Αναμφισβήτητα ο κ. Θεόδωρος Φέσσας είναι ένας από τους πετυχημένους deal makers στην ελληνική επιχειρηματική σκηνή. Και όπως εξηγεί ο ίδιος, οι πρόσφατες συμφωνίες τόσο για την πώληση της ACS όσο και για την εξαγορά της Μπενρουμπή ή τη συγχώνευση της Briq Properties με την ICI πρόκειται να δώσουν τη θέση τους σε άλλες στο μέλλον, στο πλαίσιο μιας αέναης προσπάθειας επιχειρηματικής εξέλιξης.
Από την εποχή που ο ίδιος μαζί με τους πρώτους υπαλλήλους της Info Quest ξεφόρτωναν το φορτηγό με τους εκτυπωτές Star στα γραφεία που χρησιμοποιούσαν τότε, σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας πίσω από την αμερικανική πρεσβεία, μπορεί να έχουν αλλάξει πολλά. Αυτό όμως που αποδείχθηκε σταθερό ήταν -και είναι- η ικανότητά του όχι μόνο να βλέπει τις ευκαιρίες, αλλά και να «διαβάζει» και να εκμεταλλεύεται τις τάσεις που θα επικρατήσουν στην αγορά σε βάθος χρόνου. Κάτι που ο ίδιος εφάρμοσε επανειλημμένα σε αυτή τη διαδρομή των 40+ χρόνων, επενδύοντας, μεγαλώνοντας και αποεπενδύοντας σε μία σειρά από δραστηριότητες που τελικά έχουν οδηγήσει στην οικοδόμηση ενός από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς oμίλους της χώρας, με αρκετές δραστηριότητες, έσοδα που έφθασαν πέρυσι το 1,2 δισ. ευρώ και περίπου 3.000 εργαζομένους!
Επένδυση και αποεπένδυση
Η διαδρομή, μεγάλη. Από τη μάχη με τα μεγαθήρια της κινητής τηλεφωνίας στις αρχές των ’00s και το χρυσό deal πώλησης της Q Telecom με το ιλιγγιώδες τίμημα των 330 εκατ. ευρώ και αγοραστή την TIM Ηellas (μετέπειτα Wind και νυν Nova) που άνοιξε αργότερα τον δρόμο για την εξαγορά της Uni Systems το 2006, που αποτελεί μία από τις κορυφαίες εταιρείες πληροφορικής της χώρας, και τρία χρόνια μετά της Rainbow που του έδωσε τη συνεργασία με την Apple, στην πώληση της Cardlink προ τριετίας αντί 93 εκατ. ευρώ, με 15πλάσια απόδοση σε σύγκριση με την αρχική επένδυση επί των ιδίων κεφαλαίων σε λιγότερο από μια επταετία (!), που άνοιξε τον δρόμο για την εξαγορά της Γ.Ε. Δημητρίου, φθάνοντας ως τη συμφωνία πώλησης της ACS με μία αποτίμηση 370 εκατ. ευρώ, ακριβώς 25 χρόνια μετά την εξαγορά της, και σχεδόν παράλληλα την εξαγορά του 70% της Μπενρουμπή με option για το υπόλοιπο 30%. Και στο μεταξύ, δεκάδες άλλες συμφωνίες, είτε μικρότερες εξαγορές, είτε εμπορικές, όπως η στρατηγική συνεργασία με την Xiaomi, που κρύβει πολλές προοπτικές, από τις μικροσυσκευές και τα smartphones ως την ηλεκτροκίνηση Ι.Χ.
«Εχουμε μία ξεκάθαρη στρατηγική που πατάει στον κύκλο “στόχευση επένδυσης – λειτουργική αριστεία – αποεπένδυση”», λέει ο ιδρυτής του Ομίλου Quest Θεόδωρος Φέσσας. «Προσδιορίζουμε μια περιοχή, μια εταιρεία. Επενδύουμε, την τρέχουμε με ένα σχετικό operational excellence και κάποια στιγμή πρέπει να γίνει μία στιβαρή επενδυτική κίνηση. Που σημαίνει πως είτε τη μεγαλώνουμε, τη διεθνοποιούμε κ.ο.κ., είτε την πουλάμε. Κι αυτό διότι όλοι οι κλάδοι σήμερα υφίστανται μια μεγάλη συγκέντρωση», σημειώνει, προσθέτοντας: «Αυτός λοιπόν είναι τρόπος ζωής. Οπότε το θέμα δεν είναι πόσο καιρό μπορεί να κατέχουμε μία εταιρεία. Εάν και εφόσον ωριμάσει μια κατάσταση, είμαστε έτοιμοι να αποεπενδύσουμε. Oπως επίσης είμαστε και έτοιμοι να επενδύσουμε».
Από τις ταχυμεταφορές στις ηλεκτρικές συσκευές
Η συμφωνία που έκλεισε με την General Logistics Systems (GLS), θυγατρική του Ομίλου International Distribution Services (IDS), για την ACS προβλέπει σε πρώτο στάδιο την πώληση του 20% έναντι 74 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, η GLS διατηρεί το δικαίωμα να αγοράσει (call option) το υπόλοιπο 80% των μετοχών της ACS σε ορίζοντα ενός ή δύο ετών, δηλαδή είτε στις 31 Οκτωβρίου 2025 είτε στις 30 Οκτωβρίου 2026, έναντι προσυμφωνημένου ελάχιστου τιμήματος ύψους 296 εκατ. ευρώ, κάτι που σήμερα αποτιμά συνολικά την εταιρεία courier στα 370 εκατ. ευρώ. Σε περίπτωση ωστόσο που η GLS δεν ασκήσει το παραπάνω δικαίωμα αγοράς, τότε η Quest θα έχει το δικαίωμα επαναγοράς του 20% των μετοχών της ACS μέσω ενός προσυμφωνημένου μηχανισμού.
Για τον κ. Φέσσα η συμφωνία είναι win-win και για τις δύο πλευρές, αφού με το πέρας των μεγάλων επενδύσεων που είχαν προηγηθεί στην ACS με επίκεντρο το νέο κέντρο διαλογής, η μεν GLS θα αποκτήσει ένα ισχυρό πάτημα στην ελληνική αγορά μέσω του leader του κλάδου, ο οποίος έχει υποδομές και προοπτικές, ενώ ο Ομιλος Quest με ένα καλό deal μπορεί να κάνει exit από μία αγορά που συγκεντρώνεται πανευρωπαϊκά στα χέρια λίγων διεθνών παικτών και να επικεντρωθεί σε νέες δραστηριότητες, όπως εξάλλου φάνηκε από τη συμφωνία εξαγοράς του 70% της Μπενρουμπή, με τα brands μικροσυσκευών IZZY, Pyrex και Babyliss, που κοστολογήθηκε στα 27,2 εκατ. ευρώ και τη δυνατότητα απόκτησης του υπόλοιπου 30% το 2027.
«Από την ανάμειξή μας πρόπερσι με την εξαγορά της Κωτσόβολος είναι εμφανές ότι προσπαθούμε να είμαστε διαχειριστές και προμηθευτές όλων των συσκευών που μπαίνουν στην πρίζα. Ο Κωτσόβολος θα ήταν ένα άλμα που θα μας πήγαινε κατευθείαν στον καταναλωτή. Ομως αυτό δεν ευοδώθηκε για πολλούς λόγους. Ωστόσο, θεωρώ ότι το να έχουμε πρόσβαση στην αγορά με ηλεκτρικές συσκευές οποιασδήποτε λειτουργίας είναι σημαντικό. Είμαστε ήδη στον κλιματισμό με την Γ.Ε. Δημητρίου, διαθέτοντας παράλληλα τα σήματα για τα προϊόντα Singer και Ιζόλα, που ακόμα δεν τα έχουμε εκμεταλλευτεί, ενώ διαθέτουμε και τη μεγάλη γκάμα των προϊόντων της Xiaomi. Οπότε θεωρούμε πως εάν προσθέσουμε τα προϊόντα αλλά και την τεχνογνωσία της Μπενρουμπή στον χώρο των μικροσυσκευών, τότε θα έχουμε ένα πρόσθετο εφόδιο να μπορέσουμε να κυριαρχήσουμε στην αγορά των συσκευών που μπαίνουν στην πρίζα. Γενικά η προσέγγισή μας είναι να πάρουμε μάρκες που μας δίνουν αξία, έχουν ευχαριστημένους πελάτες και τις θέλει ο κόσμος. Θεωρούμε ότι μπορούμε να έχουμε μία ολιστική προσέγγιση της αγοράς», λέει ο κ. Φέσσας. Σημειώνει δε πως σε δεύτερη φάση πιθανόν να απαιτηθεί μια αναδιοργάνωση της δομής του ομίλου προκειμένου να υπάρξει μία ενιαία ομπρέλα που θα ενοποιήσει το σύνολο της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
Νέες ευκαιρίες
Δεν κρύβει μάλιστα ότι πρόθεσή του είναι η περαιτέρω ενίσχυσή της και μέσω νέων ευκαιριών που θα υπάρξουν. «Αυτή η αγορά θεωρώ ότι θα αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια. Οι “έξυπνες” συσκευές μπαίνουν στη ζωή μας και τα αλλάζουν όλα. Οπότε σαφώς υπάρχει πεδίο ανάπτυξης. Και τα πρώτα βήματά μας είναι θετικά», σημειώνει ο κ. Φέσσας. Διευκρινίζει δε πως στόχος δεν αποτελεί μόνο η ελληνική αγορά αλλά και οι όμορες χώρες. Εξάλλου ήδη ο όμιλος έχει δοκιμαστεί στη Ρουμανία, όπου έχει επίσης τη διανομή της Xiaomi. Και αυτό έπειτα από πρόσκληση της ίδιας της κινεζικής εταιρείας μετά το επιτυχημένο παράδειγμα της Ελλάδας. Από την άλλη, ο ίδιος στέκεται και στις προοπτικές στον χώρο του κλιματισμού, καθώς η ανάγκη για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας αλλά και η τάση για φιλικότερες στο περιβάλλον συσκευές πριμοδοτεί τόσο τα κλιματιστικά νέας γενιάς όσο και τις αντλίες θερμότητας.
Ωστόσο το ενδιαφέρον του ομίλου να μπει στη λιανική, σύμφωνα με τον κ. Φέσσα, προς το παρόν έχει μπει στην άκρη. «Εάν υπάρξει βέβαια κάποια ευκαιρία, θα την αξιολογήσουμε», σημειώνει, διευκρινίζοντας πάντως πως η περίπτωση της Κωτσόβολος ήταν ειδική. «Πρώτον, δεν χτυπήσαμε εμείς την πόρτα. Μας κάλεσαν. Επειτα ήταν ο market leader και, τέλος, εκείνη την εποχή εμείς ήμασταν περισσότερο στα smartphones και τους υπολογιστές και λιγότερο στις υπόλοιπες ηλεκτρικές συσκευές. Μετά βέβαια από τις επενδύσεις που έχουμε κάνει θα διστάζαμε να κάνουμε μια τέτοια κίνηση», τονίζει.
Και για τα μικρότερα περιθώρια κέρδους που συνοδεύουν τη δραστηριότητα εμπορίας συσκευών παρά τους μεγάλους όγκους; «Μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε διότι έχουμε το operational excellence και διαθέτουμε οικονομίες κλίμακας. Επειτα μελετάμε πολύ καλά τις κινήσεις μας. Δεν κάνουμε επενδύσεις βεβιασμένα. Εάν υπάρχει ευκαιρία, μπαίνουμε, εάν όχι, τότε δεν προχωράμε. Είναι μια αγορά που την ξέρουμε 40+ χρόνια και έχουμε επιτύχει ένα μοντέλο πολύ αποτελεσματικό: με καλό ανθρώπινο δυναμικό, διαδικασίες κ.ο.κ. Και φυσικά, ξέρουμε πως όσο μεγαλώνει μια δραστηριότητα τόσο βελτιώνονται και τα περιθώριά της. Είναι επίσης μια δραστηριότητα που απαιτεί μεγάλα κεφάλαια κίνησης, τα οποία και διαθέτουμε», σημειώνει.
Ισχυρή ρευστότητα
Η συγκεκριμένη δραστηριότητα όντως απαιτεί μεγάλα κεφάλαια κίνησης. Η ρευστότητα του ομίλου, όμως, είναι ιδιαίτερα ισχυρή: τα διαθέσιμά του, συμπεριλαμβανομένων και των ανοικτών πιστωτικών γραμμών, υπερβαίνουν τα 300 εκατ. ευρώ. Και θα ενισχυθούν σημαντικά με την ολοκλήρωση του deal για την ACS. Με άλλα λόγια, η… δύναμη πυρός και η ευελιξία του oμίλου είναι σημαντική.
Μια προοπτική βέβαια που δημιουργεί πάλι συζητήσεις στην αγορά για πιθανές νέες εξαγορές από τον Ομιλο Quest, οπότε και το ερώτημα εύλογο προς τον κ. Φέσσα. «Σίγουρα θα κάνουμε, δεν σταματάμε! Υπάρχει μια εμπειρία που συνηθίζω να αναφέρω: όταν κάποτε είχα μία συνάντηση με αλλοδαπό επιχειρηματία μου είχε πει: “Κοίτα, για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω εάν έχω έρθει εδώ για να αγοράσω ή να πουλήσω”. Αυτό, όσο περνούν τα χρόνια, το θεωρώ πολύ σοφό. Ολα σε κάποια τιμή και υπό κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες αγοράζονται και αντίστοιχα πωλούνται. Οταν βρεθεί μια ευκαιρία. Γιατί μιλάμε για επιχειρηματική δραστηριότητα και αυτή πρέπει ούτως ή άλλως να είναι η φιλοσοφία του επιχειρείν», απαντά.
Πάντως, στρατηγική του ομίλου είναι οι τομείς επένδυσης να είναι πάντα συγγενικοί με την υφιστάμενη δραστηριότητα προκειμένου να μπορεί να προκύψει και προστιθέμενη αξία. Με την προδιαγεγραμμένη αποεπένδυση από τον χώρο των ταχυμεταφορών και τη δημιουργία της δραστηριότητας των ηλεκτρικών μικροσυσκευών ο Ομιλος Quest σήμερα έχει τους εξής βασικούς πυλώνες: Πληροφορική και Τηλεπικοινωνίες μέσω των Info Quest, iSpuare, iStorm, Foqus, Επαφος, Ηλεκτρονικό Εμπόριο μέσω της Quest Online και του you.gr, Κλιματισμό μέσω της Climaquest και της Γ.Ε. Δημητρίου, Πράσινη Ενέργεια μέσω της Quest Ενεργειακής και, φυσικά, Υπηρεσίες Πληροφορικής μέσω των Unisystem, Candi και Intelli Solutions.
Βέβαια υπάρχει και η δραστηριότητα της διαχείρισης ακινήτων μέσω της εισηγμένης Briq Properties ΑΕΕΑΠ, η οποία είναι σε διαδικασία συγχώνευσης με την επίσης εισηγμένη ICI της οικογένειας Χαλικιά προκειμένου να δημιουργήσουν από κοινού ένα χαρτοφυλάκιο κοντά στα 300 εκατ. ευρώ. «Ενα πρώτο βήμα», όπως το χαρακτηρίζει ο κ. Φέσσας, καθώς πρόθεση είναι η περαιτέρω επέκταση της ΑΕΕΑΠ.
«Τι συνιστά όμως μία συμφωνία καλή;» ρωτάμε. «Υπάρχουν ορισμένες νόρμες γι’ αυτό», απαντά. «Υπάρχει πάντα η προσδοκία ότι κάτι που αγοράζεις θα πάει καλύτερα και θα σου προσφέρει αξία γιατί έχει συμπληρωματικότητα. Εάν πάλι κάτι έχει φθάσει σε κορύφωση αξίας και θεωρείς ότι από εκεί και πέρα θα υπάρχουν μικρά επιπλέον στοιχεία που μπορούν να βοηθήσουν το asset να αποδώσει, τότε καλύτερα να το πουλήσεις. Διότι η αγορά διεθνοποιείται, το παιχνίδι ανοίγει και τελικά συγκεντρώνεται. Οπως γίνεται σήμερα στην αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή της μεταφοράς δεμάτων. Η IDS, που κατέχει το Royal Mail (τα Αγγλικά Ταχυδρομεία), δημιούργησε μία holding εταιρεία για τη διανομή δεμάτων αφού το ταχυδρομείο ως δραστηριότητα συρρικνώνεται, την GLS.
Αυτή λοιπόν ξεκίνησε από τη Γερμανία και αναπτύσσεται σε διάφορες γεωγραφίες. Αρα, μιλάμε για μια συγκέντρωση – στο τέλος θα μείνουν 5-10 μεγάλοι παίκτες. Τώρα πότε θα γίνει αυτό κανείς δεν το ξέρει ακριβώς. Είναι και θέμα συγκυρίας. Αν όμως δεν προετοιμαστείς και δεν δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις γι’ αυτή τη συγκυρία, τότε αυτή δεν θα έρθει ποτέ. Οπότε πρέπει να ενδιαφερθείς, να μιλήσεις, να αναζητήσεις…» καταλήγει.
Σήμερα η συγκυρία στην Ελλάδα βοηθάει; «Η επένδυση αυτή είναι και μία ψήφος εμπιστοσύνης στη χώρα και τις προοπτικές της», καταλήγει ο κ. Φέσσας, δηλώνοντας αισιόδοξος για το μέλλον παρά τα προβλήματα στην αναπτυξιακή τροχιά της.
Διαβάστε ακόμη
Πώς η κυβέρνηση θα πετύχει μείωση της φοροδιαφυγής κατά 2,5 δισ. ευρώ ετησίως
Σε δίκη ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Έρικ Άνταμς για διαφθορά από τουρκικές χρηματοδοτήσεις
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα