Στη μεγάλη περιπέτεια του Covid-19 η απάντηση πρέπει να είναι νέες επενδύσεις για την αναδιάταξη της οικονομίας με μεγαλύτερο βάρος στην έρευνα και τη βιομηχανία. Το μήνυμα που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια του φετινού συνεδρίου του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, μπορεί να μη διέφερε στην ουσία του απ’ αυτά της δεκαετούς κρίσης στη χώρα. Πόσοι όμως μπορούν να πουν ότι υπηρετούν αυτόν τον σκοπό;
Το τελευταίο διάστημα στα Σπάτα και στην Κερατέα, σε χώρους ιδιοκτησίας της φαρμακοβιομηχανίας ELPEN, έχουν στηθεί δύο εργοτάξια. Η εταιρεία, που πλέον αποτελεί μία από τις ηγέτιδες δυνάμεις σε έναν κλάδο αιχμής που διεκδικεί περισσότερο χώρο στις διεθνείς αγορές, έχει ξεκινήσει ήδη μια διπλή μεγάλη επένδυση. Η πρώτη αφορά ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων και η δεύτερη ένα κέντρο βιοϊατρικής έρευνας και εκπαίδευσης.
Μια επένδυση άνω των 50 εκατ. ευρώ, η οποία επιχειρεί να ενταχθεί στο καθεστώς των στρατηγικών επενδύσεων και θα παίξει καταλυτικό ρόλο, ώστε η φαρμακοβιομηχανία των τριών παραγωγικών μονάδων και του μεγαλύτερου ελληνικού ιδιωτικού ερευνητικού, εκπαιδευτικού και πειραματικού κέντρου στο Πικέρμι, των 1.100 εργαζομένων, με τζίρο που φέτος θα φτάσει τα 225 εκατ. ευρώ και με εξαγωγές σε 40 χώρες, να επεκτείνει τις δυνάμεις της και να εξελιχθεί σε μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη σε έναν κλάδο άκρως ανταγωνιστικό.
Και όλα αυτά μόλις 55 χρόνια μετά την ίδρυσή της σε έναν χώρο μόλις 25 τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας από τον φαρμακοποιό Δημήτρη Πενταφράγκα και τη σύζυγο του Ελένη, τα αρχικά της οποίας σχηματίζουν το όνομα της βιομηχανίας.
Σήμερα ο όμιλος -πλέον- ELPEN, που διαθέτει τρεις εταιρείες υπό την ομπρέλα του, βρίσκεται στα χέρια της δεύτερης γενιάς της οικογένειας και συνδιοικείται απ’ τον κ. Κωνσταντίνο Πενταφράγκα, διευθύνοντα σύμβουλο, και τον κ. Θεόδωρο Τρύφωνα, αντιπρόεδρο του Δ.Σ., ο οποίος είναι και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ). Οπως εξηγεί στο «business stories» ο κ. Τρύφων, ο οποίος βρίσκεται στην εταιρεία από το 1992, η παραπάνω επένδυση αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης που θα ξεπεράσει σε βάθος τετραετίας τα 100 εκατ. ευρώ.
Το νέο κέντρο εφαρμοσμένης βιοϊατρικής έρευνας στα Σπάτα
«Οι επενδύσεις μας έχουν τρεις άξονες. Ο πρώτος και βασικός αφορά αφενός την Ερευνα και Ανάπτυξη για τα γενόσημα και τα φάρμακα με προστιθέμενη αξία και αφετέρου τον εκσυγχρονισμό των υπαρχουσών παραγωγικών μονάδων στο Πικέρμι. Ο δεύτερος αφορά το νέο κέντρο εφαρμοσμένης βιοϊατρικής στα Σπάτα, το οποίο και περιμένουμε να ενταχθεί στις στρατηγικές επενδύσεις, έχοντας βάλει ως στόχο την ολοκλήρωσή του ως τις αρχές του 2023. Ο τρίτος άξονας είναι ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής φαρμάκων στην Κερατέα. Αυτό περιλαμβάνει δύο καινοτόμες μονάδες παραγωγής σε τεχνολογίες στις οποίες σήμερα η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση, με εξαγωγικό προσανατολισμό σε ποσοστό 85%. Εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο περίπου τον Ιούνιο του 2022. Συνολικά, την επόμενη τετραετία, μαζί με κάποιες επενδύσεις που δρομολογούμε σε κάποιες εξειδικευμένες ή νέες μορφές φαρμάκων, όπως τα ογκολογικά σκευάσματα, το επενδυτικό μας σχέδιο ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ», εξηγεί ο κ. Τρύφων.
Ο ίδιος, εκκινώντας και από τον συνδικαλιστικό θεσμικό ρόλο του, υπογραμμίζει ότι συνολικά η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι σήμερα αυτή που έρχεται να δημιουργήσει το πρώτο αναπτυξιακό κύμα στην εποχή του Covid-19.
«Ο κλάδος μας, ξεπερνώντας μια δύσκολη δεκαετία και έχοντας ως αφορμή το γεγονός ότι για πρώτη φορά θεσπίστηκαν κίνητρα για επενδύσεις στον χώρο αυτό, έχει καταφέρει να προκαλέσει μεγάλη επενδυτική κινητικότητα. Αυτή τη στιγμή οι 28 ελληνικές φαρμακευτικές βιομηχανίες προχωρούν σε μεγάλα επενδυτικά προγράμματα για τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα δημιουργήσουν πάνω από οκτώ νέες παραγωγικές μονάδες και πάνω από 50 νέες γραμμές παραγωγής. Παράλληλα, όμως, θα υπάρχει πολύ μεγάλη ανάπτυξη των υφισταμένων ερευνητικών υποδομών. Ετσι υπολογίζουμε ότι τέλος του 2023 θα υπάρχουν στην Ελλάδα τουλάχιστον 15 ερευνητικά κέντρα και τμήματα που θα λειτουργούν σε ανταγωνιστικό βαθμό από ελληνικές βιομηχανίες. Φυσικά μέσα σε όλα αυτά ο όμιλος ELPEN έχει εξέχουσα θέση», τονίζει ο ίδιος.
Υπενθυμίζει δε τις πρόσφατες μελέτες που έχουν καταρτιστεί από το ΙΟΒΕ, την McKinsey & Company και την Grant Thornton, ότι οι επενδύσεις που γίνονται στη φαρμακοβιομηχανία έχουν τεράστια εγχώρια προστιθέμενη αξία και μεγάλους πολλαπλασιαστές για την οικονομία.
Ο κ. Τρύφων επισημαίνει ακόμα ότι «η ετήσια επίδραση στο ΑΕΠ υπολογίστηκε από το ΙΟΒΕ στο 130% της επένδυσης, ενώ η απόσβεση οποιασδήποτε κρατικής επιδότησης γίνεται μέσα σε 3,6 χρόνια. Επειτα δημιουργούνται μόνιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, καθώς και τεχνολογία που ενισχύουν την εξωστρέφεια της ίδιας της χώρας. Και φυσικά ας μην ξεχνάμε ότι η φαρμακευτική βιομηχανία αποτελεί πολύ σημαντικό πυλώνα, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να αυξήσει το ποσοστό της βιομηχανίας ως ποσοστό στο ΑΕΠ, που αποτελεί κύριο στόχο της κυβέρνησης» (σ.σ.: από 8,4% σήμερα σε 12% εντός δεκαετίας).
Το στρατηγικό σχέδιο
Γιατί όμως τώρα όλες αυτές οι επενδύσεις από την ELPEN; Ποια είναι η μεγάλη εικόνα που αποτυπώνεται στο στρατηγικό σχέδιό της; «Πρώτα απ’ όλα θέλουμε να έχουμε τη δυνατότητα να εισέλθουμε σε μια σειρά θεραπευτικών κατηγοριών. Να έχουμε τις παραγωγικές μονάδες και τις διαδικασίες που θα οδηγήσουν σε πληθώρα εγχώριων προϊόντων, που θα μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος των αναγκών των Ελλήνων ασθενών. Παράλληλα, αυτό θα μας δώσει μια ώθηση, ώστε να είμαστε περισσότερο ανταγωνιστικοί διεθνώς», απαντά ο κ. Τρύφων.
Το δεύτερο σκέλος αποτελεί και το πλέον υποσχόμενο κομμάτι, σύμφωνα με τον ίδιο: «Είναι ξεκάθαρο ότι τα επόμενα δέκα χρόνια το ελληνικό φάρμακο, που σήμερα αποτελεί το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, μπορεί να τα πάει ακόμα καλύτερα στις εξαγωγές». Και εξηγεί: «Πάρα πολλές περιοχές του κόσμου, όπως η Απω και η Μέση Ανατολή, θέλουν πιστοποιημένο ευρωπαϊκό φάρμακο και οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μεγάλη παράδοση. Αρα υπάρχει μεγάλη βάση, από την Ευρώπη ως την Απω Ανατολή, όπου μπορεί να στηριχθεί η ελληνική φαρμακοβιομηχανία και να αναπτυχθεί. Σε αυτές τις χώρες στοχεύουμε κι εμείς στην ELPEN», υπογραμμίζει ο κ. Τρύφων.
Μας λέει ακόμα ότι σήμερα το 25% των ετήσιων πωλήσεων του ομίλου αφορούν εξαγωγές. Οι μεγαλύτερες αγορές του είναι η Γερμανία, όπου λειτουργεί και θυγατρική, η Ιταλία, το Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, η Σιγκαπούρη και οι Φιλιππίνες. Το στρατηγικό σχέδιο της ELPEN έχει και μια τρίτη στόχευση. «Να εξελιχθούμε σε hub εκπαίδευσης και τεχνολογίας. Να υποστηρίζουμε κλινικά προγράμματα και έρευνες για να προσελκύσουμε ερευνητικά προγράμματα στη χώρα μας», λέει ο κ. Τρύφων. Ο όμιλος, μας πληροφορεί, φιλοξενεί 300 ερευνητικά προγράμματα έγκριτων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων.
Ακόμα μεγαλύτερη ώθηση σε αυτό αναμένεται να δώσει το νέο κέντρο εφαρμοσμένης βιοϊατρικής έρευνας και εκπαίδευσης, το οποίο οραματίστηκε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Κωνσταντίνος Πενταφράγκας. Ακόμα και για τον σχεδιασμό όλων αυτών, βέβαια, o όμιλος ELPEN, όπως και το σύνολο της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, πέρασε διά πυρός και σιδήρου στα δέκα χρόνια της κρίσης στη χώρα.
«Δυστυχώς τα τελευταία δέκα χρόνια, υπάρχει μεγάλη υποχρηματοδότηση στις δαπάνες υγείας», σχολιάζει ο κ. Τρύφων. «Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας είναι η υπερφορολόγηση που επιβάλλεται μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων και η οποία φτάνει στο 70%! Αυτό υπονομεύει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει η Ελλάδα», συμπληρώνει.
«Ευτυχώς, για πρώτη φορά το 2019 υπήρξε ένα κίνητρο από το κράτος με 50 εκατ. ευρώ που δόθηκαν ώστε να συμψηφιστούν επενδύσεις που κάνουν οι εταιρείες μέσα σε αυτό το καθεστώς υπερφορολόγησης, που ξεπερνά τα 1,8 δισ. ευρώ τον χρόνο! Για το 2020 ευελπιστούμε ότι θα δοθούν για τον ίδιο λόγο 100-150 εκατ. ευρώ», λέει ο κ. Τρύφων εστιάζοντας στο γεγονός ότι ακόμα και ένα μικρό ποσό που δόθηκε ως κίνητρο από το κράτος κινητοποίησε επενδυτικά την ελληνική φαρμακοβιομηχανία.
«Είναι ένα τεράστιο success story. Η βιομηχανία απέδειξε ότι ακόμα και στις δύσκολες συνθήκες αξιοποιεί αυτά τα κονδύλια και ήδη για το β’ εξάμηνο του 2019 υπεβλήθησαν επενδυτικές προτάσεις από ελληνικές -κυρίως- και κάποιες ξένες εταιρείες, ύψους 80 εκατ. ευρώ. Φέτος οι επενδυτικές προτάσεις θα πλησιάσουν τα 180 εκατ. ευρώ. Και όλα αυτά έχουν πολύ μεγάλο πολλαπλασιαστή. Γι’ αυτό και ως κλάδος αυτό που ζητάμε είναι να μειωθεί και με άλλους τρόπους η υπερφορολόγηση του clawback. Επίσης, αυτό να βασίζεται σε ένα πιο σταθερό πλαίσιο. Για παράδειγμα, να συμψηφίζονται επενδύσεις σε βάθος τετραετίας, όχι ετησίως, ώστε να μπορούμε να κάνουμε τον προγραμματισμό μας», λέει.
Ο όμιλος εν μέσω της πανδημίας συνεχίζει πάντως στην αναπτυξιακή τροχιά του, με τον κ. Τρύφωνα να προσδιορίζει τον μικτό κύκλο εργασιών στα 225 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος συνεργάζεται με πολλές πολυεθνικές, οι οποίες αποδίδουν το 25% του ετήσιου τζίρου. «Το υπόλοιπο 75% των προϊόντων είναι δικής μας ανάπτυξης, γενόσημα και φάρμακα προστιθέμενης αξίας, τα οποία παράγονται στην Ελλάδα και εξάγονται σε κάποιες χώρες», μας λέει ο κ. Τρύφων. Η ELPEN θεωρείται σήμερα leader στον καρδιομεταβολικό τομέα και στο αναπνευστικό.
Πώς βλέπει τον όμιλο σε βάθος πενταετίας; «Να είναι υγιής χρηματοοικονομικά. Να εξαρτάται λιγότερο από τις πωλήσεις στην Ελλάδα, να είναι διεθνώς ανταγωνιστικός και να πρεσβεύει την ελληνική τεχνολογία σε πάρα πολλές χώρες», απαντά υπογραμμίζοντας ότι «η εγχώρια παραγωγή και οι Ελληνες εργαζόμενοι αποτελούν μεγάλο πλεονέκτημα».
Η ιστορία
Το 1965, ο Δημήτριος Πενταφράγκας, πτυχιούχος της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετά από πενταετή εμπειρία στον φαρμακευτικό κλάδο, ιδρύει με τη βοήθεια της συζύγου του Ελένης Πενταφράγκα την ELPEN. Σε έναν χώρο 25 τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας, η ELPEN Α.Ε. παρασκευάζει τα πρώτα της προϊόντα, τα γενόσημα αντιβιοτικά Flemicin® (νοβοβιοκίνη) και Ertythropen® (ερυθρομυκίνη), με συμφωνία παρασκευής.
Το 1970 ξεκινάει η κατασκευή της μονάδας παραγωγής στο Πικέρμι. Μέχρι το τέλος του 1972 έχουν ανεγερθεί εγκαταστάσεις παραγωγής 3.000 τ.μ., εξοπλισμένες με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας. Παράλληλα, η ELPEN επεκτείνει το χαρτοφυλάκιο προϊόντων της και σε βιταμίνες και καρδιολογικά, ενώ συνάπτει σημαντικό αριθμό συμφωνιών παρασκευής με διάφορες πολυεθνικές εταιρείες
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας 1980, η ELPEN έχει πάρει τη θέση της ανάμεσα στις 50 πρώτες φαρμακευτικές εταιρείες της Ελλάδας. Με εκτεταμένες κατά 7.000 τ.μ. παραγωγικές εγκαταστάσεις, προχωρεί πλέον στην παραγωγή σειράς φαρμάκων, αρκετά από τα οποία είναι μέχρι και σήμερα ιδιαίτερα επιτυχημένα στις κατηγορίες της γαστρεντερολογίας και της καρδιολογίας. Κατά τη δεκαετία 1990, η ELPEN αναπτύσσεται ραγδαία και κατακτά τη 13η θέση μεταξύ περισσότερων από 250 φαρμακευτικές εταιρείες. Το χαρτοφυλάκιο προϊόντων της εταιρείας διευρύνεται με αρκετά φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα.
Το 1996 με την ίδρυση του Ερευνητικού, Εκπαιδευτικού και Πειραματικού Κέντρου (ΕΕΠΚ) βάζει σε λειτουργία μια μοναδική ιδέα, τη δωρεάν παροχή των ερευνητικών εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού της και όλων των αναγκαίων μέσων σε Ελληνες γιατρούς και επιστήμονες για την επίτευξη των ερευνητικών τους προσπαθειών, ενώ παράλληλα υλοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα για την ενίσχυση των δεξιοτήτων τους. Το 1997 τίθεται σε λειτουργία μονάδα παραγωγής με τεχνολογία αιχμής για ενέσιμες κεφαλοσπορίνες, όπου και παρασκευάζονται φάρμακα που προορίζονται για νοσοκομειακή χρήση, ενώ το 1999 η ELPEN μεταστεγάζει τα τμήματα πωλήσεων και marketing σε νέο ιδιόκτητο κτίριο 1.000 τ.μ. στο κέντρο της Αθήνας. Η ELPEN κάνει τις πρώτες εξαγωγές προϊόντων σε αγορές του εξωτερικού.
Τέλος, το ερευνητικό τμήμα της ELPEN στεγάζεται πλέον σε εγκαταστάσεις 1.000 τ.μ. και εξοπλίζεται με τεχνολογίες αιχμής που οδηγούν τους ειδικά εκπαιδευμένους ερευνητές στη δημιουργία ουσιωδώς ομοίων (γενόσημων) ιδιοσκευασμάτων και πρωτότυπων φαρμακευτικών προϊόντων. Τον Φεβρουάριο του 2012 ιδρύεται η θυγατρική εταιρεία της ELPEN στο Βερολίνο, η ELPEN Pharma GmbH, με στόχο να γίνει μια ουσιαστική και αναγνωρίσιμη δύναμη στη γερμανική φαρμακευτική αγορά. Επιπλέον, η ELPEN έχει εξασφαλίσει συνεργασίες για πρωτότυπα φαρμακευτικά σκευάσματα με πολυεθνικές εταιρείες, όπως οι Bayer, Takeda, Novartis, Ferring, Italfarmaco και Rontis.