Ο κινηματογραφικός τουρισμός, μια έννοια άγνωστη μέχρι προσφάτως στη χώρα μας, έρχεται πλέον σε πρώτο πλάνο μέσα από το πρόγραμμα του επενδυτικού κινήτρου, του cash rebate, όπως είναι γνωστό σε διεθνείς όρους.
Η Ελλάδα διεκδικεί πλέον μια σημαντική θέση στον χρυσό κατάλογο των τόπων φιλοξενίας κινηματογραφικών και τηλεοπτικών γυρισμάτων προσφέροντας, όχι μόνον τα υπέροχα φυσικά τοπία της, αλλά και και ένα ελκυστικό πακέτο χρηματοδότησης ως δέλεαρ προκειμένου να την επιλέξουν οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής. Τα αποτελέσματα της πρώτης διετίας του προγράμματος είναι ιδιαίτερα θετικά και αποδεικνύουν πως, με την κατάλληλη στήριξη, θα εξελιχθεί σε μια μακροπρόθεσμη επικερδή επένδυση.
Το cash rebate λειτουργεί ως ένα είδος χρηματικής ανταπόδοσης για την προσέλκυση οπτικοακουστικών παραγωγών. Επιστρέφει, δηλαδή, μετά το τέλος των γυρισμάτων, ένα μέρος του συνολικού κόστους της παραγωγής έχοντας στο μεταξύ εξασφαλίσει, εκτός από την προβολή της εκάστοτε χώρας σε ολόκληρο τον κόσμο, ένα σημαντικό οικονομικό κέρδος αλλά και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δημοφιλές πρόγραμμα που ξεκίνησε να εφαρμόζεται στον Καναδά, κατά την δεκαετία του ’90, με στόχο να σπάσει το μονοπώλιο του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης. Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά με αποτέλεσμα, με το πέρασμα των χρόνων, όλο και περισσότερες χώρες να μπουν στο χορό του cash rebate αυξάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον ανταγωνισμό. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όποια χώρα προσφέρει το πιο ελκυστικό πακέτο κερδίζει ενώ παράλληλα ενισχύει την εγχώρια παραγωγή του.
Η Ελλάδα, πάλι, μέχρι προσφάτως, συμπεριλαμβανόταν στις πλέον ακατάλληλες χώρες γι’ αυτόν τον σκοπό. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως κίνητρο, καμία οργάνωση και ο εφιάλτης της γραφειοκρατίας έκανε τους παραγωγούς που ήθελαν να έρθουν στη χώρα μας για γυρίσματα, να φεύγουν τρέχοντας…
Η παραπάνω, αρνητική εικόνα, ωστόσο, φαίνεται να έχει ανατραπεί μέσα σε μόλις δύο χρόνια! Και η μαγική λέξη που κρύβεται πίσω από αυτό το επίτευγμα δεν είναι άλλη από το cash rebate. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, από τον Απρίλιο του 2018, που άνοιξε η πλατφόρμα του αρμόδιου Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων (ΕΚΟΜΕ) για τις αιτήσεις μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2020, κατατέθηκαν 106 αιτήσεις εκ των οποίων οι 85 έγιναν δεκτές και μπήκαν στο πρόγραμμα. Από το σύνολο των παραγωγών οι 43 είναι ελληνικές και οι άλλες 42 προέρχονται από διάφορες χώρες του εξωτερικού μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, το Ισραήλ, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τουρκία, η Σερβία, η Ρουμανία, η Κορέα κ.α.
Η μέχρι στιγμής συνολική επένδυση για τη χώρα μας ανέρχεται σε περίπου 80 εκατ. ευρώ ενώ το ποσό που θα επιστραφεί στις εταιρείες παραγωγής, μέσω του προγράμματος της χρηματικής ανταπόδοσης, φθάνει τα 26, 6 εκατ. ευρώ. Αν στα παραπάνω ποσά προσθέσουμε και τις περίπου 25.000 νέες θέσεις εργασίες που δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες των γυρισμάτων, είναι σαφές πως πρόκειται για μια φιλόδοξη επένδυση η οποία έχει περιθώρια περαιτέρω αύξησης της αποδοτικότητάς της μέσω της βελτίωσης των όρων του προγράμματος και την επίλυση κάποιων προβλημάτων.