Όταν, το 2003, ο Κωνσταντίνος Τζιωρτζιώτης άνοιγε την εταιρεία μπισκότων Βιολάντα, δεν φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ότι θα ερχόταν -και μάλιστα πολύ σύντομα- μια μέρα που θα απειλούσε την παντοκυριαρχία των «big 2» του κλάδου στην Ελλάδα και ότι θα έκανε «διεθνή καριέρα». Η εταιρεία, άλλωστε, ερχόταν ως συνέχεια της αγάπης του για τη ζαχαροπλαστική που προέκυψε από την εργασία του στον φούρνο του πεθερού του, Μόδεστου Τσίνα, στα Τρίκαλα.
O φούρνος αυτός, άλλωστε, δεν ήταν σαν τους άλλους. Η φήμη του είχε ξεφύγει από τα -όχι και τόσο στενά- όρια της θεσσαλικής πόλης και στις γειτονικές του νομού. Όμως και εκεί, ο Κωνσταντίνος Τζιωρτζιώτης αισθανόταν ότι ήθελε κάτι μεγαλύτερο για τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής που δημιουργούσε. Έτσι, ξεκίνησε τη Βιολάντα, η οποία πολύ γρήγορα θα αποκτούσε φήμη. Τα πράγματα «έτρεξαν» πολύ γρήγορα για την τρικαλινή μπισκοτοποιία, η οποία βρήκε το κενό για να πάρει το δικό της μερίδιο από τους κυρίαρχους του χώρου (Παπαδοπούλου- Elbisco). Όμως αυτή, ήταν μόνο η αρχή.
Αυτές τις μέρες, ο Κωνσταντίνος Τζιωρτζιώτης πηγαινοέρχεται στη Λάρισα, από την πόλη των Τρικάλων, όπου βρίσκεται η έδρα της Βιολάντα και της Vita-free -εταιρείας που ειδικεύεται σε προϊόντα εστιασμένα στην υγιεινή διατροφή και τις φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες. Εκεί, στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, στη ΒΙΠΕ, επιβλέπει τις εργασίες ανέργεσης του νέου εργοστασίου της μπισκοτοποιίας. Το εργοστάσιο, το τρίτο της οικογένειας, αναμένεται να ολοκληρωθεί στα μέσα του ερχόμενου έτους και θα αρχίσει άμεσα να λειτουργεί για να καλύψει την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση από τις αγορές του εξωτερικού.
Στην περιοχή των Τρικάλων, τα δύο εργοστάσιά της δουλεύουν σχεδόν νυχθημερόν για να καλύψουν τη ζήτηση. Το πρώτο και κεντρικό, παράγει 12.500 τόνους μπισκότων και ετοιμάζεται να δεχθεί νέες κτιριακές εγκαταστάσεις που θα αυξήσουν την παραγωγή στους 16.500 τόνους ετησίως. Ήδη λειτουργεί επιπλέον μια γραμμή παραγωγής γεμιστής γκοφρέτας, δυναμικότητας 800 τόνων ετησίως συν μια γραμμή παραγωγής δημητριακών, δυναμικότητας 2.000 τόνων.
Το δεύτερο, επίσης στα Τρίκαλα, λειτουργεί από το 2017, εξυπηρετώντας κατά κύριο λόγο τη Vita-Free (η οποία είχε ανοίξει έναν χρόνο νωρίτερα) και διαθέτει καθετοποιημένη γραμμή παραγωγής μπισκότων και snacks, συνολικής ετήσιας δυναμικής 2.500 τόνων, την οποία, με νέες επενδύσεις, αναμένεται να διπλασιάσει.
Στο πίσω μέρος του μυαλού του Κωνσταντίνου Τζιωρτζιώτη, ωστόσο, υπάρχει πάντα το όνειρο για την κατασκευή ενός άλλου εργοστασίου. Ναι, μπισκότα θα παράγει και αυτό, αλλά όχι για την ευρωπαϊκή αγορά. Ο λόγος για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εκεί, άλλωστε, έχει παρουσία, όπως και σε περίπου 30 χώρες ακόμα. Έχει δύο δίκτυα διανομής, ένα δικό της και ένα του Trader Joe’s. Αλλά, όσο καλά και αν πάνε τα πράγματα, η δημιουργία εργοστασίου εκεί μοιάζει με τρέλα. Όπως, άλλωστε έχει πει και ο πρόεδρος και CEO της εταιρείας, «δεν μπορείς να βρεις εύκολα εργάτες και, το κυριότερο, με διαχειρίσιμο κόστος. Δεν βγαίνουν οικονομικά τέτοιες επενδύσεις εκεί. Εμείς, από την πλευρά μας, δουλεύουμε με τακτικά containers και σωστές προβλέψεις πωλήσεων».
Νέα προϊόντα και αριθμοί
Εκτός από εργοστάσια, ωστόσο, η Βιολάντα προσθέτει στη γκάμα των προϊόντων της και νέα. Άλλωστε, ο πειραματισμός και η καινοτομία είναι στο DNA της εταιρείας. Τις προηγούμενες μέρες, έκανε το μεγάλο άλμα με το λανσάρισμα δικής της σοκολάτας. Ήταν άλλωστε ένα προϊόν που το παρήγαγε στις εγκαταστάσεις της, ως συμπληρωματικό για τα προϊόντα της, γιατί να μην την παρέχει και «αυτόνομα»; Στην τρικαλινή μπισκοτοποιϊα είναι ενθουσιασμένοι με την προσθήκη των δύο νέων σοκολατών στα άλλα περίπου 160 προϊόντα που παράγει. Σε αυτά, προσθέτει και γεμιστά μπισκότα και κράκερς, επεκτεινόμενη διαρκώς.
«Καινούριο εργοστάσιο, λανσάρισμα νέων προϊόντων, χτίσιμο δικών της δικτύων διανομής, μπορεί η εταιρεία να τα βγάλει πέρα με νέες επενδύσεις;», θα αναρωτηθεί κανείς. Η αλήθεια είναι ότι η περίπτωση της Βιολάντα, είναι case study για την ελληνική βιομηχανία, σε ό,τι αφορά τη ραγδαία, αλματώδη, σχεδόν εξωπραγματική άνοδό της. Και καταγράφει όλο και καλύτερα στοιχεία, για παράδειγμα φέτος αναμένει αύξηση πωλήσεων που θα κυμανθεί στο 20%, ενώ ως το τέλος του τρέχοντος έτους οι πωλήσεις της θα διαμορφωθούν στα περίπου 29,5 εκατ. ευρώ, έναντι περίπου 24,8 εκατ. ευρώ το 2021. Σε ό,τι αφορά τη θυγατρική της, Vita Free, αναμένεται να παρουσιάσει πωλήσεις περί τα 6,5 εκατ. ευρώ έναντι 5,32 εκατ. ευρώ το 2021.
Η εταιρεία θεωρείται -και όχι αδίκως- το «παιδί- θαύμα» (άλλωστε είναι πολύ νέα στην ηλικία) όχι μόνο της μπισκοτοποιίας, αλλά και της βιομηχανίας της Ελλάδας γενικότερα. Δεν είναι μόνο η ταχύτερα αναπτυσσόμενη βιομηχανία στην Ελλάδα, αλλά και, κατατάσσεται στις επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα, αφού ήδη έχει απλώσει τα φτερά της σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Σε περισσότερες από 30 χώρες εξάγει (το 25% των πωλήσεών της γίνεται στο εξωτερικό), από την αμερικανική ήπειρο, στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Κολομβία -όπου η παραγωγή μπισκότων γίνεται δια νόμου με την προσθήκη βιταμινών που λείπουν από τον πληθυσμό, στην Κόστα Ρίκα, την αφρικανική ήπειρο (Νότια Αφρική), την Ασία, Νότια Κορέα και Ταϊλάνδη, καθώς και τη Νέα Ζηλανδία μεταξύ άλλων. Σε περισσότερα από 6.500 σημεία πώλησης διεθνώς έχουν πρόσβαση τα μπισκότα Βιολάντα, μέσα από απευθείας συνεργασίες με μεγάλες αλυσίδες retail όμως η μεγάλη προτεραιότητά της προς το παρόν είναι η δική της αγορά. Αυτή της Γηραιάς Ηπείρου, όπου η ελληνική βιομηχανία θέλει να έχει παρουσία σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι η θεσσαλική μπισκοτοποιϊα πηγαίνει περίφημα. Προς το παρόν, έχει κάνει θαύματα μόνο. Όπως την αύξηση κατά 238% των ιδίων κεφαλαίων 2020 σε σχέση με το 2019 στα 24,088 εκατ. ευρώ, έναντι 13,98 εκατομμυρίων. Όμως ακόμα και στα «παιδιά- θαύματα», σε εταιρείες που γίνονται διεθνές case study και καταφέρνουν να κάνουν disrupt στην αγορά επιβάλλοντας τα προϊόντα τους, υπάρχουν δυσκολίες και κίνδυνοι.
Όπως η Βιολάντα ευνοήθηκε από την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών που έγινε trend των καιρών και εκμεταλλεύθηκε υπέρ της τον Covid, έτσι και τώρα οι καταναλωτές αλλάζουν διατροφικές και καταναλωτικές συνήθειες, λόγω του πληθωρισμού και της γενικότερης ανασφάλειας που επικρατεί σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο παγκοσμίως. Επιπλέον, το λειτουργικό κόστος έχει εκτοξευθεί στις πρώτες ύλες και, καθώς ήδη η διοίκηση έχει απορροφήσει μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης, αναμένεται να ασκηθούν πιέσεις στα λειτουργικά έξοδα και τα κόστη.
Γι’ αυτό το λόγο η εταιρεία ρίχνει στην αγορά νέα προϊόντα και επενδύει σε γραμμές παραγωγής, R&D για δημιουργία νέων προϊοντων καθώς και logistics, όπως και γι αυτό το λόγο έχει κάνει stress test (πέρυσι), για τη διασφάλιση της επιχειρηματικής της συνέχειας, η Βιολάντα πραγματοποίησε οικονομικό stress test. Στο ακραίο σενάριο πτώσης του τζίρου της κατά 50%, με στόχο να ελέγξει τις αντοχές της σε κινδύνους που μπορούν να ανακύψουν από την εξάπλωση της πανδημίας. Σε εκείνο το τεστ, εξετάστηκαν οι δείκτες του κεφαλαίου κίνησης και ρευστότητας, οι οποίοι με βάση τη διοίκηση παρέμειναν θετικοί, υποδηλώνοντας την φερεγγυότητα της εταιρείας. Και αυτό, μαζί με την ενίσχυση της εξωστρέφειας, έδειξε πως η εταιρεία είναι σε καλό δρόμο. Θα συνεχίσει να έχει «γλυκά» αποτελέσματα;
Διαβάστε ακόμη
«Πόλεμος» με φόντο το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο στη Βουλιαγμένη (pics)
Deutsche Bank – JP Morgan: Τι σηματοδοτεί η κατάρρευση του FTX για τα crypto