Υπερεκτιμημένα και στη χειρότερη των περιπτώσεων ανύπαρκτα θεωρούν όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι τα οικονομικά οφέλη από την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, αφήνοντας πολλές χώρες υποδοχής με μεγάλα χρέη και υποχρεώσεις συντήρησης των υποδομών, σύμφωνα με ανάλυση του Council of Foreign Relations.
Οι πρόσφατοι αγώνες ανέδειξαν τη συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με το κόστος και τα οφέλη της φιλοξενίας ενός τέτοιου μεγα-γεγονότος. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2020 στο Τόκιο συνέχισαν ένα σερί δεκαετιών υπέρβασης του κόστους, το οποίο αυξήθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο μετά από την πρωτοφανή καθυστέρηση λόγω πανδημίας.
Σχεδόν όλες οι εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, το κόστος των οποίων συνέβαλε στην ελληνική κρίση χρέους, είναι τώρα εγκαταλελειμμένε. Τα δισεκατομμύρια χρέους της Ελλάδας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες συνέβαλαν στη χρεοκοπία της χώρας. Και αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα.
Για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα διαχειρίσιμο βάρος για τις πόλεις που τους φιλοξενούσαν. Οι διοργανώσεις γίνονταν σε πλούσιες χώρες και στην εποχή πριν από την τηλεοπτική μετάδοση, οι οικοδεσπότες δεν περίμεναν να βγάλουν κέρδος. Αντ’ αυτού, οι αγώνες χρηματοδοτούνταν από το δημόσιο, με τις χώρες αυτές να είναι σε καλύτερη θέση να αναλάβουν το κόστος λόγω των μεγαλύτερων οικονομιών τους και των πιο προηγμένων υποδομών τους.
Η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε ένα σημείο καμπής, γράφει ο οικονομολόγος Andrew Zimbalist, συγγραφέας τριών βιβλίων για τα οικονομικά των Ολυμπιακών Αγώνων.Οι αγώνες αυξάνονταν ραγδαία, με τον αριθμό των συμμετεχόντων στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες να διπλασιάζεται σχεδόν από τις αρχές του 20ου αιώνα και τον αριθμό των αγωνισμάτων να αυξάνεται κατά ένα τρίτο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης για το 2024 υπολόγισε ότι, από το 1960, το μέσο κόστος της φιλοξενίας ήταν τριπλάσιο της τιμής της προσφοράς
Οι πόλεις επενδύουν εκατομμύρια δολάρια για την αξιολόγηση, την προετοιμασία και την υποβολή υποψηφιότητας στη ΔΟΕ. Το κόστος του σχεδιασμού, της πρόσληψης συμβούλων, της διοργάνωσης εκδηλώσεων και των απαραίτητων ταξιδιών κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 50 και 100 εκατ. δολαρίων. Το Τόκιο δαπάνησε έως και 150 εκατ. δολάρια για την αποτυχημένη υποψηφιότητά του το 2016 και περίπου τα μισά για την επιτυχημένη υποψηφιότητά του το 2020, ενώ το Τορόντο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να διαθέσει τα 60 εκατ. δολάρια που θα χρειαζόταν για την υποψηφιότητα του 2024.
Μόλις μια πόλη επιλεγεί να φιλοξενήσει, έχει περίπου μια δεκαετία για να προετοιμαστεί για την υποδοχή αθλητών και τουριστών. Η πιο άμεση ανάγκη είναι η δημιουργία ή η αναβάθμιση άκρως εξειδικευμένων αθλητικών εγκαταστάσεων, όπως οι ποδηλατοδρομίες και οι στίβοι σκι, το Ολυμπιακό Χωριό και ένας χώρος αρκετά μεγάλος για να φιλοξενήσει τις τελετές έναρξης και λήξης.
Συνήθως υπάρχει επίσης η ανάγκη για γενικότερες υποδομές, ιδίως για στέγαση και μεταφορές. Η ΔΟΕ απαιτεί από τις πόλεις που φιλοξενούν τους θερινούς αγώνες να διαθέτουν τουλάχιστον 40.000 διαθέσιμα δωμάτια ξενοδοχείων, γεγονός που στην περίπτωση του Ρίο κατέστησε αναγκαία την κατασκευή 15.000 νέων δωματίων ξενοδοχείων. Οι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές και τα αεροδρόμια πρέπει επίσης να αναβαθμιστούν ή να κατασκευαστούν.
Συνολικά, το κόστος αυτών των υποδομών κυμαίνεται από 5 δισ. δολάρια έως περισσότερα από 50 δισ. δολάρια. Για παράδειγμα, περίπου το 85% του προϋπολογισμού των Αγώνων του Σότσι το 2014, που ξεπέρασε τα 50 δισ. δολάρια, πήγε στην κατασκευή μη αθλητικών υποδομών από το μηδέν. Περισσότερο από το ήμισυ του προϋπολογισμού των 45 δισ. δολαρίων του Πεκίνου του 2008 πήγε σε σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους και αεροδρόμια, ενώ σχεδόν το ένα τέταρτο πήγε σε προσπάθειες περιβαλλοντικού καθαρισμού.
Μεταξύ των οικονομολόγων έχει αναπτυχθεί συναίνεση ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες χρειάζονται μεταρρυθμίσεις για να γίνουν πιο προσιτοί για τους διοργανωτές. Πολλοί έχουν επισημάνει ότι η διαδικασία υποβολής προσφορών της ΔΟΕ ενθαρρύνει τη σπατάλη δαπανών, ευνοώντας τους πιθανούς οικοδεσπότες που παρουσιάζουν τα πιο φιλόδοξα σχέδια. Αυτή η λεγόμενη κατάρα του νικητή σημαίνει ότι οι υπερδιογκωμένες προσφορές, που συχνά προωθούνται από τα τοπικά συμφέροντα των κατασκευών και της φιλοξενίας, υπερβαίνουν συνεχώς την πραγματική αξία της φιλοξενίας. Οι παρατηρητές έχουν επίσης επικρίνει τη ΔΟΕ επειδή δεν μοιράζεται περισσότερα από τα ταχέως αυξανόμενα έσοδα που παράγονται από τους αγώνες.
Η διαφθορά έχει επίσης επηρεάσει τη διαδικασία επιλογής της ΔΟΕ. Σκάνδαλα δωροδοκίας αμαύρωσαν τους αγώνες του 1998 στο Ναγκάνο και του 2002 στο Σολτ Λέικ Σίτι. Το 2017, ο επικεφαλής της Ολυμπιακής Επιτροπής του Ρίο κατηγορήθηκε για διαφθορά επειδή φέρεται να πραγματοποίησε πληρωμές για να εξασφαλίσει τους αγώνες της Βραζιλίας, ενώ καταγγελίες για παράνομες πληρωμές ήρθαν στην επιφάνεια κατά την επιλογή του Τόκιο το 2020.
Ως απάντηση, η ΔΟΕ υπό τον Πρόεδρο Τόμας Μπαχ προώθησε μεταρρυθμίσεις στη διαδικασία, γνωστές ως Ολυμπιακή Ατζέντα 2020. Οι συστάσεις αυτές περιλαμβάνουν τη μείωση του κόστους υποβολής προσφορών, την παροχή μεγαλύτερης ευελιξίας στους οικοδεσπότες όσον αφορά τη χρήση ήδη υφιστάμενων αθλητικών εγκαταστάσεων, την ενθάρρυνση των υποψηφίων να αναπτύξουν στρατηγική βιωσιμότητας και την αύξηση του εξωτερικού ελέγχου και άλλων μέτρων διαφάνειας.
Διαβάστε ακόμη
Κώστας Νεμπής (OTE): Συνεχίζουμε τις μεγάλες επενδύσεις, επιταχύνουμε την εμπορική τους αξιοποίηση
Στάσσης: Χτίζεται η νέα ΔΕΗ στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης
Πυροτεχνήματα: Η χρήση τους εντείνει την ατμοσφαιρική ρύπανση
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ