Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παιχνίδι της μοίρας ή και ειρωνεία της Ιστορίας. Σίγουρα, όμως, αποτελεί μια μοναδική, αλλά συνάμα και θλιβερή σύμπτωση το γεγονός ότι την ερχόμενη Παρασκευή 14 Οκτωβρίου και μάλιστα την ίδια ώρα βγαίνουν στο σφυρί τα εργοστάσια δύο από εκείνα που αποκαλούνταν «βαριά ονόματα» της ελληνικής βιομηχανίας.
Ο λόγος για την Πετζετάκις και την Shelman, που η καθεμιά τους έχει γράψει τις δικές της ένδοξες σελίδες στο εγχώριο, -και όχι μόνο-, επιχειρηματικό στερέωμα.
Και οι δύο, ωστόσο, στην πορεία κατέρρευσαν και τα «ιμάτιά» τους βγαίνουν και ξαναβγαίνουν στο σφυρί. Ορισμένα από αυτά εξαγοράστηκαν από άλλες επιχειρήσεις. Κάποια άλλα όμως έχουν εξελιχθεί σε «δύσκολο σταυρόλεξο» για τους πιστωτές, με αποτέλεσμα η τιμή πρώτης προσφοράς να διολισθαίνει όλο και περισσότερο…
Η πρώτη ελληνική πολυεθνική
Η Πετζετάκις υπήρξε η πρώτη ελληνική πολυεθνική. Δημιούργημα του Αριστόβουλου Πετζετάκι, ενός ανθρώπου που μέσα από την εφευρετικότητα και τις πατέντες του άνοιξε για την εταιρεία του τους ορίζοντες των διεθνών αγορών.
Ανοιχτοχέρης, αφοσιωμένος στη δουλειά του, αλλά αναμφισβήτητα ηγετική προσωπικότητα αναγνωρισμένη από έντυπα όπως το Time και οι Financial Times που τον είχαν χαρακτηρίσει «εφευρέτη πρώτης γραμμής».
Η αφετηρία του ήταν μια ταπεινή βιοτεχνία κατασκευής ελαστικών εξαρτημάτων που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του στο Μοσχάτο. Ο Αριστόβουλος σπούδασε χημικός μηχανικός και όταν πήρε στα χέρια του τη μικρή βιοτεχνία τη μετέτρεψε σε έναν βιομηχανικό όμιλο για τον οποίο μιλούσαν σε όλο τον κόσμο.
Σε ηλικία μόλις 37 ετών απολάμβανε ήδη τη δόξα και τα οικονομικά οφέλη της διεθνούς αναγνώρισης. Bασικό «όχημα» της επιτυχίας ήταν η δημιουργία του εύκαμπτου ελαστικού πλαστικού σωλήνα Heliflex, αλλά και της μηχανής και των καλουπιών για την παραγωγή του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο σωλήνας Heliflex αντικατέστησε αμέσως το σωλήνα ruber που κυριαρχούσε στην ύδρευση, την άρδευση και τη γεωργία.
Σύντομα άρχισε να κατοχυρώνει διεθνείς πατέντες, οι οποίες αργότερα εκχωρήθηκαν σε κολοσσούς όπως οι Goodyear, Pirelli, Dunlop κ.α.
Tούτο αποτέλεσε το «διαβατήριο» για τη γιγάντωση της Πετζετάκις και την ίδρυση θυγατρικών σε 22 χώρες, με έμφαση στη M. Aνατολή και την Aφρική που είχαν τεράστιες ανάγκες ύδρευσης, ενώ παράλληλα έδινε το δικαίωμα χρήσης των πατεντών σε βιομηχανικούς κολοσσούς της εποχής, έναντι υψηλών royalties.
Tο 1968 ήρθε άλλη μια «χρυσή» πατέντα για τους σωλήνες αποχέτευσης που έφερε εκατομμύρια στα ταμεία της εταιρείας. Αυτή η θριαμβευτική πορεία συνεχίστηκε μέχρι το 1973.
H αρχή του τέλους
Τότε ο αιφνίδιος θάνατος του Aριστόβουλου Πετζετάκι, σε ηλικία μόλις 50 χρόνων, από καρδιακό επεισόδιο, ήταν το καθοριστικό γεγονός για να ξεκινήσει να γράφεται «η αρχή του τέλους». O φυσικός του διάδοχος, ο γιος του Γιώργος ήταν μικρό παιδί. Οπότε ανέλαβε τα ηνία, το 1986, όταν τέλειωσε τις σπουδές του στο Boston College και τα μεταπτυχιακά στο London School Of Econimics, σε ηλικία 23 ετών.
Στο μεταξύ όμως, είχαν μεσολαβήσει στις διοικητικές καρέκλες και το «ταμείο» συγγενείς, σύμβουλοι και «επενδυτικά κεφάλαια» που δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Διαδοχικές εξαγορές, επεκτάσεις χωρίς στρατηγική και σπατάλες, αποτέλεσαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.
Έτσι, ο Γιώργος Πετζετάκις είναι γεγονός ότι κάθισε εξ αρχής σε μια «ηλεκτρική καρέκλα». Για να καλυφθούν τα χρέη που στο μεταξύ είχαν δημιουργηθεί αναγκάστηκε να πουλήσει το πατρικό σπίτι στο Kεφαλάρι, ένα ακόμη σπίτι στη Φλόριντα και πολλά άλλα περιουσιακά στοιχεία. Tίποτα, όμως, δεν μπορούσε να κρατήσει την εταιρεία όρθια κυρίως από την ώρα, μάλιστα, που είχαν λήξει και οι πατέντες.
Αναγκάστηκε να στραφεί στην ελβετική Javes Services για χρηματοδότηση ύψους 25 εκατ. ευρώ. Xρήματα που δεν μπήκαν ποτέ στα ταμεία του ομίλου, με τον ίδιο τον Πετζετάκι να βρίσκεται εκτός διοικητικού συμβουλίου…
Το 2010 η μετοχή τέθηκε υπό επιτήρηση, καταγγέλθηκαν τρία ομολογιακά δάνεια συνολικού ύψους 122 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαια ήταν αρνητικά (71 εκατ.), ενώ οι υποχρεώσεις αυξάνονταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς (154 εκατ.), το ίδιο και οι συσσωρευμένες ζημίες από παρελθούσες χρήσεις (229 εκατ.).
Παράλληλα, οι 11 παραγωγικές μονάδες και το εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων του ομίλου σε Eυρώπη, Aμερική και Mέση Aνατολή χάθηκαν εν μέσω του σκληρού ανταγωνισμού από ασιατικές εταιρείες, αλλά και των αστάθμητων παραγόντων που εκείνη την εποχή κλόνιζαν τη διεθνή οικονομία.
Tον Nοέμβριο του 2011 έσκαγε σαν «βόμβα» η είδηση της σύλληψης του Γ. Πετζετάκι για χρέη προς το Δημόσιο, ύψους 2,1 εκατ. ευρώ. Το 2012 καταδικάστηκε ερήμην σε 10ετή φυλάκιση χωρίς αναστολή και έκτοτε αγνοείται, ενώ πιθανολογείται ότι έχει διαφύγει στο εξωτερικό μαζί με την Ιταλίδα σύζυγό Γκαμπριέλα.
Τα «απομεινάρια» της Πετζετάκις
O όμιλος τέθηκε επισήμως σε κατάσταση πτώχευσης το Δεκέμβριο του 2015 και στη συνέχεια με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 26 Ιουλίου 2016, διορίστηκε προσωρινή διοίκηση αποτελούμενη από τους Ευάγγελο Δαούτη, Συρίδωνα Αντωνάκη και Κυριακή Πετζετάκι Αργυροπούλου (χήρα του Αριστόβουλου Πετζετάκι), «με µόνη ειδική αρμοδιότητα την παραλαβή επιδόσεων, κοινοποιήσεων, γνωστοποιήσεων ή ειδοποιήσεων, και τον διορισµό αντικλήτου προς παραλαβή αυτών»…
Παράλληλα, άρχισαν να βγαίνουν στο σφυρί οι μονάδες της Πετζετάκις.
H εκκίνηση για τον εκπλειστηριασμό των ακινήτων δόθηκε στις 27 Iουνίου 2013 στο Δικαστικό Mέγαρο Θεσσαλονίκης και αφορούσε τη μονάδα που δέσποζε στη Bιομηχανική Περιοχή της Σίνδου. Mετά από επανειλημμένες άγονες προσπάθειες εξαιτίας της υψηλής τιμής πρώτης προσφοράς (9,24 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 5,5 εκατ. ευρώ αντιστοιχούσαν στην ακίνητη περιουσία και τα υπόλοιπα 3,74 εκατ. ευρώ στην κινητή περιουσία της εταιρείας), τελικά η ναυαρχίδα του ομίλου στη Bόρεια Eλλάδα πέρασε σε άλλα χέρια, τέλη Nοεμβρίου του 2015. Tο οικόπεδο 10,5 στρεμμάτων και το κτίριο εμβαδού 540 τ.μ., τα πήρε η εταιρία Aραμπατζής Eλληνική Zύμη, έναντι τιμήματος περίπου 1,5 εκατ. ευρώ.
H δεύτερη πράξη για τα ακίνητα της «αυτοκρατορίας» που βυθίστηκε στα χρέη, άρχισε και πάλι από τις δικαστικές αίθουσες, του Ειρηνοδικείου Θηβών αυτή τη φορά, και κατέληξε στην πλατφόρμα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Αφορά το κεντρικό εργοστάσιο της Πετζετάκις στον Eλαιώνα Bοιωτίας, -σύμβολο εξωστρέφειας για δεκαετίες, αλλά και σύμβολο της αποβιομηχάνισης της χώρας στη συνέχεια-, συνολικής έκτασης 246 στρεμμάτων, με βιομηχανικό συγκρότημα επιφάνειας 47.779,40 τ.μ., μαζί με τον μηχανολογικό εξοπλισμό.
Η Εθνική Τράπεζα χρόνια τώρα προσπαθεί να το πουλήσει, αρχικά για 15 εκατ. ευρώ, μετά για 12 εκατ. και στη συνέχεια για 9,26 εκατ. ευρώ. Όλοι οι πλειστηριασμοί, με τελευταίο στις 6 Οκτωβρίου 2021, κατέληξαν άγονοι.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2022, μετά από προσφυγή της Εθνικής Τράπεζας, το Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών, λαμβάνοντας υπόψη τη νεότερη έκθεση εκτίμησης (3/1/2022), με βάση την οποία «έχουν κλαπεί μηχανήματα και ουσιώδη εξαρτήματα άλλων μηχανημάτων με αποτέλεσμα η αξία των μηχανημάτων που βρίσκονται στο εργοστάσιο να υπολογίζεται στο ποσό των 600.000 ευρώ, ενώ οι εγκαταστάσεις της μονάδας δεν διαθέτουν φύλαξη τα τελευταία δύο έτη, τα κτίρια είναι εγκαταλειμμένα στο σύνολό τους, ο δε χώρος έχει λεηλατηθεί και έχουν αποξηλωθεί σημαντικά τμήματά τους, ώστε να μην είναι λειτουργικά στην υφιστάμενη κατάστασή τους», αποφάσισε την περαιτέρω μείωση της τιμής εκκίνησης στα 7.360.000 ευρώ (αξία εγκαταστάσεων 6.760.000 ευρώ και αξία μηχανολογικού εξοπλισμού 600.000 ευρώ). Με αυτή τη νέα τιμή θα χτυπήσει το σφυρί στις 14 Οκτωβρίου.
Η «πρωταγωνίστρια» στην αγορά ξυλείας
Παρόμοια ήταν η τύχη και της άλλης μεγάλης βιομηχανίας που φιγουράρει πλέον στη λίστα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Τον θεμέλιο λίθο της Shelman έβαλε το 1962 ο Παναγιώτης Ηλιάδης, με τη μονάδα της Χαλκίδας για την παραγωγή κόντρα πλακέ και πλακάζ. Βλέποντας πολύ μπροστά από την εποχή του, ο Ηλιάδης καταγράφεται ως ένας από τους πρώτους Έλληνες επιχειρηματίες που αναζήτησαν και βρήκαν ξένους επενδυτές, ικανούς να πιστέψουν στο όραμά του. Γι’ αυτό και η πλήρης επωνυμία της εταιρείας ήταν «Σέλμαν Ελληνοελβετική Βιομηχανία Επεξεργασίας Ξύλου Α.Ε.»
Στη συνέχεια, προχώρησε σε μπαράζ επενδύσεων και εξαγορών με στόχο την επέκταση της δραστηριότητας, της προϊοντικής γκάμας και των μεριδίων στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, τα επόμενα χρόνια αποκτήθηκαν η Ξυλεμπορική Πατρών Α.Ε., η Χατζηλουκάς Α.Ε. στη Βόρεια Ελλάδα, η Ι. Τζήλος Α.Ε. στα Γλυκά Νερά, αλλά και ποσοστό 50% στη Σέλμαν Σοφιανός Παρκέτα Α.Ε., εταιρεία παραγωγής και τοποθέτησης παρκέτων με δραστηριότητα και στη Ρουμανία μέσω της Sofrom Exim S.A.
Έτσι η Shelman μπήκε στην παραγωγή μοριοσανίδας και σε άλλα προϊόντα και το 1988 έκανε εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Για μια δεκαετία ο Π. Ηλιάδης αντλώντας κεφάλαια συνέχισε σε ανοδικό τέμπο, με τον όμιλο να γιγαντώνεται και να εξελίσσεται όχι μόνο στον απόλυτο leader της ελληνικής αγοράς, αλλά και σε μία από τις ισχυρότερες βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Σε αυτή τη διαδρομή το εργοστάσιο στο Βασιλικό Χαλκίδας μεγάλωσε φτάνοντας να αναπτύσσεται σε 400 στρέμματα και με ιδιωτικό λιμάνι, το 2004 έγινε το επόμενο μεγάλο βήμα με τη δημιουργία της δεύτερης μονάδας στην Κομοτηνή, ενώ η εταιρεία απέκτησε υπερσύγχρονα γραφεία στο Μαρούσι.
Την περίοδο που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, όμως, άρχισε να πέφτει η αυλαία για την ένδοξη εποχή της.
Στην οικονομική έκθεση του 2005 η κατάσταση αποτυπώνεται χωρίς περιστροφές, με τον Π. Ηλιάδη στο εισαγωγικό σημείωμα να τονίζει ότι «ήταν μια κακή χρονιά για την κερδοφορία της εταιρείας και του ομίλου», κάτι που απέδιδε «αφενός στη μείωση των πωλήσεων και αφετέρου στο αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω κυρίως του κόστους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού».
Σε εκείνη τη χρήση η Shelman, παρότι είχε κύκλο εργασιών 132 εκατ. ευρώ (έναντι 160,7 εκατ. την προηγούμενη), κατέγραψε ζημίες ύψους 11,95 εκατ. (έναντι κερδών 3,9 εκατ.), με τον δανεισμό να φτάνει στα 120 εκατ. ευρώ.
Λίγα χρόνια μετά ήρθε η ώρα του «πωλητηρίου». Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου του 2010 μεταβιβάστηκαν από την οικογένεια Ηλιάδη μέσω του Χρηματιστηρίου μετοχικά πακέτα ποσοστού 72,09% έναντι 11 εκατ. ευρώ. Νέος ιδιοκτήτης ήταν η θεσσαλική βιομηχανία ξυλείας Alfa Wood των Αντώνη Αδαμόπουλου και Χρήστου Αγοραστού, η οποία κατέστη τότε -με πέντε εργοστάσια και εννέα θυγατρικές πλέον- αδιαμφισβήτητη leader στην ελληνική αγορά ξύλου και προϊόντων ξυλείας, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες μεταποιητικές μονάδες στα Βαλκάνια.
Βέβαια, η Alfa Wood μαζί με το «βαρύ όνομα» και τα εργοστάσια, φορτώθηκε τις ζημιές, τις υποχρεώσεις που ξεπερνούσαν τα 175 εκατ. ευρώ, το υπεράριθμο προσωπικό και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον ραγδαίας υποχώρησης της οικοδομικής δραστηριότητας και των πωλήσεων, καθώς και αυξανόμενου ανταγωνισμού από τις εισαγωγικές εταιρείες, αλλά και από τη σταδιακή κυριαρχία των αλουμινένιων κατασκευών.
Υπό αυτές τις συνθήκες η πορεία της Shelman ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Έτσι, το 2014 τέθηκε σε καθεστώς πτώχευσης, παρότι εξακολουθούσε να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πάνελ τεχνητής ξυλείας στα Βαλκάνια, και με εξαγωγική δραστηριότητα σε πολλές χώρες.
Τα διαδοχικά σφυριά
Το «γαϊτανάκι» των πλειστηριασμών άρχισε από τον Δεκέμβριο του 2016 για τη μονάδα της Κομοτηνής με ελάχιστο τίμημα, τότε, τα 11,6 εκατ. ευρώ. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε ενδιαφερόμενος, από τον Σεπτέμβριο του 2018 το ελάχιστο τίμημα μειώθηκε στα 9,92 εκατ. ευρώ και πάλι χωρίς αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια, το 2018 και το 2019, βγήκαν στο σφυρί το εργοστάσιο της Shelman στο Βασιλικό Ευβοίας, αλλά και το σήμα της. Το συγκρότημα στο Βασιλικό πέρασε τελικά τον Μάιο του 2022, έναντι 23 εκατ. ευρώ, στα χέρια του επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη.
Η μονάδα της Κομοτηνής βγήκε ξανά σε πλειστηριασμό στις 29 Ιουλίου 2022 με τιμή πρώτης προσφοράς 12,82 εκατ. ευρώ και μετά στις 21 Σεπτεμβρίου με σημαντικά μειωμένη την τιμή εκκίνησης στα 9.615.000 ευρώ. Ωστόσο και οι δύο αυτές προσπάθειες δεν είχαν αποτέλεσμα.
Έτσι, στον επικείμενο πλειστηριασμό για τις 14 Οκτωβρίου, -με επισπεύδοντα τον σύνδικο πτώχευσης-, η τιμή εκκίνησης έχει μειωθεί περαιτέρω, στο 1/2 της μέσης τιμής των εκτιμήσεων των πιστοποιημένων εκτιμητών, δηλαδή στα 6.410.000 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι για την αγοραία αξία της μονάδας εκπονήθηκαν τρεις διαφορετικές εκθέσεις εκτίμησης, που κατέληξαν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Κατά τη μία, η αγοραία αξία των ακινήτων και του μηχανολογικού εξοπλισμού ανέρχεται σε 18,55 εκατ. ευρώ, κατά τη δεύτερη σε 10,6 εκατ. ευρώ και κατά την τρίτη σε 7,49 εκατ. ευρώ.
Η μονάδα και οι όροι επαναλειτουργίας
Πρόκειται για συγκρότημα βιομηχανικών κτιρίων εντός γηπέδου συνολικής έκτασης 297.288 τ.μ. στη ΒΙ.ΠΕ. Κομοτηνής.
Το συγκρότημα, το οποίο κατασκευάστηκε με διαδοχικές οικοδομικές άδειες από το 1998 μέχρι το 2003, περιλαμβάνει κτιριακές εγκαταστάσεις συνολικής επιφάνειας 55.220,48 τ.μ.
Η ποιότητα κατασκευής είναι η συνήθης για αντίστοιχης χρήσης κτίρια και ο βαθμός συντήρησης κρίνεται ικανοποιητικός δεδομένης της παλαιότητας, σε συνδυασμό με το ότι δεν λειτουργεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, η έκταση είναι περιφραγμένη, το μεγαλύτερο μέρος του μη δομημένου μέρους του γηπέδου αδιαμόρφωτο, ενώ ο ακάλυπτος χώρος πέριξ των κτιριακών εγκαταστάσεων ασφαλτοστρωμένος.
Η πρώην βιομηχανική μονάδα δραστηριοποιούνταν στον κλάδο της παραγωγής και επεξεργασίας ξύλου. Τα παραγόμενα προϊόντα ήταν μοριοσανίδες σε ακατέργαστη και επεξεργασμένη μορφή.
Πέραν του μηχανολογικού εξοπλισμού παραγωγής υπάρχει εργαστηριακός εξοπλισμός, οι απαραίτητες Η/Μ εγκαταστάσεις κίνησης, φωτισμού, πυρασφάλειας, θέρμανσης και ψύξης κ.ά., εξοπλισμός επίπλων, καθώς και 21 οχήματα (φορτωτές, γερανοί, ανυψωτικά, βυτία κτλ). Ο μηχανολογικός εξοπλισμός βρέθηκε σε καλή κατάσταση βάσει μακροσκοπικής παρατήρησης, αλλά είναι σε ακινησία από το 2013 που σταμάτησε η λειτουργία της μονάδας.
Διευκρινίζεται ότι ο υπερθεματιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να επαναλειτουργήσει το εκποιούμενο βιομηχανικό συγκρότημα για μια τριετία από την αγορά του, χωρίς σε αυτό το διάστημα να περιλαμβάνεται ο χρόνος των προπαρασκευαστικών εργασιών και ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος. Ο δεύτερος όρος είναι η πρόσκληση για την πρόσληψη εργαζομένων σε αυτό κατά το χρόνο παύσης της λειτουργίας του, με μισθό όχι μικρότερο από τον προβλεπόμενο στη συλλογική σύμβαση εργασίας κάθε ειδικότητας. Ακόμη, στον πλειστηριασμό δεν μπορούν να συμμετέχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα με ιθαγένεια ή έδρα εκτός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών.
Διαβάστε επίσης
REDS: Το παζλ της δημόσιας πρότασης της Reggeborgh και η επόμενη μέρα