Ο Ευάγγελος Βενιζέλος μιλώντας στην ολομέλεια της Βουλής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, αποδόμησε τις απόψεις τις πλειοψηφίας εξηγώντας: «Ας δεχθούμε ότι η πρώτη βουλή δεσμεύει την δεύτερη ως προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά η δεύτερη Βουλή αναθεωρεί σε αντίθετη κατεύθυνση. Τι θα γίνει τότε; Θα προσβληθεί η εκλογή του ΠτΔ από το ανώτατο ειδικό δικαστήριο; Φαντάζεστε εν έχουμε ένα σύνταγμα και έναν ΠτΔ αμφισβητούμενης συνταγματικότητας; Οδηγούμε την χώρα σε θεσμική εκκρεμότητα κολοσσιαίων διαστάσεων. Όλα κρίνονται από την δημοκρατική αρχή. Κρίνει ο λαός και η επόμενη Βουλή αποφασίζει. Αν ήταν διαφορετικά τότε θα είχαμε τον παραλογισμό: η πρώτη βουλή με 151 ψήφους δεσμεύει την επόμενη που μπορεί να αποφασίσει με 180 και ενώ έχει αποφασίσει ο λαός. Είναι δυνατόν τέτοια ασέβεια; Εάν υπάρχουν δεσμεύσεις στις κατευθύνσεις παρακωλύονται οι συναινέσεις».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είπε ότι «Η συζήτηση που κάνουμε τώρα αφορά τον τρόπο οργάνωσης της ψηφοφορίας. Το πρακτικό ζήτημα είναι τι θα τεθεί σε ψηφοφορία. Πρέπει να τεθεί σύμφωνα με το 110 του Συντάγματος η ανάγκη αναθεώρησης αριθμητικά προσδιορισμένων άρθρων του συντάγματος χωρίς προσδιορισμό σε κατεύθυνση. Αν η πλειοψηφία της Ολομέλειας θελήσει να βάλει άλλη διαδικασία εμείς δεν θα μετέχουμε σε προκαταρκτική διαδικασία που παραβιάζει το 110 του Συντάγματος και 119 του ΚτΒ. Δεν μετέχουμε σε ψηφοφορία ως προς την κατεύθυνση. Θα μετέχουμε στην τελική ψηφοφορία αλλά δηλώνουμε ότι δεν ψηφίζουμε κατευθύνσεις».
Ολόκληρη η ομιλία του Ευάγγελου Βενιζέλου
Το άρθρο 110 του Συντάγματος στην παράγραφο 2 ορίζει ρητά ότι η πρώτη Βουλή αποφασίζει για την ανάγκη της αναθεώρησης. Με την απόφαση καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν. Δεν γίνεται καμία αναφορά στο περιεχόμενο ή στην κατεύθυνση.
Αυτή η ρύθμιση του άρθρου 110 του Συντάγματος, παρόμοια με τις ρυθμίσεις αντίστοιχων διατάξεων των προγενέστερων ελληνικών Συνταγμάτων, δεν έχει προκύψει τυχαία, υπάρχει ένα τεράστιο ιστορικό βάθος. Το 1910, πριν από 110 χρόνια, μετά το Κίνημα στο Γουδί, η παλαιά Βουλή, η απερχόμενη, με Πρωθυπουργό τον Στέφανο Δραγούμη, απεφάσισε, υπό την πίεση των καταστάσεων, να κινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος του 1864. Προκειμένου όμως να δεσμεύσει τη νέα Βουλή, του νέου συστήματος, του νέου συσχετισμού, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, καθόρισε τις κατευθύνσεις της αναθεώρησης, επιδιώκοντας, αυτή η απερχόμενη Βουλή του παλαιού συσχετισμού, να δεσμεύσει εκ προοιμίου τη νέα Βουλή, του νέου συσχετισμού.
Οι Βουλές που επελήφθησαν ήταν δύο διπλές αναθεωρητικές Βουλές, το 1911. Εκεί υπήρξαν παροιμιώδεις τοποθετήσεις, του πρώτου Υπουργού Δικαιοσύνης των κυβερνήσεων Βενιζέλου, του Νικολάου Δημητρακοπούλου, και του ίδιου του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έλυσαν το ζήτημα αυτό. Η δεύτερη Βουλή, η αναθεωρητική, δεν δεσμεύεται από τις κατευθύνσεις της πρώτης, γιατί παρεμβάλλεται το εκλογικό Σώμα, γιατί εκφράζεται η λαϊκή κυριαρχία. Αυτό το ανέλυσε ο Νικόλαος Νικολάου Σαρίπολος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, στο σύγγραμμά του, το οποίο είναι μνημειώδες και το οποίο επηρέασε την επιστήμη και την ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Άρα, έχουμε ένα ιστορικό βάθος, το οποίο είναι πολύ μεγάλο, και έχουμε και μία ομοιόμορφη πρακτική. Κατά κυριολεξία αναθεωρήσεις έχουμε από το 1975 και μετά. Και στις τρεις αναθεωρήσεις, όπως ειπώθηκε, συνειδητά δεν καθορίσθηκαν κατευθύνσεις, απλώς αποφασίσθηκε η ανάγκη αναθεώρησης και προσδιορίσθηκαν αριθμητικά, με τον αριθμό του άρθρου, της παραγράφου ή του εδαφίου, οι αναθεωρητέες διατάξεις. Αυτό έγινε και το 1986 και το 2001, δηλαδή το 1998 στην πρώτη Βουλή και το 2008. Στο ψηφοδέλτιο της τελευταίας αυτής διαδικασίας αναφέρονται τα θέματα, όχι οι κατευθύνσεις.
Άλλωστε έκρινε και η Δικαιοσύνη ότι δεν έχουν οριστεί κατευθύνσεις. Αυτές οι δύο αποφάσεις που ακούσατε, μία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και μία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέλοντας να αποφανθούν σε συγκεκριμένες υποθέσεις, δέχθηκαν μεν δικονομικά ότι μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός για δεσμεύσεις από τις κατευθύνσεις, αλλά επειδή δεν υπάρχει απόφαση της Βουλής για κατεύθυνση, δεν υπάρχει και δικαστικός έλεγχος.
Θα ήταν παραλογισμός νομικός και πραγματολογικός να αποδεχτούμε ότι μπορεί να ασκείται δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας της διαδικασίας αναθεώρησης. Το Σύνταγμα προβλέπει δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων –θα πω εγώ και του Συντάγματος– μόνον επί του περιεχομένου. Λέει το άρθρο 93 παράγραφος 4 «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντιβαίνει στο Σύνταγμα». Το άρθρο 100 για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στην παράγραφο 1 στο στοιχείο 5 λέει «Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα», όχι για την τυπική. Η εσωτερική τυπική συνταγματικότητα ως στοιχείο της εσωτερικής αυτονομίας της Βουλής λόγω της Αρχής της διάκρισης των εξουσιών δεν ελέγχεται δικαστικά. Ακούστε το άτοπο: Εάν δεχθούμε ότι πρώτη η Βουλή δεσμεύει τη δεύτερη ως προς τον τρόπο εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και υπάρξει διαφωνία για το εάν η επόμενη Βουλή μπορεί να αναθεωρήσει το άρθρο 32, μειώνοντας την πλειοψηφία και όχι επιλέγοντας άμεση εκλογή, θα αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα εκλεγεί από τη Βουλή; Με ποια διαδικασία; Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει πει πολλές φορές ότι δεν προσβάλλεται παραδεκτώς ενώπιόν του η απόφαση της Βουλής για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η εκλογή δεν ελέγχεται ούτε ευθέως ούτε κατά συνέπεια παρεμπιπτόντως.
Φαντάζεστε να έχουμε ένα Σύνταγμα και έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας αμφισβητούμενης συνταγματικότητας; Φαντάζεστε ότι θα μπορούσε να έρθει ένα δικαστήριο και να πει είναι αντισυνταγματική η διάταξη για την εκλογή με απλή πλειοψηφία, άρα δεν έχουμε Σύνταγμα και άρα πρέπει να επανέλθει το προηγούμενο Σύνταγμα; Οδηγούμε την χώρα σε θεσμική εκκρεμότητα κολοσσιαίων διαστάσεων, για αυτό και το Σύνταγμα είναι σοφό και αποκλείει αυτού του είδους την ερμηνεία, άλλωστε όλα κρίνονται από την δημοκρατική αρχή.
Η παρεμβολή του εκλογικού σώματος τι σημαίνει; Ότι έχουμε μία διαφωνία ως προς τις κατευθύνσεις, τις απόψεις, τις ιδεολογίες. Κρίνει ο λαός, η επόμενη Βουλή αποφασίζει. Εάν ήταν διαφορετικά, προσέξτε τον επόμενο παραλογισμό, η πρώτη Βουλή με 151 ψήφους δεσμεύει την επόμενη Βουλή, η οποία μπορεί να αποφασίσει με άλλη κατεύθυνση, με 180 ψήφους, ενώ έχει παρεμβληθεί το εκλογικό σώμα και έχει διαμορφώσει αναθεωρητική πλειοψηφία 180 ψήφων. Είναι ποτέ δυνατή τέτοια ασέβεια στο εκλογικό Σώμα και την αυξημένη πλειοψηφία;
Αλλά – και προσέξτε τον τελευταίο παραλογισμό- εάν υπάρχουν δεσμεύσεις στις κατευθύνσεις παρακωλύονται οι συναινέσεις για την ανάγκη αναθεώρησης, γιατί συμφωνούμε ευρύτερα ότι πρέπει να αλλάξει η διάταξη για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να αποσυνδεθεί η εκλογή του από την απειλή διάλυσης της Βουλής. Ψηφίζουμε για αυτό. Γιατί πρέπει να έχουμε ψηφίσει και για το συγκεκριμένο τρόπο εκλογής, αποσυνδεδεμένο από την απειλή διάλυσης; Δεν διαμορφώνεται συναίνεση, αντιθέτως ναρκοθετείται η συνταγματική νομιμότητα για το μέλλον.
Κατάληξη πρακτική, κ. Πρόεδρε, για εσάς που διευθύνετε τη λειτουργία της Βουλής και τη συζήτηση. Η συζήτηση που κάνουμε τώρα, είναι συζήτηση που αφορά τον τρόπο οργάνωσης της ψηφοφορίας, το πρακτικό ζήτημα είναι τι θα τεθεί σε ψηφοφορία. Σε ψηφοφορία αύριο πρέπει να τεθεί, όπως λέει το άρθρο 110 του Συντάγματος και 119 του Κανονισμού της Βουλής, η ανάγκη αναθεώρησης αριθμητικά προσδιοριζομένων διατάξεων του Συντάγματος, με άρθρο, παράγραφο ή εδάφιο, χωρίς αναφορά σε κατεύθυνση. Εάν η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία θελήσει να επιβάλει άλλη διαδικασία επί της ψηφοφορίας, εμείς δεν θα μετάσχουμε σε αυτήν την προκαταρκτική ψηφοφορία, γιατί δεν νομιμοποιούμε την απόφαση αυτή, η οποία θα παραβίαζε το άρθρο 110 του Συντάγματος και το άρθρο 119 του Κανονισμού της Βουλής.
Εάν κληθούμε να ψηφίσουμε για την ανάγκη, θα ψηφίσουμε. Για τις συγκεκριμένες αριθμητικά προσδιοριζόμενες διατάξεις θα ψηφίσουμε. Εάν η ψήφος μας επιχειρηθεί να ερμηνευθεί ως ψήφος ως προς την κατεύθυνση, δεν αναγνωρίζουμε αυτήν την ψήφο και δεν μετέχουμε σε αυτή την ψηφοφορία ως προς την κατεύθυνση, διότι δεν μπορεί να έχει λάβει απόφαση η παρούσα Βουλή ως προς την κατεύθυνση, δεσμευτική μάλιστα, για την επόμενη Βουλή, προσβάλλοντας τον ελληνικό λαό που παρεμβάλλεται και παραβιάζοντας το άρθρο 110 του Συντάγματος.