search icon

business stories

Σε νέο ιδιοκτήτη η οικία-μουσείο του ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου (pics)

Το εμβληματικό ακίνητο στους πρόποδες της Ακρόπολης βγήκε σε πλειστηριασμό με τιμή εκκίνησης 533.681 ευρώ και κατακυρώθηκε στις 936.000 ευρώ

Ένα ακίνητο, μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Αθήνας, άλλαξε χέρια μέσα από μια διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού που διήρκεσε περισσότερες από τρεις ώρες.

Πρόκειται για την οικία-ατελιέ και μετέπειτα μουσείο του αείμνηστου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου, η οποία βγήκε σε πλειστηριασμό την Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου, με τιμή πρώτης προσφοράς 533.831 ευρώ και μετά από διαδοχικά «χτυπήματα» κατακυρώθηκε στις 936.000 ευρώ.

Τι βγήκε στο σφυρί

Όσον αφορά το τυπικό σκέλος, πρόκειται για μία οριζόντια ιδιοκτησία- μεζονέτα, σε εντός σχεδίου περιοχή, ακριβώς δίπλα στην Ακρόπολη και τους πρόποδες του λόφου Φιλοπάππου.

Το ακίνητο απέχει μόλις 100 μέτρα από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο ύψος του Ηρωδείου, 50 μέτρα από το εστιατόριο «Διόνυσος Ζόναρς» και η θέση του κρίνεται «πλεονεκτική ως προς την γειτνίαση με τους πλέον γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας».

Tο οικόπεδο έχει έκταση 190 τ.μ., και το κτίριο περιλαμβάνει ημιυπόγειο, ισόγειο, Α΄ όροφο και Β΄ όροφο και είναι νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Έχει κατασκευαστεί προπολεμικά και ως έτος αποπεράτωσης θεωρείται το 1950 και έτος τελευταίας ανακαίνισης το 1990.

Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι «πρόκειται για τυπική παλαιά τριώροφη οικοδομή κατοικιών της Αθήνας», η οποία κατοικείται και ότι «το σύνολο της οικοδομής είναι σε πολύ καλή κατάσταση και επαρκώς συντηρημένο», ενώ η πρόσοψη πρόσφατα χρωματισμένη.

Έχει συνολική επιφάνεια 229,54 τ,μ. και αποτελείται:

-Στον πρώτο όροφο, επιφάνειας 117,34 τ.μ., από χωλλ, όπου και η κλίμακα ανόδου προς τον Β΄ όροφο, 4 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό.

-Στον δεύτερο όροφο, επιφάνειας 112,20 τ.μ. από ένα δωμάτιο, έναν ενιαίο χώρο χαρακτηριζόμενο ως πατάρι, κουζίνα και λουτρό.

Η πρόσβαση για τον Α’ όροφο, γίνεται από ξεχωριστή είσοδο που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του κτιρίου, επί της οδού Γουέμπστερ 5 Α.

Στην έκθεση εκτίμησης τονίζεται χαρακτηριστικά ότι «το κτίριο δεν είναι μεν διατηρητέο σύμφωνα με έγγραφα που έχουμε στη διάθεσή μας και την αναζήτηση που διενεργήσαμε, αλλά εκτιμούμε ότι δεν θα επιτραπεί από τους αρμόδιους φορείς κάποια μελλοντική κατεδάφιση».

Το ακίνητο ανήκε κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 100% στην Δροσούλα Βασιλείου, σύζυγο του Έλλιοτ Σλόαν και περιήλθε σε αυτήν αρχικά κατά την ψιλή κυριότητα και στη συνέχεια κατά πλήρη κυριότητα μετά το θάνατο της (επικαρπώτριας μέχρι τότε) μητέρας της Αγγελικής Βασιλείου.

Όσο για τα «βάρη» είναι αρκετά καθώς υπάρχουν προσημειώσεις και υποθήκες από το 2008 (υπέρ της Marfin Εγνατία Τράπεζα), αλλά και κατασχέσεις υπέρ του ΙΚΑ, της ΔΟΥ Α Αθηνών και η τελευταία που έγινε στις 14 Ιουνίου 2021 υπέρ της «Vega II NPL Finance DAC», -για ποσό οφειλής 200.000 ευρώ-, για λογαριασμό της οποίας λειτουργούσε ως επισπεύδουσα η Intrum Hellas.

Έτσι το ακίνητο προγραμματίστηκε να βγει σε πλειστηριασμό την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022. Ωστόσο, λόγω των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν για την κακοκαιρία «Ελπίδα» (αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων και των πλειστηριασμών στις 25 και 26 Ιανουαρίου) το προγραμματισμένο σφυρί δεν χτύπησε και μπήκε «σε αναστολή».

Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το επόμενο διάστημα υπήρξαν επαφές με πιθανούς αγοραστές, αλλά τελικά επανήλθε στην πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με προγραμματισμό για τις 21 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο Βασιλείου και το σπίτι-«σύμβολο»

Το ακίνητο της οδού Γουέμπστερ, που για δεκαετίες ήταν το σπίτι-ατελιέ του Σπύρου Βασιλείου, αποτέλεσε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής για την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Μετά τον θάνατό του λειτούργησε ως μουσείο με στόχο την προβολή και ανάδειξη του έργου του ζωγράφου, αλλά και τη διατήρηση του αρχείου του, από το 2004 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2016, οπότε και έκλεισαν οι πόρτες του ύστερα από μια πενταετία οικονομικής δυσχέρειας.

Στο μουσείο πραγματοποιούνταν εκπαιδευτικά προγράμματα και καλλιτεχνικά εργαστήρια για παιδιά και ενήλικες. Θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα Αθηναϊκού μοντερνισμού, μέσω του οποίου δινόταν η δυνατότητα ανασύνθεσης της καλλιτεχνικής διαδρομής μίας από τις πλέον πληθωρικές και εμβληματικές μορφές της νεότερης ελληνικής τέχνης.

Ο Σπύρος Βασιλείου, που γεννήθηκε το 1903 στο Γαλαξίδι και έφυγε από τη ζωή το Μάρτιο του 1985, υπήρξε κλασσικός εκπρόσωπος της περίφημης «γενιάς του ‘30», αλλά και ένας από τους πλέον παραγωγικούς, – 6000 ζωγραφικά έργα-, αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς Έλληνες εικαστικούς. Στο πρόσωπό του συνέπιπταν οι ιδιότητες του ζωγράφου, αγιογράφου, χαράκτη, σκηνογράφου, όπως και του συγγραφέα και δασκάλου. Σύμφωνα με τους ειδικούς «την καλλιτεχνική του παραγωγή χαρακτηρίζει η συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονών του ρευμάτων».

Σπούδασε από το 1921 ως το 1926 στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Αλέξανδρο Καλούδη και τον Νικόλαο Λύτρα, το 1929 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Στρατηγοπούλου και το 1930 κέρδισε το Μπενάκειο Βραβείο για τα σχέδια των τοιχογραφιών του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.

Ο ζωγραφικός κόσμος του επικεντρώθηκε σε οικεία πρόσωπα και σε νοσταλγικά αντικείμενα, όπως η παλιά λάμπα με την οπαλίνα κρεμασμένη σαν καντήλι στο μέσον ενός μπλε ουρανού, ο χαρταετός, το στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι, ο παλιός καθρέφτης, ενταγμένα πάντα σε μια εντελώς δική του τοπιογραφία.

Συμμετείχε σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις, όπως στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1964, της Αλεξάνδρειας το 1957 και του Σάο Πάολο το 1959. Το 1955 οι εικόνες που φιλοτέχνησε για τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Detroit παρουσιάστηκαν στο Ινστιτούτο της πόλης, ενώ το 1960 το έργο του “Φώτα και Σκιές” εξετέθη στο Μουσείο Guggenheim και τιμήθηκε με το τοπικό βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA.

Για πολλά χρόνια δίδαξε σε ελεύθερες σχολές και σε σχολές θεάτρου, ενώ ήδη από το 1927 άρχισε να ασχολείται και με τη σκηνογραφία. Έκανε την πρώτη σκηνογραφική του δουλειά για το Εθνικό Θέατρο το 1949 και μεταξύ πολλών άλλων το 1969 σκηνογράφησε την υποψήφια για Όσκαρ κινηματογραφική ταινία «Ηλέκτρα» του Μ. Κακογιάννη.

Η σύζυγος, οι κόρες και το μουσείο

Συνοδοιπόρος του στη ζωή ήταν η Αγγελική (Κική) το γένος Κωνσταντοπούλου με την οποία παντρεύτηκαν το 1945 και απέκτησαν δύο κόρες, τη Δροσούλα και τη Δήμητρα. Η ιδέα για τη μετατροπή του σπιτιού, όπου έζησε και δημιούργησε ο ζωγράφος από το 1957 μέχρι το θάνατό του, ήταν της γυναίκας του. Και πάλεψε για αυτό μαζί με τις κόρες της, αλλά δεν πρόλαβε να το δει να γίνεται πραγματικότητα καθώς και εκείνη «έφυγε» το 2002.

Στη συνέχεια ξεκίνησαν όλες οι απαραίτητες εργασίες και με τη στήριξη του υπουργείου Πολιτισμού, τα εγκαίνια έγιναν, όχι τυχαία, την Καθαρή Δευτέρα του 2004.

Τα πρώτα χρόνια το μουσείο είχε τεράστια απήχηση, αλλά από το 2009 και μετά, όταν η χώρα είχε εισέλθει στη σκοτεινή περίοδο της οικονομικής κρίσης, η προσέλευση του κόσμου άρχισε να μειώνεται σημαντικά και το μουσείο βρέθηκε αντιμέτωπο με οικονομικά προβλήματα.

Από το 2014 τα ηνία ανέλαβαν οι εγγονές του ζωγράφου Λούση Έλλιοτ (η πιο μικρή κόρη της Δροσούλας Βασιλείου) και Αντώνια Φωτοπούλου (κόρη της Δήμητρας Βασιλείου). Κάποια στιγμή η οικογένεια Βασιλείου μετά από μια εξαετία αγώνων δεν μπορούσε να συνεχίζει να το στηρίζει οικονομικά και το μουσείο έκλεισε το 2016.

Οι εμβληματικές «Καθαροδευτέρες

Σε αυτό το εμβληματικό ακίνητο στη σκιά της Ακρόπολης διοργανώνονταν επί σειρά ετών οι εμβληματικές Καθαροδευτέρες στις οποίες έδιναν το «παρών» οι περισσότεροι άνθρωποι της τέχνης, αλλά και της πολιτικής, για να γιορτάσουν τα Κούλουμα μαζί με τον εγκάρδιο και θυμόσοφο ζωγράφο και σκηνογράφο που είχε προνόμιο να είναι τόσο αναγνωρίσιμος ώστε να αποκαλείται με το μικρό του όνομα ως «μπάρμπα Σπύρος».

Το έθιμο ξεκίνησε από την Καθαρά Δευτέρα του 1925 όταν ήταν ακόμη σπουδαστής στην Καλών Τεχνών και συγκέντρωσε για πρώτη φορά τους συμφοιτητές του στο (τότε) σπίτι του. Από το τέλος του πολέμου και για 60 ολόκληρα χρόνια στο θρυλικό σπίτι-ατελιέ της οδού Γουέμπστερ 5, το έθιμο εξελίχθηκε σε «θεσμό»

Έτσι κάθε χρονιά την Καθαρή Δευτέρα, ζωγράφοι, ποιητές, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πολιτικοί έδιναν ραντεβού να φάνε, να πιούν και να γλεντήσουν μαζί με τον ζωγράφο, τη γυναίκα του και τις κόρες του.

Από το σαλόνι του ιστορικού νεοκλασικού παρέλασαν από τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη και τον Μίκη Θεοδωράκη, έως την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο Αλεξανδράκη με τη Νόνικα Γαληνέα, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Μποστ, μέχρι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και αμέτρητοι ακόμη.

Μετά τον θάνατο του ζωγράφου, η αγαπημένη του σύζυγος Κική, τιμώντας τη μνήμη του, συνέχισε την παράδοση μέχρι να φύγει και εκείνη από τη ζωή.

Διαβάστε ακόμη

Νέο «χτύπημα» στη γραφειοκρατία: Έναρξη ατομικής επιχείρησης από την οθόνη του υπολογιστή σας

Σπάει τα «κοντέρ» στα Airbnb η Ελλάδα, με 133.575 καταχωρήσεις καταλυμάτων, μόλις -2% έναντι του 2019 (διαγράμματα)

Η αλά τούρκα ΜΚΟ και ένα… ξεπλυματάκι, το «όχι» του Ολλανδού και το σχολείο στο Ελληνικό

 

Exit mobile version