Ο Φράνσις Ντέιβιντσον όταν ήταν πρωτοετής φοιτητής έψαχνε έναν τρόπο για να κερδίσει περισσότερα χρήματα. Έτσι, αποφάσισε τα καλοκαίρια να νοικιάζει το διαμέρισμά στο οποίο έμενε.
Ο νεαρός διαφήμισε και προώθησε το διαμέρισμά του μέσα από γνωστές πλατφόρμες ενοικίασης σπιτιών όπως οι Home Away και Airbnb. Κάπως έτσι κατάφερε να προσελκύσει τους πρώτους του πελάτες. Και ενώ ο Φράνσις χρειαζόταν μόλις 5.000 δολάρια συνολικά για να πληρώνει το ενοίκιό του, μόνο μέσα σε ένα καλοκαίρι κατάφερε να βγάλει περισσότερα από 14.000 δολάρια. Το διαμέρισμά του δεν έμεινε σχεδόν ποτέ ξενοίκιαστο αποκαλύπτει στο CNBC.
Μετά από αυτήν του επιτυχία, το πρώτο καλοκαίρι, ο Ντέιβιντσον δεν σταμάτησε εκεί. Επιθυμούσε να επεκτείνει την επιχείρησή του. Ξεκίνησε έτσι να μανατζάρει και άλλα διαμερίσματα συμφοιτητών του ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες γειτονικές πόλεις και πανεπιστήμια. Κάπως έτσι μετέτρεψε την αρχική του ιδέα σε start up παγκόσμιας εμβέλειας που επικεντρώνεται στον κλάδο των ενοικιάσεων καταλυμάτων.
Σήμερα, η εταιρεία του Ντέιβιντσον, η Sonder, μισθώνει και κατέχει ακίνητα με περισσότερες από 5.000 καταχωρήσεις σε 35 πόλεις σε όλο τον κόσμο. Η συνολική αξία της εταιρείας, εκτιμάται πως ανέρχεται στα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Τζεφ Μπεζος έχει στηρίξει έμπρακτα την ιδέα του νεαρού επενδύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στην εν λόγω εταιρεία. Η Sonder έχει καταφέρει να συγκεντρώσει συνολικά περισσότερα από 550 εκατομμύρια δολάρια όχι μόνο από εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων αλλά και από γνωστούς επενδυτές ανάμεσά τους ο πρώην παίκτης του μπέιζμπολ Άλεξ Ροντρίγκεζ και ο Έλον Μασκ.
Τα πρώτα βήματα
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ντέβιντσον προτού ξεκινήσει να στήνει την επιχείρησή του ήταν φυσικά να κάνει μια έρευνα αγοράς. Η Airbnb λειτουργούσε ήδη για 4 χρόνια και ο 28χρονος είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως η τουριστική βιομηχανία σταδιακά μετατοπίζεται από τα ξενοδοχεία σε πιο εναλλακτικά καταλύματα διαμονής. Ο νεαρός πίστευε ότι η μερική αυτή απασχόληση θα είχε κάποιο περιθώριο επέκτασης, Και η ιστορία απέδειξε ότι πράγματι υπήρξε μια σταθερή αγορά που τον έκανε πλούσιο. Το επόμενο καλοκαίρι επανέλαβε το πείραμα του, αυτή τη φορά τα έσοδα του εκτινάχθηκαν. Κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου 60.000 δολάρια.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Ντέιβιντσον αφοσιώθηκε πλήρως στην επέκταση της επιχείρησής του. Τότε, ζήτησε τη βοήθεια του ξαδέλφου του Πέλλαν και μαζί άρχισαν να εκμεταλλεύονται περισσότερα φοιτητικά διαμερίσματα όχι μόνο στο Μόντρεαλ – εκεί όπου ο ίδιος φοιτούσε – αλλά και σε ακόμη δέκα πόλεις. Έβαλαν αγγελίες και αναζητούσαν εργαζομένους και συγκεκριμένα «επιχειρηματίες φοιτητές» σε άλλες πόλεις που ήθελαν να κερδίσουν χρήματα στηρίζοντας την ιδέα του. Μέσα μόλις σε 3 καλοκαίρια τα έσοδα από αυτή την επιχειρηματική ιδέα ανήλθαν σε περισσότερα από 1 εκατομμύριο δολάρια.
«Πλέον δεν επρόκειτο για μια χαριτωμένη και μερική απασχόληση ενός νεαρού φοιτητή. Ήμουν πλήρως αφοσιωμένος σε αυτό που έκανα» υποστηρίζει.
Η νεοσύστατη επιχείρηση ονομάστηκε Flatbook και λίγα χρόνια αργότερα, εξελίχθηκε στη γνωστή σήμερα, Sonder. Η εταιρεία τον Φεβρουάριο του 2015 κατάφερε να λάβει χρηματοδότηση ύψους 6,5 εκατομμυρίων δολαρίων από μια ομάδα εταιρειών επιχειρηματικών κεφαλαίων με επικεφαλής την BDC Venture Capital και την Real Ventures. Το 2016, συγκέντρωσε επιπλέον 11,1 εκατομμύρια δολάρια από την εταιρεία Spark Capital που εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο μεταφέροντας και η ίδια την έδρα της στη συγκεκριμένη περιοχή. Ακολούθησαν 32 εκατομμύρια δολάρια που προήλθαν από την Greylock το 2017.
Μια εταιρεία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων
Το 2019, η εταιρεία κατάφερε να αξίζει σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Την ίδια χρονιά τα έσοδά της υπολογίζονταν σε 400 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, η πανδημία του κορωνοϊού έπληξε ραγδαία τον τουριστικό κλάδο και τα ταξίδια και πάγωσε την ραγδαία ανάπτυξή της.
Το περασμένο έτος ήταν «η πιο δύσκολη χρονιά για εμάς» υποστηρίζει ο Ντεβιντσον.
Πράγματι, η Sonder αναγκάστηκε να απολύσει 400 άτομα, περισσότερο δηλαδή από το 1/3 των εργαζομένων της. Αξίζει να σημειωθεί ότι απασχολούσε συνολικά 1.100 εργαζομένους μέχρι τον Μάρτιο του 2020. Η επιχείρηση, ωστόσο, κατάφερε να επιβιώσει κυρίως χάρη στις πολυήμερες διακοπές οι οποίες αποτέλεσαν το 80% των συνολικών εσόδων της. Η εταιρεία σημείωσε μια ακόμη σημαντική νίκη τον Ιούνιο του 2020, όταν και ανακοίνωσε τον τελευταίο γύρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, με πρόσθετη επένδυση 170 εκατομμυρίων δολαρίων και με επικεφαλής τη Fidelity, τη WestCap και την Inovia Capital που αποτίμησαν την αξία της εταιρείας στα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Διαβάστε ακόμη:
Δεσμευτική Συμφωνία Alpha Bank – Davidson Kempner για το «Galaxy» – Πώληση 80% της Cepal Holdings
Η συγχώνευση των λιμανιών Αμβέρσας- Zeebrugge πιέζει τον Πειραιά