Δέος. Μόνο αυτή η λέξη ταιριάζει για το τι νιώθει κανείς όταν επισκέπτεται το οινοκάστρο που έχτισε ο Γουσταύος Κλάους λίγο έξω απ’ την Πάτρα και το οποίο στέκει επιβλητικό εδώ και 160 χρόνια. Το «σπίτι» μιας ιστορικής οινοποιίας, της Achaia Clauss που έχει αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι της στην Ελλάδα.
Η τρίτη αρχαιότερη εταιρεία στη χώρα μας, μετά την Εθνική Τράπεζα και τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, που παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε τη δεκαετία του ’90 κατάφερε τελικά να ορθοποδήσει αναγεννώντας τον ίδιο της τον εαυτό, έστω κι αν το μέγεθός της δεν θυμίζει σε τίποτα το βιομηχανικό της παρελθόν.
Η κληρονομιά της όμως είναι τεράστια και στέκει επιβλητική απέναντι σε κάθε επισκέπτη του μουσείου που έχει δημιουργηθεί με κειμήλια και ιστορικά ντοκουμέντα στο οινοκάστρο, αλλά και από τις κάβες στα υπόγεια των ιστορικών κτιρίων με τα τεράστια δρύινα βαρέλια και τα σκαλιστά αφιερώματά τους στο «Αυτοκρατορικό Κελάρι», όπου, μεταξύ άλλων, φυλάσσεται και το παλαιότερο κρασί της Ελλάδας, η παλιά μαυροδάφνη του 1873!
Ή στο κελάρι με τα εμφιαλωμένα κρασιά που παλαιώνουν υπό απόλυτο σκότος, σταθερή θερμοκρασία 13 βαθμών Κελσίου και 70-75 βαθμούς σχετικής υγρασίας. Εκεί όπου ξεχωριστή θέση έχουν οι λιγοστές εμφιαλώσεις που έγιναν το 2004 με κρασί εσοδείας 1896, με την ευκαιρία της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Φυσικά τα μπουκάλια κείτονται στο πλάι για να βρέχεται ο φελλός…
Αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα θα αντικρίσει μια ολόκληρη πολιτεία που κάποτε έσφυζε από ζωή. Οι οικογένειες των εργατών εξάλλου έμεναν μόνιμα στον χώρο. Γι’ αυτό και υπάρχουν δύο εκκλησίες, ενώ λειτουργούσε και Δημοτικό Σχολείο. Χώροι που παραμένουν σε γενικές γραμμές αναλλοίωτοι παρά το πέρασμα του χρόνου, χώροι που αγκαλιάζει ο αμπελώνας, εκεί απ’ όπου ξεκινά το ταξίδι του κρασιού.
Πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα ιδιαίτερο «μουσείο» όπου δεν καταγράφεται απλώς η Ιστορία της οινοποιίας, αλλά και η Ιστορία της χώρας και της Ευρώπης – πάντα με επίκεντρο το οινοποιείο: από τις ιδιόχειρες αφιερώσεις της πρώτης οινοτουρίστριας εν έτει 1885, της αυτοκράτειρας Σίσσυς της Αυστροουγγαρίας μέχρι τις ευχαριστήριες επιστολές του Μπίσμαρκ ή του Λιστ, τις αναταράξεις του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από χώρος επίσκεψης βασιλέων μέχρι καταφύγιο ανταρτών και προγεφύρωμα πριν από την απελευθέρωση της Πάτρας από τον ΕΛ.ΑΣ., στα χρόνια της βιομηχανοποίησης της χώρας και εντέλει της αποβιομηχανοποίησης, όπου και τελικά επήλθε και το τέλος ενός μεγάλου Κεφαλαίου.
Οχι όμως και της εταιρείας Achaia Clauss που, παρά το διαφαινόμενο τέλος της κάπου στα μέσα του ’90 υπό το βάρος των υπέρογκων χρεών, τελικά θα διασωθεί και θα αλλάξει. Ετσι η οινοβιομηχανία με την εκρηκτική μεταπολεμική ανάπτυξη που έβαλε όλα τα προϊόντα της, όπως το Demestica, στα ελληνικά σπίτια αλλά και τις ταβέρνες, έχει γίνει και πάλι ένα οινοποιείο «για λίγους και καλούς», όπου πλέον όλα γίνονται στο χέρι, με τον παραδοσιακό τρόπο οινοποίησης και παραγωγής. Αυτόν που δεν χρειάζεται καν ρεύμα…
«Ουσιαστικά αναβιώνουμε τις παλαιές μεθόδους οινοποίησης», λέει στο «business stories» ο κ. Νίκος Καραπάνος, ο άνθρωπος που από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έχει αναλάβει όχι μόνο «θεματοφύλακας» του ιστορικού brand, καταφέρνοντας σε συνεννόηση με τις τράπεζες να μη σβήσει αυτό το ιστορικό κομμάτι της ελληνικής οινοποιίας, αλλά και να την εισάγει στον 20ό αιώνα με τρόπο βιώσιμο, όπως λέει, μακριά απ’ τα ράφια του σούπερ μάρκετ: «Δεν χρησιμοποιούμε μηχανήματα. Ολα γίνονται στο χέρι. Αφού παλαιώσουμε σε δρύινο βαρέλι, μετά εμφιαλώνουμε με βαρύτητα, χωρίς σταθεροποίηση, να φιλτράρεις κ.λπ.».
Κάπως έτσι η ετήσια παραγωγή στο ιστορικό οινοποιείο της Achaia Clauss δεν ξεπερνά πλέον τις 20.000 φιάλες. Οι περισσότερες αφορούν το σήμα Castro Clauss. Πολλές εξ αυτών θα κατευθυνθούν για παλαίωση.
«Ηταν μία στρατηγική απόφαση που πήραμε το 2000. Η εταιρεία για να επιβιώσει και να συνεχίσει να χαράσσει τον δρόμο της έπρεπε να γυρίσει στις αρχικές αξίες που επέβαλε ο Γουσταύος Κλάους», λέει χωρίς να κρύβει το γεγονός ότι η βιομηχάνιση του προϊόντος και η διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή υπονόμευσε τον ελληνικό οίνο.
Ο ίδιος πήρε στις πλάτες του ένα ιστορικό όνομα με πολλά χρέη και οικονομικά προβλήματα. Κατάφερε όμως να φτάσει έως σήμερα όχι μόνο διαφυλάττοντας το όνομα και τον οινικό πλούτο που βρίσκεται ακόμα στα υπόγεια κελάρια του ιστορικού οινοποιείου, αλλά με τους συνεργάτες του να επεκτείνει και να ψάξει premium κρασιά για τους οινολάτρες. Αυτή πλέον είναι η φιλοσοφία που εμπνέει την Achaia Clauss.
Παράλληλα ο ίδιος είναι τα τελευταία δέκα χρόνια ιδιοκτήτης των Αμπελώνων Κ. Αντωνόπουλου, όπου επίσης επιχειρήθηκε ένα reboot, ενώ υπάρχει και θυγατρική με έδρα το Γκλάντμπαχ της Γερμανίας, η Gutland, που από το 2007 παράγει, εμφιαλώνει και διακινεί διάσημα σήματα, όπως το Demestica, στο εξωτερικό.
Ο κ. Καραπάνος θεωρείται παιδί της Achaia Clauss. «Εδώ το 1977 κόλλησα τα πρώτα μου ένσημα, φοιτητής χημικός τότε, ως ανειδίκευτος εργάτης», λέει. Ο ίδιος θα ακολουθήσει και σπουδές Οινολογίας, εξελισσόμενος παράλληλα μέσα στην ιστορική οινοβιομηχανία. Κάπου όμως στα μέσα της δεκαετίας του ’80, την περίοδο που και ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος θα φύγει απ’ την οικογενειακή επιχείρηση (μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Achaia Clauss είχε περάσει στην οικογένεια του σταφιδέμπορου Βλάση Αντωνόπουλου) για να δημιουργήσει τους γνωστούς Αμπελώνες Κ. Αντωνόπουλου, θα φύγει για να φτιάξει τη δική του εταιρεία που θα ασχοληθεί με την οινοποίηση. Το όνομα της, Κυμοθόη. Αυτή τελικά θα αποτελέσει το σωσίβιο για την ιστορική οινοποιία όταν στα μέσα του ’90 και υπό την απειλή του λουκέτου ο κ. Καραπάνος, 40 ετών τότε, θα προτείνει να αποτελέσει την εναλλακτική λύση για την ιστορική Achaia Clauss.
«Hμουν τρελός και είχα πάθος. Εάν μου έλεγε κανείς τώρα να ξανακάνω κάτι τέτοιο, δεν ξέρω εάν θα το επαναλάμβανα. Hταν δύσκολη ιστορία. Είχε δικαστήρια, άγχος, βάρη, ήταν μiα εποχή πολύ δύσκολη», λέει σήμερα. Περάσαμε πολλά – και καλά και κακά. Μάθαμε όμως και πολλά. Και να μην απελπίζεσαι και να μην υπερτιμάς», προσθέτει. «Πλέον όλα έχουν έρθει σε μία ισορροπία και βασικά κάνουμε την “τρέλα” μας. Το είδαμε διαφορετικά. Οχι τόσο επιχειρηματικά με στόχο να βγάλουμε κέρδος, αλλά να κάνουμε το κέφι μας, να βγάζουμε ποιοτικά προϊόντα και φυσικά να συνεχίσουμε αυτή τη μεγάλη ιστορία που ήδη κλείνει τα 160 χρόνια».
Για την ιστορία πάντως το μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου και των κτιρίων που βρίσκονται στην Gutland, όπως την έλεγε η κόρη του Κλάους, είναι σήμερα στην κατοχή της Τράπεζας Πειραιώς.
Από το 1861 οινοποιεί…
Το 1859 ο Γουσταύος Κλάους, αντιπρόσωπος της εταιρείας Φελς και Σία, προβαίνει στην αγορά μιας έκτασης 60 στρεμμάτων στην περιοχή του Ριγανόκαμπου από τον κτηματία Γεώργιο Κωστάκη. Εκεί έχτισε τη θερινή κατοικία του, στην οποία φρόντισε το 1861 να φυτέψει αμπέλια. Είναι η χρονιά που θα ιδρύσει και την Αχάια Κλάους. Η κατοικία εξελίχθηκε σε ολόκληρο οικιστικό συγκρότημα με καθεδρικούς πύργους σε σχήμα κωδωνοστασίου, δίνοντας τη δυνατότητα σε ένα ολόκληρο χωριό να ζει, να εργάζεται και να αναπτύσσεται γύρω από τον κεντρικό πυρήνα του οινοποιείου. Στην πορεία του χρόνου, το πάθος και η σοφία του Γουσταύου μεταμόρφωσαν το μικρό οινοποιείο σε ένα ολόκληρο συγκρότημα, που γίνεται το λίκνο των κρασιών-θρύλων. Εως το 1908, όταν και πέθανε, η εταιρεία επικεντρώθηκε στην παραγωγή ευγενών κρασιών, όπως η Μαυροδάφνη καθώς και -σε μικρότερο βαθμό- στην παραγωγή Δεμέστιχας.
Η Μαυροδάφνη είναι το διασημότερο κρασί της εταιρείας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κλάους ονόμασε έτσι αυτή την ποικιλία του κρασιού προς τιμήν της αρραβωνιαστικιάς του Δάφνης, μιας μελαχρινής όμορφης Ελληνίδας με μαύρα μάτια, η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία. Η Δεμέστιχα, πάλι, προήλθε από το ομώνυμο ορεινό χωριό κοντά στα Καλάβρυτα, με τους κατοίκους του οποίου συνεργάστηκε ο Κλάους μόλις άνοιξε την εταιρεία.
Μετά τον θάνατό του και καθώς η θυγατέρα του ζούσε στη Γερμανία χωρίς να έχει την επιθυμία να ασχοληθεί με το οινοποιείο, η εταιρεία πέρασε στα χέρια του συνεργάτη του, Γκούντερντ. Ωστόσο, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάστηκε να πουλήσει την εταιρεία και να καταφύγει στο εξωτερικό. Μέχρι το 1920, οπότε και η εταιρεία πέρασε στα χέρια του Βλάση Αντωνόπουλου από πλειστηριασμό υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, όπου είχε περάσει η ιδιοκτησία της Αχάια Κλάους ως γερμανική αποζημίωση λόγω του Πολέμου, η οινοποιία είχε μειώσει αισθητά την παραγωγή της. Από το 1920, με ένα μικρό διάλειμμα την περίοδο της Κατοχής, η εταιρεία αναπτύχθηκε ραγδαία.
Το αποκορύφωμα έφτασε το 1955 όταν την επιχείρηση ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, ο οποίος εφοδίασε με νέα μηχανήματα το οινοποιείο ενώ φρόντισε και για την πρόσληψη ειδικών επιστημόνων.
Η εταιρεία εξελίχθηκε πλέον σε οινοβιομηχανία αφήνοντας ακόμα μεγαλύτερο αποτύπωμα στην τοπική κοινωνία, όπως εξάλλου μαρτυρεί και το μυθιστόρημα «Οι Φρουροί της Αχαϊας» του Τάσου Αθανασιάδη, το οποίο «πάτησε» πάνω στην ιστορία της οικογένειας Αντωνόπουλου. Οι μέρες ανάπτυξης της οινοβιομηχανίας θα συνεχιστούν ως τη δεκαετία του ’80, λειτουργώντας μάλιστα και νέο εμφιαλωτήριο.
Ηδη όμως στην αλλαγή της δεκαετίας τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα άρχισαν να γίνονται εμφανή, φτάνοντας να θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και την επιβίωση της εταιρείας. Εκείνη την εποχή η Τράπεζα Πειραιώς, πιστωτής αλλά και σύμβουλος της εταιρείας από την εποχή της προσπάθειας εισόδου της στο Χρηματιστήριο, ανέλαβε την πρωτοβουλία να βάλει στο τραπέζι όπου καθόταν μαζί με τις άλλες τράπεζες ένα σχέδιο επιβίωσης και εξυγίανσης της εταιρείας.
Κλειδί της όλης υπόθεσης ήταν η υπαγωγή της στις διατάξεις του άρθρου 44 του νόμου 1892/90 σχετικά με τις προβληματικές και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Ζητούμενο βέβαια ήταν η οικονομική εξυγίανση της εταιρείας. Πέρα όμως από τη ρύθμιση των χρεών χρειαζόταν και ο παραγωγικός μοχλός που θα έκανε τις μηχανές της Achaia Clauss να δουλέψουν ξανά.
Τελικά με επεισοδιακό τρόπο θα περάσει η πρόταση με αρκετές ζημιές σε τράπεζες, προμηθευτές, Δημόσιο και μετόχους και θα ξεκινήσει το νέο κεφάλαιο στην ιστορία της εταιρείας.
Από το 2000 υπό τον κ. Νίκο Καραπάνο θα ξεκινήσει η διαδικασία αναδιάρθρωσης φτάνοντας στο σήμερα.
Βασική εικόνα κειμένου: Το οινοκάστρο που έχτισε ο Γουσταύος Κλάους λίγο έξω από την Πάτρα και στέκει επιβλητικό εδώ και 160 χρόνια. Η κατοικία του Κλάους εξελίχθηκε σε ολόκληρο οικιστικό συγκρότημα με καθεδρικούς πύργους σε σχήμα κωδωνοστασίου, που δίνει τη δυνατότητα σε ένα ολόκληρο χωριό να ζει, να εργάζεται και να αναπτύσσεται γύρω από τον κεντρικό πυρήνα του οινοποιείου
Διαβάστε ακόμη:
Η ενεργειακή κρίση βάζει «βόμβα» στα θεμέλια του EU Green Deal
Οικογένεια Βαλιώτη: Από τις ΗΠΑ στη Λακωνία για επενδύσεις σε τουρισμό και αγροδιατροφή (pics)
Ιστορική αμυντική συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας και αγορά 3+1 φρεγατών Belharra