βασικά τους στοιχεία. Πριν ξεκινήσουμε την καταγραφή, όμως, αξίζει να σημειώσουμε τρία βασικά χαρακτηριστικά του τομέα στη χώρα μας:
α) Σήμερα η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και έχει μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας.
β) Το 36,7% της ενέργειας που παράγεται στη χώρα καταναλώνεται για μεταφορές, το 24,3% για οικιακή κατανάλωση, το 22,8% στη βιομηχανία και το 13% στο εμπόριο και τις υπηρεσίες.
γ) Τα βασικά προβλήματα του τομέα ξεκινούν από τις ελλείψεις στις υποδομές και το κόστος της ενέργειας και φτάνουν μέχρι τους ιλιγγιώδεις ανεξόφλητους λογαριασμούς της ΔΕΗ (περίπου 2,7 δισ. ευρώ το 2019).
2. Η ηλεκτρική ενέργεια
Πολλοί ταυτίζουν τον κλάδο της ενέργειας με την ηλεκτρική ενέργεια. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι, όμως, μόνο ένα τμήμα της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης μιας χώρας. Βεβαίως, είναι ίσως το πιο σημαντικό -και αναμένεται στο μέλλον να γίνει ακόμα σημαντικότερο. Η ηλεκτροπαραγωγή αναμένεται να τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, κυρίως από τον εξηλεκτρισμό τομέων τελικής κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος στο κοντινό μέλλον θα χρησιμοποιεί ενέργεια από το δίκτυο ηλεκτρισμού για δραστηριότητες για τις οποίες έως τώρα έκαιγε ορυκτά καύσιμα. Η δε ηλεκτρική ενέργεια θα παράγεται ολοένα και περισσότερο από νέες, διαφορετικές πηγές.
Αυτή η μετάβαση έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα. Η ισχύς ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα μειώνεται και παράλληλα οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνονται θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Πλέον το 1/3 της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα προέρχεται από τις ΑΠΕ. Σκεφτείτε ότι η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών στη χώρα πενταπλασιάστηκε μόνο μέσα σε δύο χρόνια, από το 2011 ως το 2013.
Βεβαίως, διαχρονικά η χώρα μας βασίζεται σε κάποιο βαθμό στην καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Σε κάποια νησιά που δεν είναι συνδεδεμένα με το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρισμού της χώρας καίγονται ντίζελ και μαζούτ για να παραχθεί ηλεκτρικό ρεύμα ενώ, ως γνωστόν, στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες καίμε λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλα εργοστάσια της ΔΕΗ, τα οποία βρίσκονται κοντά στις περιοχές όπου εξορύσσεται ο λιγνίτης, ένας γαιάνθρακας που περιέχει σχετικά χαμηλό ποσοστό άνθρακα. Το 2018, το 32,3% της ηλεκτροπαραγωγής προερχόταν από καύση λιγνίτη.
Αυτή, ωστόσο, είναι μια πρακτική που -όπως φαίνεται και από το διάγραμμα-, σταδιακά μειώνεται και σύντομα θα σταματήσει τελείως. Εδώ και πολλά χρόνια, η καύση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι οικονομικά ασύμφορη. Καθώς εκλύει μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, η λειτουργία τέτοιων μονάδων κοστίζει πολλά σε δικαιώματα εκπομπών άνθρακα, η τιμή των οποίων ρυθμίζεται από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της EE. To 2013 η μέση τιμή που αναγκάζονταν να πληρώνουν ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας και βιομηχανίες ήταν 4,4 ευρώ ανά τόνο CO2, αλλά το 2019 η τιμή είχε εκτοξευθεί στα 24,8 ευρώ ανά τόνο CO2, πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, πλέον όλες οι λιγνιτοπαραγωγές μονάδες της ΔΕΗ είναι ζημιογόνες. Το ελληνικό κράτος έχει ήδη προγραμματίσει το κλείσιμό τους. Αυτό, βεβαίως, σημαίνει ότι τα 3,35 GW που παράγουν αυτές οι μονάδες θα πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες πηγές από το 2023 και μετά και, βεβαίως, ότι οι περιοχές που στηρίζονταν οικονομικά από αυτά τα εργοστάσια θα πρέπει να στηριχθούν κατά τη μετάβασή τους σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Στη χώρα μας την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται την καταναλώνουν κυρίως οι υπηρεσίες (καταστήματα, γραφεία κλπ. -34,6% το 2019), τα σπίτια (33,6%) και η βιομηχανία (23,8% το 2019 -από 40,8% το 1990).
Η ηλεκτρική ενέργεια, δε, κοστίζει ακριβά. Το 2019 η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα είχε τις ακριβότερες τιμές χονδρικής σε ολόκληρη την ΕΕ. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται σε πολύ υψηλές τιμές (σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας.
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα ΕΔΩ:
Διαβάστε ακόμη:
Συνάντηση Μητσοτάκη – Στουρνάρα στις 14:00 στην Τράπεζα της Ελλάδος
Επιστρεπτέα 7: Ποιοι προσπάθησαν να πάρουν δάνεια χωρίς να τα δικαιούνται