Η υιοθέτηση ασφαλών πρακτικών στους χώρους εργασίας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της επιστροφής σε αυτούς και της συνεχιζόμενης απειλής του κορονοϊού Covid-19, καθώς και η ενδυνάμωση του ρόλου που διαδραματίζουν οι υπηρεσίες ασφάλειας και υγείας στην εργασία, μέσω τριμερούς κοινωνικού διαλόγου και συντονισμού προσπαθειών, βρέθηκαν στο επίκεντρο της διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛΙΝΥΑΕ), με αφορμή την ανακήρυξη από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εργασίας (ILO) της 28ης Απριλίου 2020 σε Παγκόσμια Ημέρα για την Ασφάλεια και την Υγεία.
Στις παραμέτρους που είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη κατά την επιστροφή στην εργασία, αναφέρθηκε ο Γενικός Διευθυντής Εργασιακών Σχέσεων, Υγείας και Ασφάλειας & Ένταξης στην Εργασία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωνσταντίνος Αγραπιδάς. Όπως είπε, ο εργοδότης πρέπει να έχει διαμορφώσει μία εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, έτσι ώστε, με έκτακτα μέτρα, που θα ληφθούν, να επιτευχθεί η ασφαλής επάνοδος στην εργασία.
Σύμφωνα με τον κ. Αγραπιδά, ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) θα δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές και τις σχετικές συστάσεις σχετικά με τα μέτρα που θα εφαρμόζονται κατά την προσέλευση στην εργασία, όπως, για παράδειγμα, οι αποστάσεις που θα πρέπει να τηρούνται και τα μέτρα για την υγιεινή των εργαζομένων, προκειμένου να αποτραπεί η εξάπλωση του κορονοϊού. Στο πλαίσιο αυτό, όπως σημείωσε, απαιτείται συνεργασία και συνεχής διάλογος μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων ή των εκπροσώπων των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και η λήψη των κατάλληλων μέτρων, ώστε να αντιμετωπιστεί το έκτακτο φαινόμενο.
Ο κ. Αγραπιδάς υπογράμμισε ότι το πρόβλημα είναι πιο έντονο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν ιατρό εργασίας και δεν έχει καλλιεργηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η κουλτούρα στα θέματα Υγείας και Ασφάλειας, σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. «Είναι προφανές ότι, αν ο εργαζόμενος δεν αισθάνεται ασφαλής, δεν θα μπορέσει να αποδώσει στην εργασία του» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τόνισε δε ότι κρίσιμος είναι ο ρόλος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς θα ελέγξει, εάν τηρούνται τα μέτρα Υγείας και Ασφάλειας. Στο σημείο αυτό, ο κ. Αγραπιδάς δήλωσε ότι θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην εφαρμογή των κανόνων.
Η πρόεδρος του ΔΣ του ΕΛΙΝΥΑΕ Ρένα Μπαρδάνη, εστίασε στα μέτρα της επόμενης ημέρας, λέγοντας ότι τα μέτρα, που θα ληφθούν, θα πρέπει να έχουν καθολική εφαρμογή, προσμετρώντας σε κάθε περίπτωση τις ιδιαιτερότητες του κάθε εργασιακού χώρου.
«Το βασικό είναι να μην χαθούν τα καλά αποτελέσματα, που επιτεύχθηκαν με μεγάλες θυσίες» σχολίασε, μεταξύ άλλων, η κ. Μπαρδάνη.
Από την πλευρά του, ο Ανδρέας Στοϊμενίδης, Γραμματέας Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία (ΥΑΕ) της ΓΣΕΕ και Εθνικός Αντιπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα θέματα της ΥΑΕ, δήλωσε ότι οι υγιείς και ασφαλείς χώροι εργασίας είναι θετικός πολλαπλασιαστής και για την οικονομία και για την κοινωνία. «Στη χώρα μας, υπάρχουν οι γνώσεις, το νομικό οπλοστάσιο και οι επιστήμονες. Αυτό που θέλουμε είναι πολιτική βούληση στην πράξη» σημείωσε ο κ. Στοϊμενίδης, επισημαίνοντας ότι, με βάση διεθνείς μελέτες, το 1/4 από τα υποκείμενα νοσήματα είναι πιθανόν να είναι αποτέλεσμα επαγγελματικών ασθενειών.
Όπως τόνισε, στην Ελλάδα, το ζήτημα των επαγγελματικών ασθενειών δεν το έχει αγγίξει έως τώρα η πολιτεία. «Είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία δεν υπάρχει φορέας εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου και καταγραφής επαγγελματικών ασθενειών» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Στοϊμενίδης έθιξε και το θέμα της τηλεργασίας, διαπιστώνοντας ότι, στη χώρα μας, παρά τα χαμηλά ποσοστά που κατέγραφε η τηλεργασία, πλέον επεκτείνεται ταχύτατα, λόγω του κορονοϊού. «Σε αυτό το σημείο, οι εργαζόμενοι χρειάζονται βοήθεια: υλικοτεχνική, στην εργονομία του χώρου που εργάζονται, αλλά και σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο» υποστήριξε ο κ. Στοϊμενίδης, προσθέτοντας ότι στις νέες συνθήκες απουσιάζουν η κοινωνική επαφή και τα μικρά διαλείμματα εργασίας.
Ο Χρήστος Καβαλόπουλος, Γενικός Διευθυντής ΣΜΕ, Εθνικός Αντιπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα θέματα της ΥΑΕ, δήλωσε, μεταξύ άλλων ότι οι υπεύθυνοι των εργασιών πρέπει να προσπαθήσουν να εμπνεύσουν στους εργαζόμενους μία νέου τύπου αίσθηση της ομάδας.
Ο Σπύρος Δρίβας, ειδικός ιατρός εργασίας, τόνισε, από την πλευρά του, το σημαντικό ρόλο των υπηρεσιών υγείας και ασφάλειας όχι μόνο σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, αλλά και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, δηλαδή των υπηρεσιών εκτίμησης και πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, που εντάσσονται μέσα στο εθνικό σύστημα υγείας.
Για την ασφαλή επιστροφή στην εργασία, ο κ. Δρίβας υπογράμμισε ότι η κάθε επιχείρηση πρέπει να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της παραγωγικής διαδικασίας της, καθώς και τις ιδιαιτερότητες της οργάνωσης εργασίας.
Σύμφωνα με τον κ. Δρίβα, οι επαγγελματικές ασθένειες και τα εργατικά ατυχήματα είναι οι εκφραστές των επαγγελματικών κινδύνων. Όπως είπε, για τις επαγγελματικές ασθένειες, δεν υπάρχει καν η δυνατότητα να δηλωθούν. «Αυτό το γεγονός η πολιτεία θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη, καθώς δεν γίνεται διάγνωση, δήλωση και καταγραφή, των επαγγελματικών ασθενειών» επανέλαβε ο ειδικός ιατρός εργασίας, ενώ σημείωσε ότι, από στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα, δηλώνεται το 40%-50% των εργατικών ατυχημάτων. Σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελεί αναγκαιότητα η δημιουργία συγκεκριμένων υποδομών και η στήριξη του νομοθετικού πλαισίου για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία.
Η Σταυρούλα Δημητριάδη, Senior Reasearch Manager EUROFOUND, διαπίστωσε ότι η τηλεργασία εφαρμόζεται ευρέως τις τελευταίες εβδομάδες, ακόμα και σε χώρες οι οποίες, πριν από την κρίση του κορονοϊού, δεν συνήθιζαν αυτόν τον τρόπο εργασίας. Όπως ανέφερε, σύμφωνα με στοιχεία του 2016, η Δανία είναι στην κορυφή, με 38% των εργαζομένων να απασχολείται, μέσω τηλεργασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 10%.
Βέβαια, η κ. Δημητριάδη συμπλήρωσε ότι- με την κρίση του κορονοϊού -και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα κάνουν πλέον χρήση της τηλεργασίας.
«Η επιστροφή στην κανονικότητα απαιτεί προετοιμασία, καθώς κάθε επιχείρηση είναι διαφορετική, λόγω της παραγωγικής διαδικασίας, που την χαρακτηρίζει» υποστήριξε η κ. Δημητριάδη, ενώ απαρίθμησε κάποιες βασικές παραμέτρους για την ασφάλεια των εργαζομένων, όπως π.χ. ο αριθμός των ατόμων που επιτρέπεται να εργαστούν μέσα σε έναν χώρο, τα θέματα καθαριότητας και η επίγνωση της συμπεριφοράς του καθενός ξεχωριστά. Σύμφωνα με την ίδια, σε όλη αυτήν τη διαδικασία, σημαντικό ρόλο παίζει η συνεχής αξιολόγηση της κατάστασης.