Μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο αναμένεται να έχουν προχωρήσει όλα τα έργα, 448 στον αριθμό, που προβλέπονται στο πλάνο του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπου οι ρυθμοί επιταχύνονται συνεχώς.
Αυτό ανέφερε από το βήμα του συνεδρίου Infocom ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκος Πιερρακάκης, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχε με τους τέσσερις επικεφαλής των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, τους κ. κ. Μιχάλη Τσαμάζ πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου OTE, κ. Χάρη Μπρουμίδη από την Vodafone Ελλάδος, Νάσο Ζαρκαλή της WIND και Παναγιώτη Γεωργιόπουλο της NOVA. Ψηφιακός μετασχηματισμός, συνδεσιμότητα αλλά και οι αλλαγές που φέρνει στην εγχώρια αγορά το μεγάλο deal που ανακοινώθηκε μέσα στο καλοκαίρι για την εξαγορά της Wind από την United Group (BC Partners), έχοντας ήδη από το 2020 υπό τον έλεγχο της τη NOVA.
Ταμείο Ανάκαμψης και ψηφιακός μετασχηματισμός
Στην ‘’ψαλίδα’’ κινητής- σταθερής, τις ευκαιρίες του Ταμείου Ανάκαμψης για τη βελτίωση των συνδεσιμότητας και τα έργα του ψηφιακού μετασχηματισμού αναφέρθηκε ο υπουργός Κυριάκος Πιερρακάκης. «Πρέπει να δούμε τί άλλες στοχευμένες κινήσεις θα πρέπει να γίνουν μέσω του Ταμείου» επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον κ. Πιερρακάκη από τα 4,8 εκατομμύρια που είναι οι δυνητικές συνδέσεις οπτικών ινών στη χώρα, «οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι έχουν επενδυτικά σχέδια που καλύπτουν τα δύο εκατομμύρια, ενώ άλλες 800.000 συνδέσεις θα καλυφθούν μέσα από το έργο Ultra Fast Broadband (UFBB), επομένως υπάρχει ένα επενδυτικό κενό περίπου δύο εκατομμυρίων συνδέσεων και θα αναμένουμε τα επενδυτικά σχέδια των παρόχων. Το κράτος σίγουρα θα έρθει να συμβάλλει και είμαστε ανοικτοί ώστε να έχουμε πρόσθετες προτάσεις». Ο κ. Πιερρακάκης σχολίασε τη χαμηλή χρήση από πλευράς των καταναλωτών, μόλις στο 13%, όσον αφορά τις συνδέσεις που δίνουν υψηλές ταχύτητες πάνω από 100 Mbps.
Για τα έργα που έρχονται στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού, ο κ. Πιερρακάκης ανέφερε ότι «έρχονται 448 έργα έως το 2025, τα 130 ήδη έχουν ξεκινήσει και ο στόχος είναι να έχουν βγεί όλα τα έργα μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο».
Ανάμεσα στις προκλήσεις πάντως που βλέπει η ίδια η αγορά σε σχέση με τα εν λόγω έργα με βάση και την εμπειρία του παρελθόντος (σ.σ. και αν αντιμετωπιστούν πράγματι θα υπάρξει μεγάλη ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια) είναι κατά πόσο μπορεί ο κρατικός μηχανισμός να υποστηρίξει το ‘’τσουνάμι’’ των αλλαγών και των έργων και να απορροφήσει το μεγάλο όγκο, επίσης πόσο γρήγορα οι επιχειρήσεις μπορεί να ενταχθούν στην ψηφιακή εποχή κ.α..
Οι επενδύσεις και τα δίκτυα
Στο κομμάτι των επενδύσεων, ο επικεφαλής του ΟΤΕ κ. Τσαμάζ ανέφερε ότι «ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη. Ο όμιλος ηγείται σε αυτόν τον τομέα και την προηγούμενη πενταετία επενδύσαμε πάνω από 5 δισ. ευρώ και έχουμε ένα πρόγραμμα για την τρέχουσα τετραετία της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Αυτά τα ποσά έχουν εγκριθεί από τους μετόχους μας, και αναζητούμε τρόπους για να μπορέσουμε να τα αυξήσουμε. Οι επενδύσεις αυτές αξιοποιούνται για τη βελτίωση υπηρεσιών, υποδομών, 5G και οπτικών ινών. Και βέβαια, για την ψηφιακοποίηση, όπου ο ΟΤΕ έχει ξεκινήσει από το 2016».
Ως προς το 5G ο κ. Τσαμάζ ανέφερε ότι η πανελλαδική, πληθυσμιακή κάλυψη έχει ήδη ξεπεράσει το 50%, στην Αθήνα έχει ήδη φθάσει στο 97% του πληθυσμού, ενώ στόχος είναι το 60% πανελλαδικής πληθυσμιακής κάλυψης, μέχρι το τέλος του 2021. «Παρά τα εμπόδια που υπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια, εμείς ξεκινήσαμε ήδη από το 2012 να περνάμε οπτικές ίνες και να αναβαθμίζουμε τις υποδομές μας. Θυμίζω ότι δεν επέτρεπαν στον ΟΤΕ ούτε να κάνει πιλοτικά για VDSL. Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει το πλάνο μας ανάπτυξης Fiber to the Cabinet (έχουμε φτιάξει περί τις 13.000 καμπίνες) έχουμε περάσει στην επόμενη μέρα. Στην ανάπτυξη οπτικής ίνας μέχρι την κατοικία – Fiber to the Home (FTTH) και 530.000-540.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις πανελλαδικά έχουν ήδη πρόσβαση σε FTTH. Και σκοπεύουμε να φτάσουμε τις 560.000 γραμμές μέχρι το τέλος της χρονιάς και το 1 εκατ. στα τέλη του 2022».
Οι επικεφαλής των εταιρειών πάντως σχολίασαν ότι το ποσοστό των συνδρομητών που πάνε σε υψηλότερες ταχύτητες δεν είναι υψηλό, «παρά τις προσπάθειες από τις εταιρείες για την τόνωση της ζήτησης, και από το Υπουργείο με πρωτοβουλίες όπως το κουπόνι SFBB και το έργο οπτικής καλωδίωσης των κτιρίων, που θα βοηθήσει πολύ για να επιταχυνθούν οι διαδικασίες (σήμερα σε μία πολυκατοικία μπορεί και να πάρει 2 μήνες και παραπάνω από την αίτηση μέχρι την τοποθέτηση της ίνας). Και όλα αυτά έχουν αποτέλεσμα, βλέπουμε τη ζήτηση για γρήγορες ταχύτητες να αυξάνεται. Και θα αυξηθούν περισσότερο, όταν αυξηθούν και οι υπηρεσίες και εφαρμογές που δημιουργούν την ανάγκη διαδικτυακής συναλλαγής».
«Σχήματα τόνωσης της ζήτησης είναι απολύτως απαραίτητα ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να κάνουν το βήμα από τις χαμηλές προς τις υψηλές ταχύτητες» σχολίασε ο κ. Μπρουμίδης. Ο ίδιος ανέφερε πως σε ό,τι έχει να κάνει με τη συνδεσιμότητα αυτή δε θα πρέπει να διαχωρίζεται μεταξύ κινητής και σταθερής. «Είναι μία η συνδεσιμότητα και νομίζω ότι πρέπει να βλέπουμε ότι αυτά τα δίκτυα λειτουργούν συμπληρωματικά και παραπληρωματικά. Στην κινητή συνδεσιμότητα, ιστορικά η Ελλάδα έχει από τα καλύτερα δίκτυα κινητής στην Ευρώπη παρά το γεγονός ότι δεν είναι και τόσο εύκολη η ανάπτυξή της με τα γνωστά προβλήματα (μεγάλοι χρόνοι αδειοδότησης, ειδική γεωγραφία, επιπλέον κόστος ανάπτυξης δικτύων). Παρόλ’ αυτά μετά από μία υποδειγματική διάθεση φάσματος, με το 5G όλες οι εταιρείες έχουν προχωρήσει, η Vodafone είναι ήδη σε 20 πόλεις και μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχει καλύψει το 40% της Ελλάδας. Αρα στην κινητή δεν υστερούμε σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Στην σταθερή, η Ελλάδα άργησε πολύ να ξεκινήσει να αναπτύσσει δίκτυα νέας γενιάς με άξονα τις οπτικές ίνες- αυτό έγινε γιατί κάποιοι δεν είχαν κίνητρα, καποιοι είχαν αντικίνητρα, ξεκινήσαμε πιο αργά. Με τον κανονισμό vectoring όλες οι εταιρίες ξεκίνησαν να επενδύσουν σε δίκτυα νέας γενιάς και η Vodafone ήταν η πρώτη εταιρεία που κατηύθυνε ένα μεγάλο ποσοστό των επενδύσεών της σε FTTH».
Ο κ. Μπρουμίδης έθεσε στο τραπέζι δύο ζητήματα για το θέμα της συνδεσιμότητας «Έχουμε κάνει μεγάλο άλμα στην παροχή συνδεσιμότητας πάνω από 100Mbps, ως ποσοστό όμως των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχουν αγοράσει τις υπηρεσίες εκεί υστερούμε. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητα σχήματα τόνωσης της ζήτησης. Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει όχι με τα αστικά κέντρα, αλλά το τι κάνουμε με τη συνδεσιμότητα στις αγροτικές περιοχές. Εκεί πρέπει να πάμε σε ένα μίγμα τεχνολογιών με κίνητρα- δε νομίζω ότι η οπτική ίνα στο σπίτι είναι η μόνη και η κατάλληλη τεχνολογία για να φτάσουμε γρήγορα στο επιθυμητό αποτέλεσμα».
Ο κ. Ζαρκαλής ανέφερε από την πλευρά του ότι η ανάπτυξη υποδομών απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και αποτελεί μία πολυπαραμετρική συζήτηση. Κρίσιμη στην εξίσωση είναι η ζήτηση, η πρόσβαση σε κεφάλαια, η πολιτική πολιτειακή στήριξη, η κοινωνική απαίτηση – αποδοχή για υποδομές: «Στην κινητή είμαστε πιο μπροστά και είμαστε σε ένα κλειστό club των πλέον προηγμένων χωρών του πλανήτη, ωστόσο στην σταθερή έχουμε μείνει πίσω στο κομμάτι των οπτικών ινών μέχρι το σπίτι και στην αποδοχή τους από τους καταναλωτές. Αυτό έγινε γιατί υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά μεταξύ κινητής- σταθερής: Στην κινητή υπήρχαν τρεις παίκτες που επί 30 χρόνια επένδυαν, ενώ στην σταθερή υπήρχε ένας μεγάλος, σοβαρός παίκτης, με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά όμως, υπήρξαν δεκάδες άλλοι που δεν είχαν όμως κεφαλαιακή επάρκεια, ούτε ορίζοντα να κάνουν επενδύσεις και όποιοι υπήρχε περίπτωση να κάνουν επενδύσεις δεν υπήρχε το ρυθμιστικό πλαίσιο να το κάνουν. Τώρα έχουμε κάνει ένα άλμα τα τελευταία δύο χρόνια, ωστόσο δεν μπορούμε να κλείσουμε γρήγορα το κενό της 15ετίας. Στις επενδύσεις σε οπτική ίνα χρειάζεται περαιτέρω επιτάχυνση».
Ο κ. Ζαρκαλής ανέφερε ότι «η Wind όχι μόνο έχει επιταχύνει στο κομμάτι των επενδύσεων στην οπτική ίνα όπου δουλεύουμε τα τελευταία τρίμηνα πυρετωδώς και πολύ σύντομα προχωρούμε στη δημιουργία μιας εντελώς ανεξάρτητης εταρείας, 100% θυγατρικής του ομίλου Wind με αποκλειστικό σκοπό την κατασκευή, λειτουργία και χονδρική διάθεση υπηρεσιών σε δίκτυα οπτικών ινών. Εκεί θα μεταφερθούν όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας που έχουν σχέση με τις οπτικές ίνες, η εταιρεία μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια θα αναπτύξει ένα δίκτυο 600.000 γραμμών μέχρι το σπίτι με μία επένδυση άνω των 150 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία αυτή θα είναι καθαρά εταιρεία χονδρικής και μάλιστα μία εταιρεία ανοικτής πρόσβασης, πράγμα που σημαίνει ότι θα παρέχει τις υπηρεσίες της, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, σε όλους τους παρόχους συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της Wind».
Από τη NOVA, ο κ. Γεωργιόπουλος ανέφερε ότι «επειδή στηριχθήκαμε πολύ στο χαλκό ώστε να δώσουμε υπερυψηλές ταχύτητες, αυτό πρακτικά δεν είχε αποτέλεσμα και τελικά έχει δράσει αποτρεπτικά στον καταναλωτή να το εμπιστευθεί τώρα για τις υψηλές ταχύτητες. Το κλειδί εδώ είναι η αποχαλκοποίηση και τα κίνητρα που θα πρέπει να δοθούν από εδώ και πέρα».
Πάντως, θίγοντας το θέμα του ρυθμιστικού πλαισίου, ο επικεφαλής του ΟΤΕ κ. Τσαμάζ σχολίασε ότι «δεν πρέπει να γίνουν τα λάθη του παρελθόντος. Μετά την άρση του μονοπωλίου μπήκαν στην αγορά πολλές εταιρείες, που ήταν, στην ουσία, γραφεία marketing, δεν είχαν λεφτά για επενδύσεις. Γι’ αυτό δεν έγιναν επενδύσεις. Η ρυθμιστική Αρχή με τεχνητούς τρόπους κρατούσε τις τιμές χονδρικής του ΟΤΕ πολύ χαμηλά, και τις λιανικές τιμές του ΟΤΕ πολύ υψηλά. Όταν ο ΟΤΕ μετασχηματίστηκε και μείωσε τα κόστη, άλλαξαν τα πράγματα».
Το deal United Group- Wind
Οι τέσσερις CEO’s κλήθηκαν να σχολιάσουν και το μεγάλο deal για την εξαγορά της Wind από τον όμιλο της United Group.
Ο επικεφαλής του ΟΤΕ κ. Μιχάλης Τσαμάζ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ως Ελληνας πολίτης, κάθε ευρώ που έρχεται στη χώρα μας είναι ευπρόσδεκτο, με χαροποιεί, είναι καλό για τη χώρα που δείχνει ότι έχει μπει σε ανάκαμψη. Είναι σημαντικό οι παίκτες στην αγορά να είναι υγιείς, να κάνουν επενδύσεις. Αυτό είναι καλό για τη χώρα, τις ίδιες τις εταιρείες, τον ανταγωνισμό, αλλά και τους καταναλωτές, καθώς σημαίνει καλύτερες υπηρεσίες και καλύτερες τιμές».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Eλλάδος κ. Μπρουμίδης: «Οι τηλεπικοινωνίες είναι ένας κλάδος εντάσεως επενδύσεων. Mόνο στην Ελλάδα ο κλάδος επενδύει πάνω από 600 εκατ. το χρόνο (χωρίς το φάσμα), για να μπορούμε να αναπτύσσουμε δίκτυα, υπηρεσίες και προϊόντα. Αρα στο βαθμό που υπάρχουν εταιρείες που είναι ισχυρές χρηματοοικονομικά υγιείς, αυτό είναι μόνο καλό. Αυτή η συγκέντρωση θα φέρει περισσότερες επενδύσεις, ανταγωνισμό και καλύτερα προϊόντα και υπηρεσίες».
Ο επικεφαλής της Wind κ. Ζαρκαλής σχολίασε ότι το deal είναι πολύ σημαντική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία, την ίδια την εταιρεία και τους μετόχους της: «Για την ελληνική οικονομία λειτουργεί ως μία ψήφος εμπιστοσύνης και ένα σημάδι επιστροφής ξένων επενδυτών, για τους μετόχους της Wind είναι επίσης επιτυχία δεδομένου ότι έκαναν μία επιτυχημένη έξοδο έχοντας πάρει ένα μεγάλο ρίσκο μεν εν μέσω κρίσης (επενδύοντας στην Ελλάδα το 2015), ωστόσο τελικά επιβραβεύτηκαν. Επίσης είναι πολύ σημαντική εξέλιξη για την ίδια την εταιρεία γιατί εμείς ως διοίκηση είχαμε ως πρωταρχικό στόχο να εξασφαλίσουμε μία πολύ καλή επόμενη μέρα για την Wind και καλύτερη επόμενη μέρα δεν μπορούσαμε να φανταστούμε μετά από πολλά χρόνια που ήμασταν μόνοι μας. Η εταιρεία γίνεται μέλος ενός μεγάλου πολυεθνικού ομίλου, μιας ηγετικής δύναμης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη με έναν κύριο μέτοχο από τα μεγαλύτερα διεθνή private equity funds και με ιδιαίτερους δεσμούς με την Ελλάδα. Επιπλέον είναι μεγάλη εξέλιξη μετά από πολλά χρόνια και για την ίδια την αγορά που βρίσκει τώρα κάτι που μοιάζει με το βασικό τελικό της σχήμα: Θα δημιουργηθεί ένας μεγάλος ισχυρός πόλος στις τηλεπικοινωνίες, με πολύ καλή θέση και στην κινητή και στην σταθερή. Τρείς μεγάλοι, σοβαροί παίκτες, μέλη πολυεθνικών ομίλων και δεδηλωμένη πρόθεση να μετέχουν σε αυτό που λέμε ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας. Οι περισσότερο ωφελημένοι θα είναι οι Ελληνες καταναλωτές και επιχειρήσεις. Συνολικά είναι μία από αυτές τις εξελίξεις όπου όλοι όσοι μετέχουν στην αγορά την καλωσορίζουν».
Ο CEO της ΝOVA κ. Γεωργιόπουλος ανέφερε ότι πρόκειται για μία πολύ σημαντική κίνηση «ως προς τα κεφάλαια, ως άμεση ξένη επένδυση για τη χώρα σε συνδυασμό και με αυτά που θα επενδυθούν στη Nova. Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι ολοκληρώνεται μετά από μία επταετία η συγχώνευση του κλάδου σε τρείς μεγάλους παίκτες με μία αλλαγή- ο τρίτος γίνεται «δευτερότριτος» ανάλογα με τα επιμέρους τμήματα της τηλεπικοινωνιακής αγοράς. Επιπλέον έχει σημασία και το όνομα αυτού που έρχεται στην αγορά και το ρόλο που θέλει να παίξει ο νέος παίκτης, επενδύοντας και στο κομμάτι των υποδομών. Αν το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι κατάλληλο για να ευοδωθεί αυτό θα δούμε και πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις για τη χώρα».
Διαβάστε ακόμη:
ΑΠΕ: Οι Νορβηγοί σκανάρουν την ελληνική αγορά υπεράκτιων αιολικών
ΕΝΦΙΑ: Με εκπτώσεις και με δόσεις το 2022
Pandora Papers: Οι βασιλικές οικογένειες στα Εμιράτα και τα κρυμμένα δισεκατομμύρια