Σχεδόν 26.000 ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί ακινήτων έχουν ολοκληρωθεί στο 9μηνο του 2022, νούμερο σαφώς πολύ αυξημένο σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, χωρίς όμως να αποτυπώνει τη μεγάλη εικόνα. Κι αυτό γιατί τελικά μόλις δύο στα δέκα ακίνητα είναι αυτά που κατέληξαν να κατακυρωθούν σε πλειοδότη, με την γκάμα πάντως να περιλαμβάνει τα πάντα, από μικρές εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίες πολύ χαμηλής αξίας μέχρι κάποια άλλα ακίνητα, δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ακίνητα με τις χαμηλότερες αξίες που έχουν κατακυρωθεί μέχρι στιγμής φέτος μέσα από τις σχετικές διαδικασίες ήταν με τιμή ακόμη και στα πέριξ ή λίγο υψηλότερα από τα… 100 ευρώ, π.χ. για εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίες σε αποθήκες 3 τετραγωνικών μέτρων, ενώ στον αντίποδα, στα ακριβότερα -αν όχι το ακριβότερο- ήταν αυτό με αρχική τιμή 14,65 εκατ. ευρώ καταλήγοντας όμως στο υπερδιπλάσιο, με ένα τίμημα άνω των 30,5 εκατ. ευρώ.
Ο λόγος για το κτήμα των 20 στρεμμάτων με το ημιτελές συγκρότημα κατοικιών, στο Λαγονήσι, που ανήκε στο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας Starlet Κτηματική, συμφερόντων της οικογένειας Τίγκα, που κατέληξε στον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου.
39.178 ακίνητα στο σφυρί
Από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η γνωστή εταιρεία συμβούλων και διαχείρισης ακινήτων Delfi Partners & Company προκύπτει ότι για το 9μηνο του 2022 το σύνολο των εγγεγραμμένων ηλεκτρονικών πλειστηριασμών αντιστοιχεί σε 40.285, ενώ το 97,3% αυτών (39.178 ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί) αφορά ακίνητα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2019, τελευταία χρονιά κανονικότητας πριν από την πανδημία, το αντίστοιχο σύνολο ήταν στις 29.109, δηλαδή το 72,3% των προγραμματισμένων ηλεκτρονικών πλειστηριασμών του φετινού 9μήνου, στο διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2022.
«Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, οι οποίοι από το 2017 έχουν χρησιμοποιηθεί ως κύριο εργαλείο ανάκαμψης και εξυγίανσης του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα, παρουσιάζουν το 2022 κατακόρυφη άνοδο, παρά τις αρχικές δυσκολίες και το μετέπειτα πάγωμα λόγω του ξεσπάσματος της πανδημίας COVID-19. Από την άλλη πλευρά, παρ’ όλες τις προσπάθειες του τραπεζικού συστήματος για άμεση εξυγίανση των κόκκινων δανείων, παρατηρούμε ότι μόλις δύο στους δέκα πλειστηριασμούς ακινήτων ολοκληρώνονται με επιτυχία και καταλήγουν σε πλειοδότη. Ενδεικτικά, το 9μηνο του 2022 από τους 39.178 προγραμματισμένους πλειστηριασμούς ακινήτων ολοκληρώθηκαν 25.865, ενώ κατακυρώθηκαν μόλις 6.113», αναφέρεται στην ανάλυση της εταιρείας.
Κύριες αιτίες του υψηλού ποσοστού άγονων πλειστηριασμών, παρά τις άκρως ανταγωνιστικές τιμές στις οποίες διατίθενται τα εν λόγω ακίνητα αποτελούν, σύμφωνα με την εταιρεία, καταρχάς, η μη εξοικείωση των δυνητικών αγοραστών με τη διαδικασία πλειοδότησης, η ελλιπής πληροφόρηση σε σχέση με το ακίνητο, αλλά και η απουσία χρηματοδότησης πλειστηριαζόμενων ακινήτων. Σημειωτέον ότι η πρώτη τιμή προσφοράς στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς εκτιμάται ότι μπορεί να είναι 20%-30% χαμηλότερη σε σχέση με τις τιμές που μπορεί να έβγαιναν τα αντίστοιχα ακίνητα στις αγγελίες – αν και στην τελευταία περίπτωση πάντα υπάρχει ένα περιθώριο διαπραγμάτευσης για ένα 10%-15% έναντι της αρχικής τιμής που αναγράφουν οι ιδιοκτήτες στα sites.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον καταγράφει η Delfi για τα εμπορικά ακίνητα σε σχέση με τα οικιστικά για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι δείχνουν, ακόμη, μια αγοραστική συστολή, λόγω των περιορισμένων πληροφοριών που υπάρχουν για τα συγκεκριμένα, πέραν του γεγονότος της έλλειψης εξοικείωσης που μπορεί να έχει το ελληνικό κοινό με τις συγκεκριμένες διαδικασίες. Ωστόσο, δρομολογείται περαιτέρω στήριξη του επενδυτικού ενδιαφέροντος που στρέφεται στα πλειστηριαζόμενα ακίνητα.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο διευθύνων σύμβουλος της Delfi Partners & Company δρ Γιώργος Μούντης, «απαιτείται στοχευμένη δημοσιονομική στήριξη και σχέδιο για το μέλλον προκειμένου να διευθετηθούν οποιαδήποτε θέματα ανακύπτουν και αποτρέπουν την επενδυτική δραστηριότητα, είτε αυτά αφορούν τις τραπεζικές χορηγήσεις, είτε βελτιώσεις τεχνικής φύσεως».
«Κύριος μοχλός των εν λόγω ζυμώσεων αποτελεί η αυξημένη ζήτηση των πλειστηριαζόμενων ακινήτων λόγω των συντεταγμένων ενεργειών προώθησης των εταιρειών διαχείρισης. Μία ακόμη βασική αιτία είναι και το περιορισμένο οικιστικό απόθεμα που, ως γνωστόν, δεν επαρκεί προκειμένου να καλύψει τις μεγάλες στεγαστικές ανάγκες των νοικοκυριών, πέραν φυσικά και των γενικότερων οικονομικών συγκυριών που καθιστούν τα ακίνητα μία πιο ασφαλή μορφή επένδυσης», όπως επισημαίνεται.
Διαβάστε ακόμη:
Αττική Οδός: Πώς θα γίνει η επέκταση – Οι νέοι άξονες και ο γόρδιος δεσμός για τα διόδια
Ποιους συμφέρει η 10ετής παραγραφή οφειλών
Υπουργείο Οικονομικών: O πρώτος προϋπολογισμός χωρίς μνημόνιο