Για τους περισσότερους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, δεν υπάρχει καμία ασχολία που να συγκρίνεται με τις μάχες στο χορτάρι. Έτσι είναι η φύση του επαγγέλματος. Όμως υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις. Ο νεοζηλανδός Τιμ Μπράουν δεν ήταν κορυφαίο ταλέντο, όμως ήταν αρκετά καλός για να κερδίσει μία αθλητική υποτροφία στο πανεπιστήμιου του Σινσινάτι, στις ΗΠΑ και έπειτα να παίξει επαγγελματικά στην πατρίδα του. Κατάφερε, ακόμη, να αγωνιστεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής, το 2010, εκπληρώνοντας το όνειρο κάθε συναδέλφου του. Και δύο χρόνια αργότερα, όντας μόλις 31 ετών, αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του αλλού.
Πάντα τον ενδιέφεραν τα υποδήματα και τα τελευταία χρόνια της καριέρας του σκεφτόταν σοβαρά να φτιάξει την δική του μάρκα. Μα δεν είχε εμπνευστεί ούτε από τα πολύχρωμα, ίσως υπερβολικά φανταχτερά μοντέλα που των ποδοσφαιριστών, ούτε από τα μπασκετικά sneakers, που πλέον είναι τόσο στη μόδα. Έχοντας μεγαλώσει στην Νέα Ζηλανδία, τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα μαλλιού στον κόσμου, με τα 27 εκατομμύρια πρόβατα, ο Τιμ Μπράουν ήθελε να φέρει στην ζωή ένα μάλλινο, μινιμαλιστικό και φιλικό προς το περιβάλλον παπούτσι.
Πρώτα, αποφοίτησε με άριστους βαθμούς από το LSE, με πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων, το οποίο θα έσπευδε να χρησιμοποιήσει. Έχοντας παρατηρήσει την βιομηχανία των υποδημάτων, είχε εντυπωσιαστεί με το μέγεθος της και παράλληλα, είχε εντοπίσει μία ευκαιρία. Γιατί πίστευε πως ενώ πολλοί μπορούν να φτιάξουν ένα κομψό παπούτσι, λιγότεροι μπορούν να βρουν μία οικονομικά αποδοτική εφοδιαστική αλυσίδα. Έτσι, με ένα δάνειο 200.000 δολαρίων Νέας Ζηλανδίας και την βοήθεια μίας ομάδας γεωργικών επιστημόνων, ο Μπράουν δημιούργησε την δική του, ξεχωριστή συνταγή για ένα παπούτσι διαφορετικό από τα άλλα. Ο πρώην κεντρικός μέσος εξέλιξε ένας πατενταρισμένο, ειδικό, υπέρλεπτο υλικό παπουτσιού, φτιαγμένο με μαλλί από το νότιο νησί της πατρίδας του, που είναι αρκετά δυνατό για να αντέχει τις πιέσεις αλλά και αρκετά μαλακό για να παραμένει άνετο. Έπειτα, τα παπούτσια θα πλέκονται στην Ιταλία με επίσης πατενταρισμένο τρόπο, όπου γίνονται ένα με τις σόλες, φτιαγμένες από λάστιχο και ένα αφρώδες υλικό.
Έχοντας τα πρωτότυπα έτοιμα, ο Μπράουν άρχισε μία καμπάνια στο Kickstarter, διαφημίζοντας τα παπούτσια ως αθλητικά και άνετα, μα παράλληλα κομψά, που πραγματικά αφήνουν μικρό ανθρακικό αποτύπωμα. Η καμπάνια πήγε καλά. Ίσως υπερβολικά καλά. Ο Νεοζηλανδός στόχευε για 30.000 δολάρια, αλλά μετά από τέσσερις μέρες, έχοντας πουλήσει 1064 ζευγάρια και έχοντας μαζέψει 120.000 δολάρια, αναγκάστηκε να σταματήσει, γιατί είχε ξεμείνει από υλικά. Η ανταπόκριση από τον κόσμο ήταν τεράστια πηγή ενθουσιασμού, αλλά και άγχους, καθώς έδειχνε πως η ζήτηση ήταν πολύ μεγαλύτερη από το αναμενόμενο. Ο Τιμ Μπράουν χρειαζόταν έναν συνεργάτη.
Για καλή του τύχη, ο άνδρας μία φίλης της συζύγου του ήταν ένας από τους ανθρώπους που συνεισέφεραν στο Kickstarter και ήθελε να μάθει παραπάνω για το προϊόν. Ο Τζόι Ζγουίλινγκερ είναι ένας 38χρονός κάτοικος του Σαν Φρανσίσκο, που συχνά αρέσκεται να προσκαλεί τους φίλους του και να φτιάχνουν το δικό τους κρασί. Η διαδικασία λαμβάνει χώρα στην αυλή του και το κρασί αποθηκεύεται στο υπόγειο του σπιτιού του, σε ένα γαλλικό δρύινο βαρέλι. Λέει πως απλώς του αρέσει να βρομίζει τα χέρια του για να παράγει κάτι και αυτό ακριβώς το σκεπτικό θα εφάρμοζε και στην κατασκευή υποδημάτων. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν και πολύ σύντομα ήταν συνιδρυτές της Allbirds. Μετά από εκτενείς συζητήσεις, αποφάσισαν πως ήταν προτιμότερο να κάνουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά από τους περισσότερους ανταγωνιστές στον κλάδο. Μένοντας πιστοί στο μινιμαλιστικό τους ήθος, η Allbirds θα έβγαζε ένα και μόνο μοντέλο, το Wool Runner και η ίδια η εταιρεία θα ήταν ο μόνος παραγωγός και διανομέας του. Το Wool Runner κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2016, την ίδια μέρα που η Allbirds ανακοίνωσε μία επένδυση 2,7 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι, λοιπόν, άρχισε η αναμενόμενη ιστορία αγάπης μεταξύ της Σίλικον Βάλεϊ και των κομψών, άνετων και φιλικών προς το περιβάλλον παπουτσιών, που μπορούν να φορεθούν και στο γραφείο και στο γυμναστήριο.
Τα Allbirds άρχισαν να εμφανίζονται όλο και πιο συχνά στο βόρειο μέρος της Καλιφόρνια και έτσι έρχονταν όλο και περισσότεροι επενδυτές και το αντίστροφο. Ήταν σαν το ακριβώς αντίθετο ενός φαύλου κύκλου. Άλλωστε, με την περιβαλλοντολογική της συνείδηση, την μινιμαλιστική προσέγγιση και την διαφορετικότητα της από τις άλλες μάρκες, είναι λες και η Allbirds δημιουργήθηκε ακριβώς για την Σίλικον Βάλλεϊ. Τα Wool Runners έφτασαν μέχρι και στα πόδια του Larry Page, του συνιδρυτή της Google και μετά συνέχισαν την εκστρατεία τους προς τα νότια της πολιτείας. Στο Hollywood, οι παπαράτσι εντόπισαν τον Μάθιου Μακόναχεϊ και την Όπρα Γουίνφρι να φορανε Allbirds, ενώ τον Αύγουστο του 2018 ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ανακοίνωσε πως ήταν επενδυτής στην εταιρεία.
Η Allbirds παραμένει ακόμη στα χέρια ιδιωτών, οπότε τα οικονομικά της δεν βρίσκονται στην δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, μετά από γύρους επενδύσεων, η αξία της έχει φτάσει τα 1,4 δισεκατομμύρια, με το Axios να αναφέρει πως πρόκειται για μία κερδοφόρα επιχείρηση από την πρώτη χρονιά λειτουργίας της. Από τότε, έχουν κυκλοφορήσει και μερικά ακόμη μοντέλα, όμως όλα έχουν την ίδια βάση, μειώνοντας κατά πολύ τα κόστη για την εξέλιξη ενός παραπάνω μοντέλου. Όπως ήταν λογικό μετά από την επιτυχία αυτού του ιδιαίτερου εγχειρήματος, ανταγωνιστές σαν την Amazon και την Steve Madden, μεταξύ άλλων, έχουν προσπαθήσει να αντιγράψουν τα Wool Runners. Μάλιστα η Allbirds είχε μηνύσει την τελευταία το 2017, μα ο ο Μπραόυν και ο Ζουίλινγκερ δεν περιμένουν να φτάσουν ποτέ το μέγεθος ανταγωνιστών σαν την Adidas και την Nike. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εταιρεία τους. Όμως οι δύο άνδρες πραγματικά ελπίζουν πως όταν η βιομηχανία των υποδημάτων τους αντιγράφει, θα ασπάζεται και την χρήση «πράσινων» υλικών, πέρα από την αντιγραφή της εικόνας του παπουτσιού.
Διαβάστε ακόμα:
Ζονγκ Σανσάν: O «μοναχικός λύκος» είναι ο νέος πλουσιότερος Ασιάτης στον κόσμο
Χρονιά – κόλαφος το 2020 για τις αεροπορικές
Η νέα βρετανική ιδιομορφία: Καθυστερεί τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου