Είχε την… τύχη αλλά και την ατυχία παράλληλα να αποτελέσει το 2012 την πρώτη ιδιωτικοποίηση του ΤΑΙΠΕΔ στο κομμάτι της αξιοποίησης ακινήτων, εξ ου και έχει χρειαστεί μέχρι σήμερα κοντά στις 1.000 υπογραφές από τις αρμόδιες διευθύνσεις του Δημοσίου, πέραν φυσικά του αριθμού-ρεκόρ των 11 δικαστικών αποφάσεων από το 2012 μέχρι και το 2018.
Της Στεφανίας Σούκη
Εχοντας πλέον σε εκκρεμότητα μόνο την έκδοση της οικοδομικής άδειας, το 2019 θα είναι η χρονιά κατά την οποία η NCH Capital, από τους μεγαλύτερους ιδιωτικούς οργανισμούς διαχείρισης επενδυτικών και επιχειρηματικών κεφαλαίων με έδρα τη Νέα Υόρκη και 3 δισ. δολάρια υπό διαχείριση στις αγορές όπου δραστηριοποιείται, θα μπορέσει να βάλει στις ράγες τη μεικτή τουριστική επένδυση των 120 και πλέον εκατ. ευρώ στην Κέρκυρα, με στόχο η πολυτελής πεντάστερη ξενοδοχειακή μονάδα στην Κασσιόπη να λειτουργήσει το 2021.
«Η Ελλάδα εξακολουθεί να μας ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή ως αγορά στο κομμάτι του τουρισμού και του real estate. Εκείνο που σίγουρα δεν μας ενδιαφέρει είναι η επένδυση σε ακίνητο για το οποίο θα πρέπει να περάσουμε παρόμοια διαδικασία αδειοδότησης (!)», δηλώνει στο «business stories» ο κ. Ανδρέας Σάντης, ο κυπριακής καταγωγής διευθύνων σύμβουλος της NCH Capital με περιοχή ευθύνης του τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο κ. Σάντης είναι μέλος του Association of Chartered Certified Accountants στη Μεγάλη Βρετανία με πτυχίο στη Λογιστική και ξεκίνησε την πορεία του από την Coopers & Lybrand, με επίκεντρο τα θέματα φορολογίας και επιχειρηματικών συμβουλών.
Από το 2001 δραστηριοποιήθηκε στον τομέα του real estate και στην ανάπτυξη μικρών και μεγάλων projects σε χώρες όπως η Ελλάδα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Βουλγαρία και η Κύπρος, ενώ έχει διατελέσει αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες αναπτύξεων γης στην Κύπρο και ακριβώς λόγω αυτής της εμπειρίας του ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Παγκύπριου Συνδέσμου Επιχειρηματιών Ανάπτυξης Γης & Οικοδομών από το 2011 μέχρι το 2014. Ο ίδιος βρέθηκε στο τιμόνι της εταιρείας τον Ιούνιο του 2014, λίγους μήνες αφότου η NCH Capital είχε ξεκινήσει τη δραστηριοποίησή της στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της εταιρείας να εκμεταλλευτεί, κατά τη δεδομένη συγκυρία, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που παρουσίαζε και εξακολουθεί να παρουσιάζει η ελληνική αγορά ακινήτων ως αναδυόμενη αγορά στο ευρωπαϊκό real estate και όχι τα προβλήματα που έφερε η οικονομική κρίση.
Πάντως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στελέχη της εγχώριας αγοράς, η καταγωγή του και η γνώση του γύρω από τις… ελληνικές πρακτικές συνέβαλαν στο να παραμείνει ο επενδυτικός όμιλος στη χώρα μας και να επιμείνει σε ένα project που αντιμετώπισε εξαρχής, από το 2012, μπαράζ δικαστικών προσφυγών από την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, τον Δήμο Κέρκυρας, έξι κατοίκους αλλά και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού: επτά δικαστικές υποθέσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας που κερδήθηκαν όλες, μία ακόμη υπόθεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τρεις ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εκ των οποίων η τελευταία κατατέθηκε από τον Δήμο Κέρκυρας τον Φεβρουάριο του 2018 και εκκρεμεί η συζήτησή της στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο.
Παρόλο που η δικαστική οδύσσεια έχει θετικό αποτέλεσμα για την εταιρεία, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι αν η επένδυση είχε δρομολογηθεί από το Δημόσιο ενός άλλου κράτους, θα είχε λειτουργήσει το 2017, με βάση το αρχικό χρονοδιάγραμμα της NCH Capital, όταν είχε πρωτοϋποβάλει τον σχετικό φάκελο στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ.
«Δυστυχώς, με λυπεί ότι στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί τόσα προβλήματα όταν σε άλλες χώρες έχουν τρέξει πολύ πιο γρήγορα αντίστοιχες διαδικασίες. Η NCH Capital ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου πριν από επτά χρόνια, σε μια περίοδο όπου ο περισσότερος κόσμος, είτε αυτός ήταν Ελληνες επενδυτές είτε ξένοι, γύριζε την πλάτη του στη χώρα», επισημαίνει στο «b.s.» ο κ. Σάντης. Ο ίδιος αναφέρει ότι το ΤΑΙΠΕΔ στάθηκε αρωγός στην όλη περιπέτεια, όπου φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχαν… πρωταγωνιστικό ρόλο θέτοντας συνεχώς νέα εμπόδια σε ένα εγχείρημα για την αξιοποίηση μιας δημόσιας έκτασης η οποία πλέον έχει περάσει δύο φορές από τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Oπως επισημαίνει ο κ. Σάντης, το έργο ήταν το πρώτο που παραχωρήθηκε από το ΤΑΙΠΕΔ με τον θεσμό της επιφάνειας για περίοδο 99 ετών, γι’ αυτό και χρειάστηκε εκ των υστέρων, το 2017, νέα διαδικασία για την πώληση τμήματος της έκτασης, σε μια διορθωτική κίνηση από πλευράς του Ταμείου, έχοντας πλέον και την εμπειρία επόμενων διαγωνισμών παραχώρησης δημόσιων ακινήτων (σ.σ.: κίνηση για την οποία υπήρξαν αντιδράσεις με το σκεπτικό της εκ των υστέρων αλλαγής όρων του αρχικού διαγωνισμού του 2011).
Εν έτει 2018 και έχοντας όλη την εμπειρία των τελευταίων ετών, οι επενδυτές έχουν δει μεγάλη αλλαγή κλίματος ως προς την αποδοχή του έργου από τους κατοίκους και την επιχειρηματική κοινότητα της Κέρκυρας. Παράλληλα, όμως, έχουν αναθεωρήσει προς τα πίσω τα πλάνα τους και προβλέπουν τώρα ότι, εφόσον πάρουν στα χέρια τους την οικοδομική άδεια εντός του επόμενου τριμήνου, το πρώτο μισό του 2019 θα ξεκινήσει η πρώτη φάση του έργου για τη δημιουργία του ξενοδοχείου και των υποστηρικτικών εγκαταστάσεων και υποδομών, με στόχο τη λειτουργία του το 2021, και στη συνέχεια, ανάλογα και με τη ζήτηση, θα προχωρήσει η κατασκευή των 40 συνολικά πολυτελών κατοικιών (επιφάνειας κατά μέσο όρο 250 τ.μ. εκάστη σε έκταση 1.000 τ.μ.) με ορίζοντα ολοκλήρωσης έως το 2025.
Σημειωτέον ότι η χώρα μας, δεδομένων των χαρακτηριστικών και των προοπτικών της στον τομέα της φιλοξενίας, περιλαμβάνεται στις τρεις χώρες της ευρύτερης περιοχής όπου σκοπεύει να επικεντρωθεί η NCH Capital, ειδικά στο κομμάτι του τουρισμού και του real estate: «Πέραν της Ελλάδας και του έργου στην Κασσιόπη, η NCH Capital επικεντρώνεται επίσης στην Κύπρο και το Μαυροβούνιο, καθώς θεωρούμε ότι οι χώρες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον», επισημαίνει ο κ. Σάντης. «Το Μαυροβούνιο έχει ομοιότητες με την Κύπρο σε ό,τι αφορά το μέγεθος, το είδος οικονομίας και τον προσανατολισμό προς τον δυτικό κόσμο και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ελλάδα είναι η χώρα με τον απόλυτο φυσικό πλούτο, την απαράμιλλη Ιστορία, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής και τις εξαιρετικές καιρικές συνθήκες. Η Κύπρος είναι η χώρα όπου ανδρώθηκα επαγγελματικά και είναι φυσικό να γνωρίζω τις δυνατότητες και τις προοπτικές της».
Επισημαίνεται εδώ ότι η NCH Capital είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους μεγαλύτερους ιδιωτικούς οργανισμούς διαχείρισης επενδυτικών και επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ελλάδα και τα Δυτικά Βαλκάνια και από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα έχει δημιουργήσει 25 επενδυτικά ταμεία, ενώ διαχειρίζεται κεφάλαια πέραν των 3 δισ. δολαρίων μέσω ενός δικτύου περιφερειακών γραφείων σε εννέα χώρες και της υποστήριξης περισσότερων από 200 έμπειρων συνεργατών. Μεταξύ των επενδυτών συμπεριλαμβάνονται κρατικά και εταιρικά συνταξιοδοτικά ταμεία, πανεπιστήμια και άλλοι οργανισμοί, ενώ η διεθνής παρουσία του ομίλου εκτείνεται σε ΗΠΑ, Ρωσία, Λατινική Αμερική, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα, Κύπρο, Κροατία, Ρουμανία, Αλβανία, Ουκρανία, Λετονία, Καζακστάν, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η NCH Capital είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους μεγαλύτερους δυτικούς επενδυτές στον κλάδο ανάπτυξης ακινήτων στα Βαλκάνια (γραφεία, κατοικίες, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, εκτάσεις γης κ.λπ.), ενώ στους τομείς της επιχειρηματικής της δραστηριότητας περιλαμβάνονται ακόμη οι επενδύσεις σε εισηγμένες εταιρείες, σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων αλλά και στην παραγωγή σιτηρών, όπου συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερες επενδυτές σε διεθνές επίπεδο.
Στο ερώτημα αν υπάρχουν και άλλοι κλάδοι στην Ελλάδα για τους οποίους η εταιρεία διατηρεί ενδιαφέρον, πέραν του τουρισμού και του real estate, ο κ. Σάντης επισημαίνει ότι «αυτή τη στιγμή έχουμε επικεντρωθεί στον τομέα των ακινήτων σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, αλλά με το δεδομένο ότι η NCH Capital, έχει παγκοσμίως ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων, αν προκύψει κάποια ενδιαφέρουσα ευκαιρία για επένδυση, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κανένα ενδεχόμενο. Στην Ελλάδα, όσον αφορά το κομμάτι του τουρισμού και του real estate, δεν επικεντρωνόμαστε μόνο στην Κέρκυρα. Εξετάζουμε όλες τις περιοχές στις οποίες θα μπορούσαν να υπάρξουν ευκαιρίες στον τομέα των ακινήτων και της φιλοξενίας – για παράδειγμα, η Αθήνα θεωρώ ότι είναι μία περιοχή που παρουσιάζει μεγάλες ευκαιρίες».
Πάντως, πέραν της Κασσιόπης, η εταιρεία φαίνεται ότι εξετάζει ήδη ακόμη μία επένδυση, μεικτού χαρακτήρα, στο νησί, το οποίο έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει περισσότερο τουρισμό υψηλότερων εισοδηματικών κριτηρίων, δεδομένων και των νέων επενδύσεων που ήδη έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογούνται. Ενδεικτικά αναφέρονται το καινούριο «Ikos Dassia» που λειτούργησε φέτος το καλοκαίρι από το δίδυμο «Ikos Sani» (το όνομα του οποίου ακούγεται ως ενδια-φερόμενο και για το πρώην «Club Med», με σκοπό τη μετατροπή του σε πεντάστερη μονάδα υψηλών προδιαγραφών), αλλά και το «Domes Miramare, a Luxury Collection Resort», με την υπογραφή του ομίλου Marriott σε συνεργασία με τη Ledra Hotels & Villas.
Η επένδυση της Κασσιόπης
Οσον αφορά ειδικά την επένδυση στα 490 στρέμματα της Κασσιόπης, «όραμά μας είναι η δημιουργία ενός καινοτόμου, πολυτελούς οικολογικού προορισμού ο οποίος θα συνδυάζει τον εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής και την απαράμιλλη αρχιτεκτονική με τον σεβασμό στο φυσικό κάλλος του τοπίου», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι επιτελείς του έργου, όπου το 93% αφορά χώρους πρασίνου και το 7% αντιστοιχεί στη δόμηση. Το Kassiopi Project θα υλοποιηθεί σε τρεις ζώνες δόμησης και από τη στιγμή που θα λειτουργήσει, προβλέπεται να δημιουργήσει έως 500 νέες θέσεις εργασίας, ενώ η πράσινη ανάπτυξη βρίσκεται στο επίκεντρο, με βιοκλιματικό σχεδιασμό και συστήματα ανάπτυξης «πράσινων» κτιρίων και τη δημιουργία φυσικών μονοπατιών με ελεύθερη πρόσβαση προς την παραλία, συστημάτων αφαλάτωσης, βιολογικού καθαρισμού και ανακύκλωσης διαχωρισμού απορριμμάτων και την κατασκευή υποδομών αντιπυρικής προστασίας.
Η πεντάστερη ξενοδοχειακή μονάδα περιλαμβάνει 90 δωμάτια και 76 σουίτες (έως 3 υπνοδωματίων) σε συνεργασία με κορυφαίο όνομα τουριστικής αλυσίδας, για το οποίο ήδη πραγματοποιούνται επαφές με τέσσερις ενδιαφερομένους, κορυφαία ονόματα της ξενοδοχειακής αγοράς, κάποια από τα οποία ήδη έχουν παρουσία στη χώρα μας, ενώ η μαρίνα θα είναι δυναμικότητας 60 σκαφών. Οσον αφορά τις 40 κατοικίες, θα αναπτυχθούν, σε δεύτερη φάση, σε δύο ξεχωριστά τμήματα της έκτασης, οι 19 στο ένα και οι 21 το άλλο «για την επίτευξη της αρμονίας και τη διατήρηση του φυσικού τοπίου», όπως αναφέρεται από τους συντελεστές του έργου. Ο ανεμόμυλος, κλασικό παραδοσιακό κερκυραϊκό κτίσμα που βρίσκεται στην περιοχή, θα ανακατασκευαστεί πλήρως για να δηλώνει την πολιτιστική ταυτότητα και κληρονομιά του τόπου.