Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2016 που έγινε η τελευταία ξενάγηση στο σπίτι το οποίο περίκλειε όλο τον κόσμο του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο. Και τώρα, έξι χρόνια μετά, όπως αποκαλύπτει το newmoney.gr, το ιστορικό ακίνητο επί της οδού Γουέμπστερ 5, στις παρυφές της Ακρόπολης, βγαίνει στο σφυρί…
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, λοιπόν, ούτε αυτή η οικία, ατελιέ και μετέπειτα μουσείο, ταυτισμένη με την προσωπική και καλλιτεχνική διαδρομή του σπουδαίου ζωγράφου, αλλά και με την ίδια την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας επί δεκαετίες, μπόρεσε να ξεφύγει από την… άγαρμπη μοίρα των πλειστηριασμών.
Το ακίνητο και ο πλειστηριασμός
Για να πάμε πρώτα στα τυπικά, πρόκειται για μία οριζόντια ιδιοκτησία- μεζονέτα (αν και περιγράφεται στους τίτλους ως διαμέρισμα), σε εντός σχεδίου περιοχή, ακριβώς δίπλα στην Ακρόπολη και τους πρόποδες του λόφου Φιλοπάππου.
Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης, «τα περισσότερα κτίρια στην περιοχή είναι τυπικές διώροφες και τριώροφες κατοικίες, πολλές από τις οποίες είναι διατηρητέες ή και νεοκλασικής αρχιτεκτονικής», ενώ αρκετές έχουν ανακαινιστεί πρόσφατα και είναι πολυτελείς.
Το ακίνητο απέχει μόλις 100 μέτρα από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο ύψος του Ηρωδείου, 50 μέτρα από το εστιατόριο «Διόνυσος Ζόναρς» και η θέση του κρίνεται «πλεονεκτική ως προς την γειτνίαση με τους πλέον γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας».
Tο οικόπεδο έχει έκταση 190 τ.μ., και το κτίριο περιλαμβάνει ημιυπόγειο, ισόγειο, Α΄ όροφο και Β΄ όροφο και είναι νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, Έχει κατασκευαστεί προπολεμικά και ως έτος αποπεράτωσης θεωρείται το 1950 και έτος τελευταίας ανακαίνισης το 1990.
Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι «πρόκειται για τυπική παλαιά τριώροφη οικοδομή κατοικιών της Αθήνας», η οποία κατοικείται και ότι «το σύνολο της οικοδομής είναι σε πολύ καλή κατάσταση και επαρκώς συντηρημένο», ενώ η πρόσοψη πρόσφατα χρωματισμένη.
Έχει συνολική επιφάνεια 229,54 τ,μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας 515/1.000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και αποτελείται:
-Στον πρώτο όροφο, επιφάνειας 117,34 τ.μ., από χωλλ, όπου και η κλίμακα ανόδου προς τον Β΄ όροφο, 4 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό.
-Στον δεύτερο όροφο, επιφάνειας 112,20 τ.μ. από ένα δωμάτιο, έναν ενιαίο χώρο χαρακτηριζόμενο ως πατάρι, κουζίνα και λουτρό.
Η πρόσβαση για τον Α’ όροφο, γίνεται από ξεχωριστή είσοδο που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του κτιρίου, επί της οδού Γουέμπστερ 5 Α.
Στην έκθεση εκτίμησης τονίζεται χαρακτηριστικά ότι «το κτίριο δεν είναι μεν διατηρητέο σύμφωνα με έγγραφα που έχουμε στην διάθεσή μας και την αναζήτηση που διενεργήσαμε, αλλά εκτιμούμε ότι δεν θα επιτραπεί από τους αρμόδιους φορείς κάποια μελλοντική κατεδάφιση».
Το ακίνητο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 100% στην Δροσούλα Βασιλείου, σύζυγο του Έλλιοτ Σλόαν και περιήλθε σε αυτήν αρχικά κατά την ψιλή κυριότητα και στη συνέχεια κατά πλήρη κυριότητα μετά το θάνατο της (επικαρπώτριας μέχρι τότε) μητέρας της Αγγελικής Βασιλείου.
Όσο για τα «βάρη» είναι αρκετά καθώς υπάρχουν προσημειώσεις και υποθήκες από το 2008 (υπέρ της Marfin Εγνατία Τράπεζα), αλλά και κατασχέσεις υπέρ του ΙΚΑ, της ΔΟΥ Α Αθηνών και η τελευταία που έγινε στις 14 Ιουνίου 2021 υπέρ της «Vega II NPL Finance DAC», -για ποσό οφειλής 200.000 ευρώ-, για λογαριασμό της οποίας λειτουργεί ως επισπεύδουσα η Intrum Hellas. ‘Έτσι το ακίνητο έχει προγραμματιστεί να βγει σε πλειστηριασμό την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου με τιμή πρώτης προσφοράς 533.681 ευρώ…
Ο ζωγράφος και το σπίτι-«σύμβολο» μιας ολόκληρης εποχής
Για να πάμε στην ουσία της υπόθεσης, το ακίνητο ήταν για δεκαετίες το σπίτι-ατελιέ του σπουδαίου Σπύρου Βασιλείου, αποτέλεσε δε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής για την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Μετά το θάνατό του λειτούργησε ως μουσείο με στόχο την προβολή και ανάδειξη του έργου του ζωγράφου, αλλά και τη διατήρηση του αρχείου του, από το 2004 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2016, οπότε και έκλεισαν οι πόρτες του ύστερα από μια πενταετία οικονομικής δυσχέρειας. Στο μουσείο πραγματοποιούνταν εκπαιδευτικά προγράμματα και καλλιτεχνικά εργαστήρια για παιδιά και ενήλικες.
Θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα Αθηναϊκού μοντερνισμού, μέσω του οποίου δινόταν η δυνατότητα ανασύνθεσης της καλλιτεχνικής διαδρομής μίας από τις πλέον πληθωρικές και εμβληματικές μορφές της νεότερης ελληνικής τέχνης.
Ο Σπύρος Βασιλείου, που γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι και έφυγε από τη ζωή το Μάρτιο του 1985, υπήρξε κλασσικός εκπρόσωπος της περίφημης «γενιάς του ‘30», αλλά και ένας από τους πλέον παραγωγικούς, – 6000 ζωγραφικά έργα-, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς. Στο πρόσωπό του συνέπιπταν οι ιδιότητες του ζωγράφου, αγιογράφου, χαράκτη, σκηνογράφου, όπως και του συγγραφέα και δασκάλου. Σύμφωνα με τους ειδικούς «την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων».
Σπούδασε από το 1921 ως το 1926 στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Νικόλαο Λύτρα, το 1929 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Στρατηγοπούλου και το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Συμμετείχε σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις, όπως στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του “Φώτα και Σκιές” εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA.
Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου, ενώ ήδη από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία. Έκανε την πρώτη σκηνογραφική του δουλειά για το Εθνικό Θέατρο το 1949 και μεταξύ πολλών άλλων το 1969 σκηνογράφησε την υποψήφια για Όσκαρ κινηματογραφική ταινία «Ηλέκτρα» του Μ. Κακογιάννη.
Ο ζωγραφικός κόσμος του Βασιλείου επικεντρώθηκε σε οικεία πρόσωπα και σε νοσταλγικά αντικείμενα, όπως η παλιά λάμπα με την οπαλίνα κρεμασμένη σαν καντήλι στο μέσον ενός μπλε ουρανού, ο χαρταετός, το στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι, ο παλιός καθρέφτης, ενταγμένα πάντα σε μια εντελώς δική του τοπιογραφία.
Ο αγώνας για το μουσείο
Συνοδοιπόρος του στη ζωή ήταν η Αγγελική (Κική) το γένος Κωνσταντοπούλου με την οποία παντρεύτηκαν το 1945 και απέκτησαν δύο κόρες, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα. Η ιδέα για τη μετατροπή του σπιτιού, όπου έζησε και δημιούργησε ο ζωγράφος από το 1957 μέχρι το θάνατό του, ήταν της γυναίκας του. Και πάλεψε για αυτό μαζί με τις κόρες της, αλλά δεν πρόλαβε να το δει να γίνεται πραγματικότητα καθώς και εκείνη «έφυγε» το 2002.
Στη συνέχεια ξεκίνησαν όλες οι απαραίτητες εργασίες και με τη στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, τα εγκαίνια έγιναν, όχι τυχαία, την Καθαρή Δευτέρα του 2004.
Τα πρώτα χρόνια το μουσείο είχε τεράστια απήχηση, αλλά από το 2009 και μετά, όταν η χώρα είχε εισέλθει στη σκοτεινή περίοδο της οικονομικής κρίσης, η προσέλευση του κόσμου άρχισε να μειώνεται σημαντικά και το μουσείο βρέθηκε αντιμέτωπο με οικονομικά προβλήματα.
Από το 2014 τα ηνία ανέλαβαν οι εγγονές του ζωγράφου Λούση Έλλιοτ (η πιο μικρή κόρη της Δροσούλας Βασιλείου) και Αντώνια Φωτοπούλου (κόρη της Δήμητρας Βασιλείου).
Ιδιαίτερα η Λούση Βασιλείου, προερχόμενη από το χώρο του επιχειρείν, κατάβαλε άοκνες προσπάθειες για να ορθοποδήσει οικονομικά το μουσείο, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, δεδομένου ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα που ήταν η κύρια πηγή εσόδων είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί. Κάποια στιγμή η οικογένεια Βασιλείου μετά από μια εξαετία αγώνων δεν μπορούσε να συνεχίζει να το στηρίζει οικονομικά και το μουσείο έκλεισε το 2016.
Οι εμβληματικές «Καθαροδευτέρες του μπάρμπα Σπύρου»
Αυτό το λουκέτο δεν ήταν «βαρύ» μόνο γιατί αφορούσε το σπίτι-ατελιέ του μεγάλου ζωγράφου, αλλά και γιατί σε αυτό το χώρο διοργανώνονταν επί σειρά ετών οι εμβληματικές Καθαροδευτέρες στις οποίες έδινε το «παρών»… όλη η Αθήνα. Εκεί, στο φιλόξενο σπίτι της οδού Γουέμπστερ, βρίσκονταν οι περισσότεροι άνθρωποι της τέχνης, αλλά και της πολιτικής, για να γιορτάσουν τα Κούλουμα μαζί με τον εγκάρδιο και θυμόσοφο ζωγράφο και σκηνογράφο που είχε προνόμιο να είναι τόσο αναγνωρίσιμος ώστε να αποκαλείται με το μικρό του όνομα ως «μπαρμπα Σπύρος».
Το έθιμο ξεκίνησε από την Καθαρά Δευτέρα του 1925 όταν ήταν ακόμη σπουδαστής στην Καλών Τεχνών και συγκέντρωσε για πρώτη φορά τους συμφοιτητές του στο (τότε) σπίτι του.
Από το τέλος του πολέμου και για 60 ολόκληρα χρόνια στο θρυλικό σπίτι-ατελιέ της οδού Γουέμπστερ 5, το έθιμο εξελίχθηκε σε «θεσμό». Έτσι κάθε χρονιά την Καθαρή Δευτέρα, ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πολιτικοί έδιναν ραντεβού να φάνε, να πιούν και να γλεντήσουν μαζί με τον ζωγράφο, τη γυναίκα του και τις κόρες του, στο πάντα ανοιχτό σπίτι κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης.
Από το σαλόνι του ιστορικού νεοκλασικού παρέλασαν από τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη και τον Μίκη Θεοδωράκη, έως την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τη Νόνικα Γαληνέα, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Μποστ, μέχρι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και αμέτρητοι ακόμη.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χοροί και τα τραγούδια κρατούσαν δύο και τρεις μέρες, παρουσία του ίδιου του Ζαμπέτα.
Μετά το θάνατο του ζωγράφου, η αγαπημένη του σύζυγος Κική, τιμώντας τη μνήμη του, συνέχισε την παράδοση μέχρι να φύγει και εκείνη από τη ζωή.
Ο επίλογος δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει τη θλίψη και την απορία για το πώς τελικά ένας τέτοιος χώρος συλλογικής μνήμης καταλήγει στο σφυρί των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Διαβάστε ακόμα:
«Crash test» για το νέο (και κουρεμένο) ΕΝΦΙΑ στη συνάντηση με τους θεσμούς
ΑΠΕ: Αλλαγές στον νόμο των εμβληματικών στρατηγικών επενδύσεων