Πιθανότατα δεν έχετε ιδέα ποιος είναι, αλλά ο Luis Von Ahn, ένας επιχειρηματίας με στόχο να προσφέρει ελεύθερη εκπαίδευση σε όσο περισσότερα άτομα, μάλλον σας έχει ενοχλήσει τουλάχιστον μία φορά. Μάλιστα, είναι πολύ πιθανόν να έχετε πέσει πάνω στο έργο του και ίσως να έχετε ρίξει και μια κατάρα εκατοντάδες ή και χιλιάδες φορές.
Γιατί πριν γίνει συνιδρυτής και CEO της Duolingo, o μετανάστης από την Γουατεμάλα είχε ήδη δημιουργήσει το CAPTCHA, την τεχνολογία που χρησιμοποιείται από εκατομμύρια ιστοσελίδες, πλέον, για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στους ανθρώπους και τα λεγόμενα bots.
Και να σκεφτεί κανείς πως η ενασχόληση του με τους υπολογιστές ξεκίνησε από ένα ίσως επιτηδευμένο λάθος της μητέρας του. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80’, ο οκτάχρονος γιος της είχε ζητήσει μία κονσόλα παιχνιδιών της Nintendo, αλλά εκείνη γύρισε σπίτι με έναν υπολογιστή. Επίσης μετά από πρωτοβουλία και πολλές θυσίες της μητέρας του, ο μικρός Von Ahn πήγε στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο της χώρας, που τύχαινε να είναι το αμερικανικό. Εκεί θα τον ανακάλυπτε ένας υπάλληλος του φημισμένου πανεπιστημίου του Duke και πριν το καταλάβει, ο Γουατεμαλτέκος, όπως όντως λέγονται οι κάτοικοι της χώρας, σπούδαζε στην Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ.
Όσο για το θέμα των σπουδών του, δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα ήταν τα μαθηματικά, ανέκαθεν το αγαπημένο του μάθημα. Ακολούθησε ένα PhD λίγο πιο βόρεια, στο εξίσου αξιόλογο πανεπιστήμιο Carnegie Mellon, της Πενσυλβανία. Τα γρανάζια του μυαλού του άρχισαν να γυρνάνε όταν παρακολούθησε μία ομιλία για τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Yahoo, ένα από τα οποία ήταν η χρήση των bots από χάκερς για να δημιουργήσουν χιλιάδες ηλεκτρονικές διευθύνσεις.
Έτσι, ο διδακτορικός φοιτητής έφτιαξε μία ομάδα και μαζί έφεραν στον κόσμο ένα τεστ, που απαρτιζόταν από μία λέξη γραμμένη με περίεργο τρόπο, έτσι ώστε ένας άνθρωπος να μπορεί να την διαβάσει με λίγη προσπάθεια, αλλά όχι ένας υπολογιστής. Το τεστ CAPTCHA δούλευε και ο Van Ahn, τότε ένας 20αρης, το έδωσε στην Yahoo χωρίς να λάβει πίσω ούτε μισό σεντ. Έπειτα, η δημοφιλία της ακόμη μη παρακμάζουσας εταιρείας έκανε αυτήν την δοκιμασία για τα bots να εξαπλωθεί σε κάθε γωνία του διαδικτύου.
Αν οι υπολογισμοί του ίδιου του δημιουργού του είναι σωστοί, τότε περίπου το 10% ολόκληρου του πλανήτη έχει χαραμίσει τα 10 δευτερόλεπτα που συνήθως απαιτούνται για να λύσει κανείς ένα CAPTCHA. Η χρήση της λέξης χαραμίσει δεν είναι τυχαία, γιατί τον Von Ahn τον πείραζε τόσο ότι το τεστ θα μπορούσε να είναι πιο γρήγορο, αλλά και πιο χρήσιμο. Το 2005, λοιπόν, δημιούργησε το re-CAPTCHA, το οποίο είχε τον ίδιο σκοπό με την προηγούμενη εκδοχή του, αλλά οι λέξεις που παρουσίαζε ήταν παρμένες από παλιά βιβλία. Με αυτόν τον τρόπο, όταν κανείς έκανε το τεστ, βοηθούσε, παράλληλα, στην ψηφιοποίηση κειμένων για ένα διαδικτυακό αρχείο.
Αυτή την φορά, ο Von Ahn κατάλαβε την χρησιμότητα του έργου του και το 2009 το πούλησε στην Google για ένα αδιευκρίνιστο, μα σίγουρα στην τάξη των δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό. Αλλά όσον αφορά τα λεφτά, τα καλύτερα έρχονταν. Μία μέρα, όταν πια ο μετανάστης από την Γουατεμάλα δίδασκε στο Carnegie Mellon, τον προσέγγισε ο Τεχνολογικός Διευθυντής των New York Times με μία προσφορά που… δεν μπορούσε να αρνηθεί: «Ψηφιοποίησε 130 χρόνια φύλλων της εφημερίδας και θα λάβεις 42.000 δολάρια για κάθε χρονιά που φέρνεις στον ψηφιακό κόσμο, του είπε».
Για τον Von Ahn, αυτό ήταν εύκολο χρήμα, με τις επιταγές να φτάνουν κάθε μερικές μέρες. Έφταναν τόσο συχνά, που το πανεπιστήμιο του είπε πως δεν μπορεί να τον κρατήσει στο διδακτικό σώμα. Τι κάνεις, όμως, ως εξαιρετικά εύπορος 30αρης χωρίς δουλειά; Ρεαλιστικά, θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει σύνταξη, μα επέλεξε να ιδρύσει ένα startup.
Έχοντας εξασφαλίσει το ευ ζην για τον ίδιο και την οικογένεια του, είχε την πολυτέλεια να σκεφτεί όχι απαραίτητα πώς να βγάλει όσο περισσότερα χρήματα από την εταιρεία του, αλλά πως μπορεί να αφήσει ένα θετικό αντίκτυπο στον κόσμο. Είχε ήδη αποφασίσει πως θα εστίαζε στην εκπαίδευση, εκτιμώντας στο έπακρο την καλή μόρφωση που πήρε ως παιδί, μα δεν ήξερε σε ποιον τομέα. Αρχικά αναλογίστηκε τις δικές του ειδικότητες-τα μαθηματικά και τον προγραμματισμό-αλλά τελικά κατέληξε στις γλώσσες.
Αυτή είναι η ιστορία πίσω από το Duolingo, το οποίο μάλλον θα έχετε ακουστά. Η ίδρυση του ήρθε το 2012, ως δωρεάν εφαρμογή που βοηθά στην εκμάθηση των αγγλικών. Από τότε έπρεπε να απαντηθούν πολλά άλλα ερωτήματα. Πως κανείς μία εφαρμογή όχι υπερβολικά εύκολη άλλα και παράλληλα όχι υπερβολικά δύσκολη, ώστε να μην τρομάξεις τους πρωτάρηδες σε μία ξένη γλώσσα; Πως επιβιώνει ένα startup όταν δεν θέλει να χρεώσει τους χρήστες του; Πως βρίσκεις μία ισορροπία ανάμεσα στην εμπορευματοποίηση της μόρφωσης και την παροχή της ως δωρεάν αγαθό;
Μέσα στα επόμενα εννιά χρόνια, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα βρίσκονταν. Σήμερα, η Duolingo προσφέρει πάνω από 100 δωρεάν σεμινάρια σε 40 διαφορετικές γλώσσες και μετρά σχεδόν 40 εκατομμύρια μηνιαίους χρήστες, όπως αναφέρει το Business Insider. Πλέον, η εταιρεία προσφέρει και κάποιες παραπάνω υπηρεσίες επί πληρωμή, αν και είναι λίγοι αυτοί που καταβάλουν τα 12,99 δολάρια κάθε μήνα. Έτσι, τα περισσότερα κέρδη της Duolingo έρχονται από τις διαφημίσεις στην πλατφόρμα της, μία τακτική-μονόδρομος για πολλές επιχειρήσεις που θέλουν να παραμείνουν δωρεάν. Α, και πλέον, θεωρείται startup-μονόκερος, με αξιολόγηση που φτάνει τα 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Διαβάστε ακόμη:
Από χάκερ, έγινε CEO startup αξίας $7 δισεκατομμυρίων
Ο Τζεφ Μπέζος πουλά μετοχές της Amazon για δισεκατομμύρια
Επίθεση χάκερ στην Colonial Pipeline: Φόβοι για προβλήματα στον εφοδιασμό καυσίμων