Του Γιάννη Μακρυγιάννη

Το «ναυάγιο» των συνομιλιών με τους εκπροσώπους των δανειστών, όπως αυτό διαπιστώθηκε μετά τις ολονύχτιες διαπραγματεύσεις τα ξημερώματα της Τρίτης θέτει σε αμφισβήτηση το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης για το στόχο του χρέους. Πλέον είναι δύσκολο να υπάρξει τελική συμφωνία για τον μείζονα στόχο, που έχει θέσει η κυβέρνηση στο Εurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις να μιλούν πια για επιδίωξη μίας ουσιαστικής απόφασης έστω πριν την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου.

Στην κυβέρνηση αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι ο δρόμος θα είναι μακρύτερος απ’ όσο αρχικά είχαν υπολογίσει με τις διορθωτικές κινήσεις που έκανε ο πρωθυπουργός στον ανασχηματισμό. Και ότι παρά τη διάθεση του Αλέξη Τσίπρα να γίνουν σημαντικές παραχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα, οι αξιώσεις των δανειστών κινούνται σε ακραίες ζώνες της διαπραγμάτευσης.

Μοιάζει απίθανο πια, αφού οι εκπρόσωποι των θεσμών αναχωρούν σήμερα από την Αθήνα, να υπάρξει πλήρης σύγκλιση θέσεων στις τηλεδιασκέψεις που θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες και μέχρι το EuroWorkingGroup της ερχόμενης Δευτέρας, άρα η αδυναμία για συμφωνία στις 5 Δεκεμβρίου είναι το πιο πιθανό σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείεται να υπάρξει και νέος γύρος διαπραγματεύσεων εκ του σύνεγγυς στα μέσα Δεκεμβρίου με την έλευση και πάλι της τρόικας στην Αθήνα.

Υπουργοί, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, είχαν από μέρες υποψιαστεί το ενδεχόμενο αδιεξόδου σε αυτή τη φάση και είχαν προειδοποιήσει ότι τυχόν καθυστέρηση της συμφωνίας και μη επίτευξή της έστω τον Ιανουάριο, εγκυμονεί κινδύνους αποκλεισμού της χώρας από την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ.

Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει επενδύσει σχεδόν τα πάντα στη ρύθμιση του χρέους, προσδοκώντας όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, αλλά και τη σαφή περιγραφή των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων για την ελάφρυνσή του, το πολιτικό και οικονομικό κλίμα αναμένεται να επιβαρυνθεί περαιτέρω εάν δεν προκύψει μία θετική εξέλιξη. Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι ο μη προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμών μέτρων ή έστω η δραστική παρέμβαση στο χρέος με βραχυπρόθεσμα μέτρα (σε ένα μεγάλο ύψος των δανείων της χώρας δηλαδή), δεν καθιστά δυνατή την επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων της περιόδου μετά το 2018. Κάτι που σημαίνει ότι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2017-2020 που όφειλε να καταθέσει η κυβέρνηση ήδη από το καλοκαίρι, αλλά το καθυστέρησε ελπίζοντας στην αναθεώρηση αυτών των πρωτογενών πλεονασμάτων (ύψους 3,5% επί του ΑΕΠ) γίνεται μία ακόμη δυσκολότερη αποστολή και υποχρέωση, αφού πρέπει να περιλαμβάνει νέα βροχή φόρων και περικοπών.

Είναι πολύ πιθανό η εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές να οδηγήσει την κυβέρνηση σε επαναχάραξη της στρατηγικής της, αφού τα περιθώρια κινήσεων που διαθέτει είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Δεν αποκλείεται να βρεθεί ενώπιον ενός σκληρού διλήμματος εάν οι πολιτικές συζητήσεις σε προσκήνιο και παρασκήνιο με τους Ευρωπαίους δεν αποδώσουν: ή να σαλπίσει γενική υποχώρηση σε όλα τα εκκρεμή ζητήματα (εργασιακά, δημοσιονομικό, ενέργεια και κόκκινα δάνεια) ή δοκιμάσει μία λελογισμένη, αρχικά, ρήξη με τους δανειστές, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει την περίπλοκη συγκυρία στην Ευρώπη, όπου οι φόβοι για την άνοδο ακραίων δυνάμεων φουντώνουν και πιθανόν πολλοί δεν θα ήθελαν την ίδια ώρα αναζωπύρωση και της ελληνικής κρίσης.