Είμαστε στο 1975. Ο 18χρονος Σπύρος Θεοδωρόπουλος, δίνει πανελλήνιες εξετάσεις και περνά στην ΑΣΟΕΕ. Η ζωή είναι σκληρή για τον Σπύρο, που ήδη δουλεύει χρόνια τώρα και ξέρει ότι θα συνεχίσει, σπουδάζοντας παράλληλα. Και έτσι θα κάνει. Περνά από διάφορες δουλειές, κυρίως του κλάδου της εστίασης, μέχρι που το 1981, πιάνει δουλειά στην ιταλική εταιρεία ζαχαρωδών και παγωτών Aligel. Οι Ιταλοί βλέπουν ένα τεράστιο ταλέντο και το ένα φέρνει το άλλο, μέχρι το ’84, να αναλάβει CEO της εταιρείας παραγωγής και εμπορίας πραλίνας φουντουκιού, Interia. Η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια και, κάποια στιγμή, ο Θεοδωρόπουλος θα γυρίσει και στην πραλίνα και στις σοκολάτες, σε ένα γλυκό deal με την ιστορική σοκολατοβιομηχανία ΙΟΝ.
Όμως το ταλέντο του νεαρού Σπύρου Θεοδωρόπουλου είναι πολύ μεγάλο για να «περιοριστεί» εκεί. Έτσι, εκείνη τη χρονιά, το επιχειρηματικό του μυαλό διαβλέπει μια μεγάλη ευκαιρία. Το ελληνικό Δημόσιο καταργεί το μονοπώλιο στα σπίρτα και ο Θεοδωρόπουλος χρησιμοποιεί τις επαφές που έχει «χτίσει» στην Ιταλία και τα εισάγει σε ανταγωνιστικές τιμές. Οι πωλήσεις είναι εκρηκτικές. Το όνειρο θα κρατήσει για ενάμιση χρόνο, όταν θα απαγορευτεί -για λόγους ασφαλείας- η εισαγωγή των συγκεκριμένων σπίρτων. Όμως ο Θεοδωρόπουλος έχει βγάλει ήδη χρήματα, ώστε να κάνει την πρώτη του, ουσιαστικά, επιχειρηματική κίνηση.
Rewind στο 1973. Στο Μοσχάτο, τρεις εργολάβοι οικοδομών, οι Φώντας, Απόστολος και Ιωάννης Γαβαλάκης, ιδρύουν την Chipita, μια μικρή εταιρία που παρασκευάζει σνακ. Την ίδια ώρα, σε μια άλλη γωνιά της ελληνικής πρωτεύουσας, στα Εξάρχεια, ο 16χρονος Σπύρος Θεοδωρόπουλος χάνει τον πατέρα του. Είναι μια κομβική στιγμή και για τις δύο πλευρές που, κάποια στιγμή, η μοίρα θα συνδέσει. Γιατί, σε εκείνη την τρυφερή ηλικία, θα γνωρίσει τη σκληρή πλευρά της ζωής, όταν, μετά από καυγά με τους θείους του, αναγκάζεται να αφήσει την επιχείρηση του παππού -και του πατέρα του, αργότερα- με τα γλυκίσματα και τα γαλακτοκομικά είδη, Recor AE και να «παλέψει» μόνος του.
Επιστροφή στο 1986. Με τα χρήματα από τις πωλήσεις σπίρτων που σταμάτησαν απότομα και με ένα μικρό δάνειο που παίρνει από την Τράπεζα Εργασίας, το 1986 αγοράζει, το 50% από μια μικρή βιοτεχνία στο Μοσχάτο που φτιάχνει γαριδάκια. Είναι η Chipita, η οποία τότε στεγάζεται ακόμα στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Μοσχάτο. Διαθέτει μόλις 45 εργαζόμενους και κάνει τζίρο -με τα σημερινά δεδομένα- περίπου 400.000 ευρώ το χρόνο. Τρία χρόνια αργότερα, θα αγοράσει το υπόλοιπο 50%.
Όταν «εφηύρε» το κρουασάν
Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος είναι ένας φύσει ανήσυχος άνθρωπος. Ακόμα και όταν οι δουλειές πάνε καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, πάντα ψάχνει για κάτι καλύτερο, προσπαθεί να υλοποιήσει ιδέες που γεννά το μυαλό του. Και, ορισμένες φορές, έχει μια επιμονή η οποία μοιάζει με… εφήβου. Ο επιμένων όμως, νικά και αυτό αποδείχθηκε με αφορμή ακόμα μια απαγόρευση επιχειρηματικής δραστηριότητας στον Σπύρο Θεοδωρόπουλο.
Όπως έγινε με τα ιταλικά σπίρτα, που απαγορεύθηκαν για λόγους ασφαλείας, έτσι έγινε και με τα γαριδάκια, κύρια δραστηριότητα της Chipita, τα οποία απαγορεύθηκε να πωλούνται στα σχολεία και άρχισαν να δέχονται «πολεμική» ως προς τη διατροφική τους αξία. Με την ύπαρξη της Chipita να κινδυνεύει, ο Θεοδωρόπουλος σκέφτηκε να μεταπηδήσει αλλού. Όχι για να κάνει επιτυχία. Περισσότερο «για να βγάλουμε το μεροκάματο, να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις του μήνα, να βιοποριζόμαστε», όπως έλεγε.
Είχε ήδη αποκτήσει μια μικρή βιοτεχνία που έφτιαχνε πραλίνα. Ένας πελάτης του, μια κρουασαντερί στην Πατησίων, δίπλα στην ΑΣΟΕΕ, όπου σπούδασε, αγόραζε μεγάλες ποσότητες καθημερινά, κάτι που του κίνησε την περιέργεια. Πήγε, είδε ότι στην κρουασαντερί έβαζε την πραλίνα μέσα στα κρουασάν και τα πούλαγε και σκέφτηκε ότι θα ήταν μια καλή ιδέα να βιομηχανοποιήσει το κρουασάν με πραλίνα. Έφτιαξε ένα business plan και άρχισε να χτυπά πόρτες επενδυτών. Όμως οι επενδυτές, θα το αντιμετώπιζαν ως… «βλακεία». Αλήθεια, ποιος θα δεχόταν να τον ταπεινώσουν, αποκαλώντας «βλακείες» την ιδέα του, όχι μία, όχι δύο, αλλά… 21 φορές;
Ναι, έτσι το χαρακτήριζαν. Ο ίδιος ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος περιγράφει: «Έκανα 21 παρουσιάσεις, και όλοι μου λέγανε “παιδί μου, τι είναι αυτό το πράγμα… μακράς διάρκειας κρουασάν… πού σου ήρθε αυτή η βλακεία;”. Κανένας δεν έβαζε χρήματα βέβαια. Στο τέλος βρέθηκε ένα fund, το οποίο είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από κάποιους Ιταλούς επιχειρηματίες, οι οποίοι καταλάβαιναν λίγο περισσότερο από μακράς διάρκειας bakery προϊόντα. Έβαλαν τα λεφτά και αγόρασαν το 50% της εταιρείας με αύξηση κεφαλαίου».
Αυτό ήταν. Θα «γεννιόταν» το βιομηχανοποιημένο γεμιστό κρουασάν, που θα γινόταν συνώνυμο του τέλειου σνακ και θα έβαζε την Chipita στα «σαλόνια» του εξωτερικού, τραβώντας τα βλέμματα κολοσσών της εστίασης, διεθνώς. Γρήγορα η εταιρία εξελίσσεται σε «πρωταθλητή» των εξαγωγών, στέλνοντας ατομικά κρουασάν, mini κρουασάν και bake rolls στην ευρωπαϊκή αγορά και ενισχύοντας το δίκτυο διανομής της, μέσα από συνεργασία με την Pepsico, η οποία ήταν δικτυωμένη σε περισσότερες από 25 χώρες στην Ευρώπη και στην Αφρική.
Η εκτόξευση και ο Δασκαλόπουλος
Το 2006, με τις πωλήσεις να έχουν χτυπήσει «ταβάνι», η Chipita συγχωνεύεται με τη «ΔΕΛΤΑ», την «GOODY’S» και τον «Μπάρμπα Στάθη», δημιουργώντας τη Vivartia. Ήταν η εταιρεία που κατείχαν από 50% με τον παιδικό του φίλο από τα Εξάρχεια, Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Σημείωση: Δίπλα από τη Recor του πατέρα του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ο πατέρας του Δημήτρη Δασκαλόπουλου λειτουργούσε το γαλακτοπωλείο ΔΕΛΤΑ. Τα δύο παιδιά θα γίνονταν φίλοι, μέχρι εκείνο, το κομβικό σημείο.
Ήταν η απόφαση του Δασκαλόπουλου να πουλήσει -εν αγνοία του- την επιχείρηση στη MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου, που θα φέρει «πάγο» στις σχέσεις τους. Ακόμα και όταν ο Βγενόπουλος τον ορίζει διευθύνοντα σύμβουλο της Vivartia ABEE, ο θυμός του δεν «φεύγει». Έτσι, το 2010, μαζί με τον όμιλο Olayan από τη Σαουδική Αραβία (οι πλουσιότεροι Άραβες του κόσμου, μετά τη βασιλική οικογένεια της Σ. Αραβίας, με τους οποίους θα διατηρούσε σχέση αλληλοεκτίμησης) και τους επιχειρηματίες Φώλια, Φρέρη, Αραμπατζή και Νένδο, προχωρά στην εξαγορά της Chipita από την Vivartia, σε μια συμφωνία ύψους 730 εκατ. ευρώ.
Η… γλυκιά επιβεβαίωση
Fast forward στο 2022. Μετά το deal των 2 δισεκατ. δολαρίων που μεταβίβασε την Chipita στη Mondelez, πολλοί πίστεψαν ότι για τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο ήρθε η ώρα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη σύζυγό του, Λούσυ Τσώλου και τους τέσσερις γιους τους. Όμως θα διαψεύδονταν, μιας και ο ίδιος θεωρεί εαυτόν, όπως και όλους τους επιχειρηματίες που έχουν εξαγωγική δραστηριότητα, «πρεσβευτές» του ελληνικού επιχειρείν και θεωρεί ότι τα προϊόντα που φτιάχνονται εδώ, στον τόπο μας, πρέπει να ταξιδέψουν και στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Άλλωστε και ο ίδιος, πρόσφατα έλεγε στο Newmoney ότι “είμαι επιχειρηματίας-βιομήχανος και όχι fund“, εννοώντας πως όπου επενδύει, το κάνει για να μείνει.
Μιλώντας για διαψεύσεις: Πολύ καιρό υπήρχε το “φλέρτ” με την ιστορική σοκολατοβιομηχανία ΙΟΝ, αλλά οι διαπραγματεύσεις θα έμεναν μακριά από το φως της δημοσιότητας. Έτσι, όταν αποκαλύφθηκε ότι οι δύο πλευρές βρίσκονταν κοντά στο deal, η διάψευση θα “κράταγε” μόλις 6 εβδομάδες, μέχρι τη λιτή -αλλά… με γλύκα περιεκτική- ανακοίνωση της συμφωνίας απόκτησης του 45% των μετοχών της ΙΟΝ από τον Σπ. Θεοδωρόπουλο με δυνατότητα να αποκτήσει και την πλειοψηφία.
Σήμερα, έχοντας ως “ομπρέλα” των επιχειρήσεών του τη νεοϊδρυθείσα Bespoke -στην οποία συμμετέχουν όλοι οι έμπιστοι, επί σειρά ετών συνεργάτες του, αλλά και ο γιος του, Αντώνης, όλοι αναρωτιούνται εάν η κορωνίδα του νέου στέμματος θα είναι η ΙΟΝ, ή κάποιο από τα άλλα αποκτήματα της νέας αυτοκρατορίας του: Η αλλαντοβιομηχανία ΝΙΚΑΣ, η Ελληνικοί Χυμοί, η ΜΕΒΓΑΛ (κατέχει το 21%), η “Έδεσμα” και “Αμβροσία”, η συμμετοχή στη Wonderplant, ή κάτι άλλο…
Διαβάστε ακόμα:
Ενέργεια: Θα δοκιμαστεί η ενεργειακή επάρκεια της χώρας χωρίς το ρωσικό αέριο
Επιδότηση καυσίμων: Από σήμερα φθηνότερο για όλους το πετρέλαιο κίνησης (pics)