Την κινητοποίηση ισχυρών ομίλων της χώρας από τους τομείς των κατασκευών, της ενέργειας και της βιομηχανίας προκαλεί ο νέος εθνικός σχεδιασμός της κυβέρνησης για την ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων και τη διαχείριση των αποβλήτων που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Υπουργικό Συμβούλιο από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη.
Τ ο σχέδιο, το οποίο αναμένεται να βγει σε δημόσια διαβούλευση τις επόμενες ημέρες και να θεσμοθετηθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο, βάζει ως κυρίαρχο στόχο τη μείωση των αστικών απορριμμάτων που καταλήγουν για ταφή στο 10% έως το 2030, από 80% που είναι σήμερα, προβλέποντας τη δημιουργία 3 έως 4 εργοστασίων ενεργειακής αξιοποίησης με πρώτη ύλη τα σκουπίδια. Οι μονάδες αυτές θα αποτελέσουν τμήμα ενός μεγάλου δικτύου υποδομών στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων, με κυρίαρχες επιλογές τη διαλογή στην πηγή, την οικιακή κομποστοποίηση, τη συλλογή ανακυκλώσιμων υλικών και σύμμεικτων αποβλήτων.
Στις μονάδες αυτές θα γίνεται παραγωγή ενέργειας από καύση δευτερογενών καυσίμων (SRF/RDF) και του υπολείμματος που θα παράγουν τα εργοστάσια επεξεργασίας αποβλήτων, σε πλήρη συμμόρφωση με τις αντίστοιχες κοινοτικές απαιτήσεις, ώστε να μειωθεί δραστικά η ταφή και να κλείσουν όλες οι χωματερές μέχρι τις αρχές του 2021. Επιπλέον, τα εναλλακτικά καύσιμα βάσει βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών θα μπορούν να αξιοποιούνται από την ενεργοβόρο βιομηχανία (π.χ. την τσιμεντοβιομηχανία), αντικαθιστώντας τα παραδοσιακά ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.
Το κυβερνητικό σχέδιο προσδιορίζει ενδεικτικά τις περιοχές όπου θα χωροθετηθούν οι μονάδες, και συγκεκριμένα: στις Περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, στην Περιφέρεια Κρήτης, στις Περιφέρειες Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδας και στις Περιφέρειες Αττικής και Στερεάς Ελλάδας.
Με βάση τον εθνικό σχεδιασμό, η ομαδοποίηση των περιφερειών έχει βασιστεί τόσο στις προτάσεις που έχουν καταθέσει οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ) όσο και στην ανάγκη για επίτευξη οικονομιών κλίμακας και γεωγραφικής εγγύτητας. Για παράδειγμα, στην Κεντρική Μακεδονία, με πρωτοβουλία του ΦΟΔΣΑ, υπάρχει πρόταση για τη δημιουργία της «Εγνατίας Διαχείρισης Απορριμμάτων».
Το σχέδιο, το οποίο εμφανίζεται να έχει υποβληθεί στα συναρμόδια υπουργεία, προβλέπει τη συνεργασία και των πέντε περιφερειών που συνδέονται με το οδικό δίκτυο της Εγνατίας οδού, με στόχο τη σταδιακή εξάλειψη της υγειονομικής ταφής των απορριμμάτων μέσα από συντονισμένες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, αξιοποίησης ΑΠΕ κ.ά. Αντίστοιχα, υπό εξέταση είναι η μονάδα της Κρήτης να υποδεχτεί και τα υπολείμματα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
Αρμόδιες πηγές με γνώση της αγοράς επισημαίνουν τη σημασία οι νέες μονάδες να γειτνιάζουν με βιομηχανίες ώστε να μπορεί να διατεθεί η θερμική ενέργεια που παράγουν (π.χ. στις μονάδες της ΔΕΗ μπορεί να αξιοποιηθεί η θερμική ενέργεια στις τηλεθερμάνσεις των πόλεων). Το ΥΠΕΝ έχει μελετήσει δύο -ακραία, όπως χαρακτηρίζει- σενάρια για τη δημιουργία μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αφήνοντας την επιλογή στους φορείς διαχείρισης.
Στο πρώτο όλο το δευτερογενές καύσιμο και το υπόλειμμα οδηγούνται στην τσιμεντοβιομηχανία, ενώ στο δεύτερο σε μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης αστικών απορριμμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις επιτυγχάνεται ο στόχος για χαμηλό ποσοστό υπολείμματος προς ταφή – 510.401 τόνοι και αντίστοιχα 468.798 τόνοι (ποσοστό 9,63% και 8,84% αντίστοιχα). Χωρίς ενεργειακή αξιοποίηση δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται ο εθνικός στόχος, με το ποσοστό διάθεσης για ταφή να υπολογίζεται σε 25,6% για το 2025 και σε 22,45% για το 2030.
Ποιοι επενδύουν στην καύση
Η ΔΕΗ είναι από τις πρώτες επιχειρήσεις που δεν έχουν κρύψει ότι η καύση απορριμμάτων είναι μέσα στα εναλλακτικά σενάρια που επεξεργάζεται για την εποχή μετά τον λιγνίτη στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Οι σημερινοί σταθμοί, που σταδιακά θα κατεβάζουν ρολά, αποτελούν εν δυνάμει υποδοχείς αντίστοιχων επενδύσεων, όπως και η υπό κατασκευή μονάδα «Πτολεμαΐδα 5», που είναι η τελευταία από τις λιγνιτικές μονάδες που θα σβήσουν και για την οποία η διοίκηση της ΔΕΗ έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αξιοποιήσει -μεταξύ άλλων- και τις τεχνολογίες ανάκτησης ενέργειας από σκουπίδια.
Η παραγωγή ενέργειας από απορρίμματα, που στην Ε.Ε. ανέρχεται σε 30% και στη χώρα μας μόλις σε 1,5% (κυρίως από παραγωγή βιοαερίου), ανοίγει το παιχνίδι στην αγορά και καλλιεργεί συνεργασίες μεταξύ ενεργειακών ομίλων και εταιρειών με μεγάλη τεχνογνωσία στον τομέα της διαχείρισης απορριμμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται να εδράζονται και οι συζητήσεις που ξεκίνησαν εδώ και καιρό μεταξύ της Motor Oil και του ομίλου Ελλάκτωρ για συνεργασία σε συγκεκριμένα πρότζεκτ. Η Ελλάκτωρ μέσω της θυγατρικής Ηλέκτωρ διαθέτει ένα πολύ δυνατό οπλοστάσιο στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων και της ενεργειακής αξιοποίησης του βιοαερίου που παράγεται σε ΧΥΤΑ.
Παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις δεν φαίνεται να έχουν καταλήξει σε κάποια οριστική συμφωνία, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι το εθνικό σχέδιο, το οποίο ξεκαθαρίζει το τοπίο της καύσης -μένει να αποσαφηνιστεί με τι όρους και κυρίως με ποιο κόστος και τι ρίσκο-, ενδέχεται να επιταχύνει τις εξελίξεις όχι μόνο μεταξύ των δύο ομίλων, αλλά και να οδηγήσει σε ευρύτερες συμφωνίες.
Ο όμιλος Ελλάκτωρ, που πρόσφατα υπέγραψε συμφωνία με τη ΔΕΗ στον τομέα της γεωθερμίας, είναι από τις εταιρείες που επίσης φέρεται να συνομιλούν με την Επιχείρηση για πρότζεκτ με επίκεντρο τις εγκαταστάσεις της στη Βόρεια Ελλάδα.
Από το κάδρο της καύσης δεν απουσιάζουν και άλλοι μεγάλοι όμιλοι που έχουν αναπτύξει ή επιδιώκουν να αναπτύξουν δραστηριότητα στα σκουπίδια, όπως η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η Μυτιληναίος, η Αβαξ, η Ιντρακάτ, η Μεσόγειος, αλλά και διεθνείς εταιρείες, όπως η γαλλική Suez, και φυσικά οι μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες της χώρας. Οι τελευταίες υπολογίζεται ότι αντικαθιστώντας το πετ κοκ με πρώτη ύλη από δευτερογενή καύσιμα μπορούν να ρίξουν έως και 30% το κόστος τους, γεγονός που δείχνει πόσο ελκυστικές είναι οι τεχνολογίες αυτές στη λειτουργία τους.
Πρόσφατα, η Τιτάν πήρε το πράσινο φως από το ΥΠΕΝ για την καύση RDF/SRF στις εγκαταστάσεις της στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης κατόπιν θετικής έγκρισης της τροποποιημένης περιβαλλοντικής μελέτης του έργου. Αντίστοιχα, η ΑΓΕΤ – Lafarge είναι μεταξύ των τσιμεντοβιομηχανιών που έχουν αναπτύξει ανάλογη δραστηριότητα στην περιοχή του Βόλου, εν μέσω όμως οξυμένων αντιδράσεων και κινητοποιήσεων. Φορείς της πόλης κατηγορούν την τσιμεντοβιομηχανία για περιβαλλοντική επιβάρυνση και έκλυση διοξινών από την καύση εισαγόμενου SRF από την Ιταλία, ενώ λάδι στη φωτιά έριξε πρόσφατα και η απόφαση του δήμου για τη δημιουργία εργοστασίου αξιοποίησης εναλλακτικών καυσίμων (SRF).
Στην αγορά θεωρούν βέβαιο ότι στα έργα της ενεργειακής αξιοποίησης θα εμπλακούν και επενδυτικά funds τα οποία ενδιαφέρονται να χρηματοδοτήσουν τέτοια πρότζεκτ με «κλειδωμένες» αποδόσεις. Oσοι πάντως παρακολουθούν τον τομέα της ενεργειακής αξιοποίησης, σημειώνουν ότι το θέμα της χρηματοδότησης είναι γκρίζα ζώνη. Oπως αναφέρουν, τα έργα αυτά θα μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν με ευρωπαϊκό χρήμα μόνο εφόσον καίνε υπόλειμμα και εκτός από ηλεκτρική παράγουν και θερμική ενέργεια ώστε να πληρούν τις αρχές και τους κανόνες της κυκλικής οικονομίας.