Δεν είναι ευχάριστο, αλλά είναι η πραγματικότητα: σε κάθε κρίση υπάρχουν κάποιοι που επωφελούνται. Για την Ελλάδα, ο πόλεμος Ουκρανίας- Ρωσίας μπορεί να λειτουργήσει, μακροπρόθεσμα, αναπτυξιακά, εφόσον υποχωρήσουν οι οξείες παρενέργειες στην αγορά ενέργειας και το κύμα ανατιμήσεων που «ροκανίζουν» τα ελληνικά εισοδήματα.
Οι ευκαιρίες αφορούν κυρίως στην αγορά ενέργειας, αλλά επίσης στην αγορά τροφίμων/ αγροτική παραγωγή και στην αμυντική βιομηχανία.
Ιδιαίτερα για την τελευταία, η Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει την ιστορική συγκυρία για να μετατραπεί από χώρα- καταναλωτή αμυντικών συστημάτων, σε χώρα παραγωγής.
Η ιστορική στροφή της Ευρώπης
«Οι κοινωνίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού προτιμούν να δίνουν χρήματα σε κοινωνικά προγράμματα και υποδομές, να αντιμετωπίζονται οι εσωτερικές προτεραιότητες. Φυσικά οι αμυντικές δαπάνες δίνουν λιγότερη δυνατότητα να χρηματοδοτούν αυτά τα προγράμματα.» εξηγεί ο Ίαν Λέσερ, αντιπρόεδρος του German Marshall Fund of the United States. Το newmoney συνομίλησε μαζί του με αφορμή την συμμετοχή του στο Delphi Economic Forum VII: New Realities, τον Απρίλιο.
« Εάν η Ευρώπη χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα για την άμυνα, θα διαθέτει λιγότερα για άλλα πράγματα. Δεν θα είναι απαραίτητα δημοφιλής σε όλους στην Ευρώπη. Αλλά νομίζω ότι τώρα ακόμη και χώρες που αντιστέκονταν σε αυτό έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μη αντιμετώπιση μιας πιθανής υπαρξιακής απειλής θα ήταν ανεύθυνη.»
Μετά την ιστορική απόφαση της Γερμανίας να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες σε 2% του ΑΕΠ, Ιταλία και Αυστρία ακολούθησαν.
Σύμφωνα με την eurostat, το 2019, οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης των κρατών μελών της ΕΕ για την άμυνα ανήλθαν σε 168,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσοστό 2,6% των συνολικών δαπανών της γενικής κυβέρνησης και 1,2% του ΑΕΠ. Από το 2014, το μερίδιο των αμυντικών δαπανών στις συνολικές κρατικές δαπάνες αυξήθηκε ελαφρά.
Από το λήθαργο στη δειλή ανάπτυξη
«Μετά από μία μακρά φάση παρακμής, η ελληνική αμυντική βιομηχανία πέρασε, το 2020, σε μία φάση σταθεροποίησης και το 2021 σε φάση δειλής ανάπτυξης» περιγράφει στο newmoney ο Επίκουρος Καθηγητής Εθνικής Ασφάλειας στο Rabdan Academy, Σπύρος Πλακούδας.
« Το 2020, το οικοσύστημα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, πραγματοποίησε τα περισσότερα συμβόλαια στην ιστορία του, με συνολική αξία πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια. Μάλιστα, ορισμένες ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες έχουν διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, η Theon Sensors αποτελεί μία από τις κορυφαίες διεθνώς εταιρείες στην παραγωγή αισθητήρων και έχει κερδίσει συμβόλαια από την Αμερική έως τη Νότια Κορέα και την Ινδονησία. Το ίδιο ισχύει για την Intracom Defense Electronics και για άλλες.
Τώρα παρουσιάζεται μία ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα, λόγω του επανεξοπλισμού της Γηραιάς Ηπείρου. Ήδη, η Ελλάδα συζητά με τη Γερμανία για τη μεταφορά γραμμής παραγωγής των Leopard στην Ελλάδα, κάτι που μπορεί να μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα καταναλωτή αμυντικών συστημάτων σε χώρα παραγωγό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξαγωγές έως και 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.»
Κάντο όπως οι γείτονες
Οι ειδικοί της αμυντικής βιομηχανίας εξηγούν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να ανακαλύψει τον τροχό. Χρειάζεται μόνο να κάνει ότι κάνουν άλλες χώρες, κυρίως γειτονικές, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ.
«Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία αναδεικνύουν δυστυχώς με τραγικό τρόπο το πόσο μεγάλη ανάγκη αποτελεί για την Άμυνα της χώρα μας να υπάρχει ισχυρή Εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία (ΕΑΒΙ), η οποία θα υποστηρίζει επαρκώς τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας σε περιόδους κρίσεως» ξεκαθαρίζει στο newmoney o Τάσος Ροζολής, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού (ΣΕΚΠΥ). «Δεν μπορείς να βασίζεις την άμυνα σου στην καλοπροαίρετη μεν, ελεημοσύνη δε, της τελευταίας στιγμής των όποιων φιλικά προσκείμενων κρατών.
Η δημιουργία, όμως, ισχυρής ΕΑΒΙ, είναι σίγουρο ότι θα έχει μεγάλο θετικό αποτύπωμα και στην εθνική οικονομία. Αρκεί όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές ως ΣΕΚΠΥ, να θεσμοθετηθεί η συμμετοχή της στα εξοπλιστικά προγράμματα με τουλάχιστον 30% βιομηχανικές επιστροφές. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι αγορές οπλικών συστημάτων είναι μεν είναι αναγκαίες και σωστές για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά χωρίς ικανές συμπαραγωγές, δεν επιστρέφει ούτε προστιθέμενη αξία αλλά ούτε και απόκτηση τεχνογνωσίας στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι χώρες όπως το Ισραήλ έχουν στηρίξει την ισχυρή ανάπτυξη της εθνική οικονομία τους μέσα από την δημιουργία ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας.»
Οι Κορβέτες και η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί
«Αν οι νέες Κορβέτες που σχεδιάζεται να αποκτήσει το Πολεμικό Ναυτικό κατασκευαστούν σε Ελληνικό ναυπηγείο, με σημαντική συμμετοχή και άλλων επιχειρήσεων της ΕΑΒΙ, θα υπάρχουν εκτός των προφανών και επιπλέον οφέλη για την ελληνική οικονομία καθώς θα προσελκύσει και θα ανοίξει νέες αγορές για κατασκευή αντίστοιχων πλοίων από φιλικές χώρες, όπως παράδειγμα τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. » τονίζει ο Τ. Ροζολής.
« Αυτό εκτός από το γεωπολιτικό όφελος θα φέρει και κέρδος σε απόλυτα νούμερα που μπορεί ακόμα και να καλύψει το κόστος απόκτησης των νέων Κορβετών. Και επειδή στην Ελλάδα έχει γίνει συνήθειο σε κάποιους να θέτουν κατά καιρούς το ερώτημα : «τι θέλουμε, κανόνια ή νοσοκομεία;» η απάντηση έρχεται δυστυχώς από το παράδειγμα της Ουκρανίας και είναι: «Αν δεν έχεις κανόνια να υπερασπιστείς τη Χώρα σου δε θα έχεις στο τέλος ούτε Χώρα ούτε νοσοκομεία». Άρα, οι αμυντικές δαπάνες είναι ένα «αναγκαίο κακό», το οποίο όμως με κατάλληλο χειρισμό μπορεί να προσφέρει πολλά οφέλη αμυντικά, οικονομικά και γεωπολιτικά» καταλήγει ο Τ. Ροζολής. «Είναι απαραίτητο για παράδειγμα, να ενταχθούμε άμεσα στα προγράμματα για την ανάπτυξη του νέου ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους, αλλά και του νέου ευρωπαϊκού άρματος μάχης που σχεδιάζονται αυτή την εποχή. Αντίστοιχα και σε οποιαδήποτε παρόμοια προσπάθεια των ΗΠΑ.»
Και η «παράπλευρη» ωφέλεια- Μια «ευρωπαϊκή» Τουρκία;
Ο Ίαν Λέσερ υπογραμμίζει μία ακόμα «παράπλευρη» ωφέλεια για την Ελλάδα.
«Μπορεί η ουκρανική κρίση να σημαίνει ότι η Τουρκία απομακρύνεται από τη Ρωσία για λόγους που καταλαβαίνουμε» σημειώνει. «Εάν η Τουρκία έρθει, όντως, πιο κοντά στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ και τη Δύση, αυτό θα μειώσει την αίσθηση του κινδύνου στην Αθήνα.
Δεν νομίζω ότι Ουκρανία ή Τουρκία θα γίνουν μέλη της ΕΕ στο εγγύς μέλλον, για πολύ διαφορετικούς λόγους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη σχέση με την Ευρώπη. Θα μπορούσε. Πρόκειται για τη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές νόρμες, την οικονομία, τις πολιτικές δομές ασφάλειας, για όλα αυτά» καταλήγει ο Ι. Λέσερ.
Διαβάστε ακόμη:
Πόσο «πιάνει» σήμερα μία χρυσή λίρα – Η «κούρσα» ανόδου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία