Τα σκαμπανεβάσματα της τιμής του πετρελαίου πάντα προκαλούν ρίγη στην παγκόσμια οικονομία και εφιάλτες σε όλες τις κυβερνήσεις και τους διαχειριστές επενδύσεων.

Το χτύπημα στις εγκαταστάσεις της Aramco, της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας παγκοσμίως, έβαλε φωτιά στις τιμές του πετρελαίου ξυπνώντας εφιάλτες από το παρελθόν, όπως το ενδεχόμενο μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με αφορμή το πετρέλαιο.

Οι μεγάλες κρίσεις της δεκαετίας του 1970 (1973 και 1979) μπορεί να φαντάζουν μακρινές στον μέσο πολίτη, αλλά προκλήθηκαν, όπως και εκείνη του 1990, από στρατιωτικές ενέργειες και είχαν σημαντικές και μακροχρόνιες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία.

Σήμερα, η κρατούσα άποψη είναι ότι μακροχρόνια οι τιμές του πετρελαίου δεν πρόκειται να αυξηθούν υπερβολικά επειδή έχει αλλάξει η διάρθρωση της παραγωγής, αλλά βραχυπρόθεσμα ουδείς μπορεί να αποκλείσει σημαντικές διακυμάνσεις αν κλιμακωθεί η κρίση στον Περσικό Κόλπο. Κάποια σενάρια κάνουν λόγο και για εκτόξευση της τιμής του πετρελαίου πάνω από τα 100-130 δολάρια αν ξεσπάσουν συρράξεις στην περιοχή. Βέβαια, πέρα από τις ψύχραιμες αναλύσεις, στον διεθνή Τύπο δεν λείπουν και διάφορα σενάρια συνωμοσίας ως προς το ποιος πραγματικά ήταν ο υπεύθυνος για την επίθεση, αλλά και για το αν τα γεγονότα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αφορμή για να στοχοποιηθεί το Ιράν και να συνεχιστεί η σκληρή στάση του Τραμπ απέναντι στη χώρα ή άλλες ενέργειες κλιμάκωσης, οι οποίες δεν θα περιοριστούν σε κυρώσεις, αλλά ίσως οδηγήσουν και σε στρατιωτικές παρεμβάσεις.

Σε μια τέτοια περίπτωση ουδείς μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει, διότι έχουμε δει και στο παρελθόν ότι όταν ξεκινήσουν τέτοιες ενέργειες κανείς δεν γνωρίζει πού θα οδηγήσουν, ούτε να προβλέψει πού θα φτάσουν οι τιμές του πετρελαίου.

Η τιμή του μαύρου χρυσού επηρεάζει σχεδόν τα πάντα, όλο το φάσμα της παραγωγικής διαδικασίας, την κατανάλωση των νοικοκυριών, αλλά και την πορεία όλων των «χαρτιών» (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα), αφού οι αλλαγές στις προσδοκίες της οικονομίας μπορούν να ανεβάσουν ή να ρίξουν τα χρηματιστήρια. Πέρα από την οικονομία, η επίδραση φτάνει και στην πολιτική τόσο σε διεθνές επίπεδο, αφού οι ανατροπές στις ενεργειακές ισορροπίες έχουν γεωπολιτικές συνέπειες, όσο και στο εσωτερικό των χωρών.

Η εκτίμηση πολλών αναλυτών, για παράδειγμα, αυτή την περίοδο είναι ότι μεσοπρόθεσμα η τιμή του χρυσού είναι πολύ αμφίβολο ότι θα ανέβει σημαντικά, διότι δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο οι δύο παίκτες της αγοράς με τη μεγαλύτερη επιρροή, όπως εξηγεί ο κ. Χάρης Παπασωτηρίου, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Παντείου.

Ο πρώτος παράγοντας είναι οι ΗΠΑ, που χάρη στην εκμετάλλευση των σχιστολιθικών κοιτασμάτων (με τη μέθοδο fracking) έχουν μεταβληθεί πλέον σε εξαγωγέα πετρελαίου ενώ στο παρελθόν ήταν εισαγωγέας. Οι ΗΠΑ έχουν αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου και επομένως υπάρχει σημαντική προσφορά που θα εμποδίζει την αύξηση της τιμής του πετρελαίου.
Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιθυμεί να κρατήσει την τιμή των καυσίμων χαμηλά για πολιτικούς λόγους, καθώς τον Νοέμβριο του 2020 διεξάγονται οι προεδρικές εκλογές. Εάν οι τιμές των καυσίμων αυξηθούν, θα επηρεαστεί δυσμενώς το κόστος παραγωγής, άρα και οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, ενώ θα μειωθεί και η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Ο άλλος σημαντικός παίκτης είναι η Σαουδική Αραβία, η οποία τα τελευταία χρόνια επενδύει στρατηγικά σε χαμηλές τιμές του πετρελαίου με στόχο να καθιστά μη βιώσιμες τις επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, στις οποίες επενδύουν πλέον οι ανεπτυγμένες χώρες, κυρίως δε η Ευρώπη. Οταν το πετρέλαιο είναι φθηνό, μειώνεται η αποδοτικότητα και επομένως η βιωσιμότητα των επενδύσεων σε ανταγωνιστικές μορφές ενέργειας (αιολική, ηλιακή).

Ειδικά η Ευρώπη είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές ενέργειας και για τον λόγο αυτό επενδύει στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Η Ε.Ε. εισάγει το 53% της ενέργειας που καταναλώνει. Το 90% αυτών των εισαγωγών είναι αργό πετρέλαιο, το 66% φυσικό αέριο και το 42% στερεά καύσιμα, όπως ο άνθρακας. Επίσης, σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από έναν μόνο προμηθευτή, τη Ρωσία, η οποία καλύπτει το 1/3 του εισαγόμενου πετρελαίου, το 39% του αερίου και το 26% των στερεών καυσίμων, ενώ έξι χώρες εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτήν για την εισαγωγή φυσικού αερίου.
Η συγκεκριμένη τακτική εφαρμόστηκε το 2014, όταν η Σαουδική Αραβία έριξε τις τιμές του πετρελαίου κάτω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, επίπεδο που θεωρείται κρίσιμο για τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Η στρατηγική αυτή της Σαουδικής Αραβίας θεωρείται πλέον κυρίαρχη, καθώς προσπαθεί να καθυστερήσει όσο μπορεί τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα εξαρτάται λιγότερο από τους υδρογονάνθρακες, μετάβαση η οποία, πάντως, είναι σε εξέλιξη.

Υψηλές τιμές πετρελαίου θέλει η Ρωσία, που είναι ένας από τους μεγάλους εξαγωγείς, αλλά σήμερα οι δυνατότητες παρέμβασής της στη διεθνή αγορά και επηρεασμού των τιμών θεωρούνται περιορισμένες.

Με βάση το σκεπτικό αυτό, λοιπόν, ένα πολύ πιθανό σενάριο είναι ότι οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου θα κινούνται μακροχρόνια γύρω από την τιμή των 70 δολαρίων ανά βαρέλι. Ακόμα όμως κι εάν οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιωθούν, οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις είναι κάτι διαφορετικό. Η αγορά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις προσδοκίες και αντιδρά άμεσα σε γεγονότα όπως ήταν ο βομβαρδισμός των εγκαταστάσεων της Aramco στο Ριάντ. Το καθοριστικό γεωπολιτικό ζήτημα στην περιοχή του Περσικού Κόλπου είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας για την ηγεμονία.

Μέχρι τώρα το Ιράν χτυπούσε τη Σαουδική Αραβία μέσω της φιλικά προσκείμενης σε αυτήν υεμενίτικης οργάνωσης Χούτι.
Η τελευταία ανακοίνωσε ότι εκείνη ήταν πίσω από το χτύπημα στην Aramco, αλλά οι ΗΠΑ διατείνονται ότι το χτύπημα ήταν απευθείας από το Ιράν.

Οπως εξηγεί ο κ. Παπασωτηρίου, εάν το Ιράν αρχίσει να πλήττει άμεσα τη Σαουδική Αραβία, αυτό θα αποτελέσει κλιμάκωση και η αβεβαιότητα θα αυξηθεί οδηγώντας κατά πάσα πιθανότητα υψηλότερα τις τιμές του πετρελαίου.