© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Είναι από τις εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας. Πριν από μία εβδομάδα, την 1η Μαρτίου 2020, συμπλήρωσε 60 χρόνια συνεχούς παρουσίας στα παγκόσμια και ελληνικά ναυτιλιακά δρώμενα.
Το ημερολόγιο έγραφε την 1η Μαρτίου 1960 όταν άρχισε την καριέρα του στην εταιρεία φορτηγών πλοίων ΧΑΝΔΡΗΣ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ που στεγαζόταν στο ιστορικό κτήριο των αδελφών Χανδρή, στην οδό Καραΐσκου 149 στον Πειραιά. Ο Μιχάλης Λάμπρος έγραψε και γράφει τη δική του ιστορία ειδικά στον τομέα της κρουαζιέρας έχοντας ζήσει από μέσα την γέννησή της στην Ελλάδα.
Σε πολύ νεαρή ηλικία αποφάσισε να ακολουθήσει τη Ναυτιλία. Η μοίρα έπαιξε το δικό της παιχνίδι.
«Εδώ υπάρχει ολόκληρη ιστορία την οποία θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ εν συντομία» λέει στο NM: «Γεννήθηκα στη Μυροβόλο Χίο το έτος 1941. Το 1959 αποφοίτησα από το ιστορικό Γυμνάσιο της Χίου. Από όσα θυμάμαι από τα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια, η μεγάλη μου επιθυμία ήταν να γίνω γιατρός. Η μοναδική εξωσχολική μου απασχόληση ήταν να διαβάζω βιβλία που αναφέρονταν στην ιατρική επιστήμη.
Τον Σεπτέμβριο του 1959 έλαβα μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ιατρικής Σχολής των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απέτυχα, είχα όμως την τύχη να με καλέσουν στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1960 ως επιλαχόντα. Αυτό είχε αρνητική κριτική από τους γονείς μου οι οποίοι αρνήθηκαν να με στείλουν στο «ξένο» μέρος, έτσι έλεγαν τη Θεσσαλονίκη. Απελπισμένος έφυγα για τον Πειραιά μήπως πείσω την αδελφή μου και τον γαμπρό μου, Ανδρέα Χανδρή να μεταπείσουν τους γονείς μου. Δυστυχώς δεν κατάφερα τίποτα.» Κάνει μία παύση και συνεχίζει: «Μετά από λίγες ημέρες, μου λέει ο γαμπρός μου ότι θέλει να με συναντήσει ο αείμνηστος Αντώνης Χανδρής για μια ιδιαίτερη συνομιλία».
Ο Μιχάλης Λάμπρος αναπολεί με συγκίνηση και νοσταλγία την πρώτη συνάντηση με έναν από τους κορυφαίους Έλληνες πλοιοκτήτες. Ακόμα θυμάται σαν να ήταν τώρα τα λόγια του Χανδρή. «Πήγα λοιπόν στο γραφείο της Καραΐσκου και ο Αντώνης Χανδρής με δέχθηκε φιλικά και με ενδιαφέρον.
Στην αρχή μου είπε: «Σε συγχαίρω Μιχάλη που το όνειρό σου είναι να γίνεις γιατρός για να σώζεις τις ζωές των ανθρώπων. Θέλω όμως να σου τονίσω ότι η επιστήμη που διάλεξες είναι δύσκολη και χρειάζονται πάρα πολλά χρόνια μέχρι να κατορθώσεις να τελειώσεις σπουδές και υποχρεώσεις. Θα φθάσεις στην ηλικία των 35 ετών και τότε θα πρέπει να ξεκινήσεις την καριέρα σου ως γιατρός. Όλα αυτά τα χρόνια θα ξοδεύεις τα χρήματα του πατέρα σου. Εγώ θα σε προσλάβω στην εταιρεία μου από την 1η Μαρτίου και θα σου δίνω καθαρό μισθό 1.500 δραχμές. Σου συστήνω επίσης μια και είσαι δυνατός στα μαθήματα, να δώσεις εξετάσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο που δεν είναι υποχρεωτική η φοίτηση για να εργάζεσαι συγχρόνως και στο γραφείο.
Φυσικά ενθουσιάστηκα από τον μισθό που θα έπαιρνα και σκέφτηκα, «εγώ γιατρός θέλω να γίνω, τι δουλειά έχω με τη Ναυτιλία; Θα δουλέψω όλο το χρόνο, θα μαζέψω χρήματα και του χρόνου θα δώσω πάλι εξετάσεις στην Ιατρική σχολή».
Άρχισε τη νέα του δουλειά με ενδιαφέρον. Το καταλυτικό γεγονός που τον έκανε να ερωτευτεί τη Ναυτιλία ήταν όπως διηγείται ο ίδιος «οι ατελείωτες εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα στον Πειραιά, όταν υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο χιλοστό πλοίο του Ελληνικού Νηολογίου που ανήκε στην εταιρεία Λιβανού τον Οκτώβριο του 1960 από τον τότε Υπουργό Ναυτιλίας αείμνηστο Γεώργιο Ανδριανόπουλο, τον Διευθυντή μου Γεώργιο Χανδρή, τον Δημήτριο Κωττάκη με τα ατελείωτα επαινετικά του άρθρα στα ιστορικά ΝΑΥΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ και από άλλους πολλούς παράγοντες της ναυτιλίας που διέπρεψαν στο μέλλον».
Άλλαξε ενδιαφέροντα και επιστήμη. Πέτυχε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και παράλληλα εργαζόταν στην εταιρεία Χανδρή.
«Από την 1η Μαρτίου 1960 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1964 εργάσθηκα σε όλα τα τμήματα των φορτηγών και δεξαμενοπλοίων της εταιρείας ΧΑΝΔΡΗ και μπορώ να πω ότι απέκτησα αρκετές εμπειρίες ως προς τον τρόπο λειτουργίας των πλοίων της εταιρείας, κάτι που χρησιμοποίησα αργότερα ως εφόδιο στις μελλοντικές μου δραστηριότητες».
Στα τέλη του 1964 αποφοίτησε από το Πάντειο και την επόμενη χρονιά γράφτηκε χωρίς εξετάσεις στο τρίτο έτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Τον Ιανουάριο του 1965 κατατάχτηκε στο στρατό ξηράς και απολύθηκε στο τέλος Ιανουαρίου του 1967.
«Μετά το πέρας της στρατιωτικής μου θητείας μετατέθηκα με απόφαση του αείμνηστου Αντώνη Χανδρή από την εταιρεία φορτηγών πλοίων στην εταιρεία των επιβατηγών υπερωκεανίων «Γραμμή Ελλάδος-Αυστραλίας».
Ανέλαβα με την βοήθεια ξενοδοχειακών συμβούλων την οργάνωση και τη λειτουργία ξενοδοχειακού τμήματος, κάτι που δεν υπήρχε μέχρι τότε στην εταιρεία» θυμάται ο Μιχάλης Λάμπρος:
«Τον Απρίλιο του 1971, με κάλεσε ο Αντώνης Χανδρής και μου πρότεινε να αναλάβω την διεύθυνση μιας από τις εταιρείες του στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Καταλαβαίνετε την χαρά και την ικανοποίηση που αισθάνθηκα με αυτή την πρόταση την οποία δέχθηκα χωρίς κανένα δισταγμό. Έτσι άρχισε μια νέα καριέρα για μένα στην μακρινή Αυστραλία.
Στην Αυστραλία βίωσα νέες εμπειρίες, απέκτησα νέους φίλους και συνεργάτες, εκτός των Ελλήνων που συναντούσα στις εκδηλώσεις της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και στις Ελληνικές Ενώσεις, και γνώρισα πολλούς αξιόλογους Αυστραλούς. Ένας εκ των οποίων ήταν ο αείμνηστος Γενικός Γραμματέας των Εργατικών Συνδικάτων και Πρωθυπουργός, Bob Hawke.
Τότε στην Ελλάδα είχαμε τη Χούντα και οι ιθύνοντες των Αυστραλιανών Εργατικών Συνδικάτων προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαμαρτύρονται για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, την χώρα που ήταν η κοιτίδα της Δημοκρατίας.
Από το 1967 έως το 1974 είχαμε συχνές αφίξεις των υπερωκεανίων στα λιμάνια της Αυστραλίας διότι εκτελούσαν δρομολόγια, το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ από τον Πειραιά όταν λειτουργούσε το Suez Canal, το ΑΥΣΤΡΑΛΙΣ, το ΕΛΛΗΝΙΣ και το ΒΡΕΤΑΝΙΣ από Σαουθάμπτον. Επίσης, είχαμε αρκετά συχνές αφίξεις στα τρία μεγάλα λιμάνια της Αυστραλίας Fremantle, Melbourne και Sydney».
Η διήγηση για τις αντιδράσεις των εργατών της Αυστραλίας για την Χούντα στην Ελλάδα ίσως βλέπουν για πρώτη φορά τα φως της δημοσιότητας:
«Κάθε φορά που περιμέναμε άφιξη με επισκεπτόταν στο γραφείο μου αντιπροσωπεία των Εργατικών Συνδικάτων και μου παρέδιδε ένα τηλεγράφημα για τον πραξικοπηματία Παπαδόπουλο, με πληρωμένη απάντηση, ζητώντας πότε θα παραιτείτο και πότε υπολόγιζε να προχωρήσει σε ελεύθερες εκλογές.
Κάθε φορά μου τόνιζαν ότι εάν δεν ελάμβαναν ικανοποιητικές απαντήσεις, τότε θα μποϋκόταραν τα υπερωκεάνια στο πρώτο λιμάνι, δηλαδή στο Fremantle. Φυσικά ουδέποτε έλαβαν την πληρωμένη απάντηση από τον Παπαδόπουλο.
Ευτυχώς πάντα με τη σοβαρή και επιτυχημένη παρέμβαση του φίλου μου Bob Hawke δεν προχωρούσαν στις απειλές μποϋκοτάζ».
Τα ο 1975 ήταν μια χρονιά καμπής για τον Μιχάλη Λάμπρο. Θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Αυστραλία.
«Φτάσαμε στις αρχές του 1975, όταν αν θυμάμαι καλά, ο Υπουργός Πετρελαίων της Σαουδικής Αραβίας ΥΑΜΑΝΙ αποφάσισε μέσα σε μια νύχτα να αυξήσει τις τιμές των καυσίμων από τα περίπου 18 δολάρια τον τόνο στα 80 δολάρια. Αυτή η κίνηση ήταν η χαριστική βολή για τα υπερωκεάνια της εταιρείας ΧΑΝΔΡΗ, διότι οι ημερήσιες καταναλώσεις πετρελαίων κυμαίνονταν από 200 έως 270 τόνους. Η γραμμή της Αυστραλίας πλέον ήταν πέρα για πέρα ασύμφορη» θυμάται:
«Τον Μάιο του 1975 έλαβα εντολή να κλείσω το Γραφείο αφήνοντας σε λειτουργία μόνο το marketing και το operation και να επιστρέψω στην Ελλάδα, κάτι που έγινε στο τέλος Μαΐου του 1975».
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανέλαβα με εντολή του Αντώνη Χανδρή την γενική διεύθυνση του εργοστασίου καλωδίων που είχε ανοίξει στον Βόλο. Σε ερώτησή του στον Αντώνη Χανδρή γιατί τον διάλεξε στην βιομηχανία, ενώ όλες οι μέχρι τότε εμπειρίες του ήταν στον τομέα της Ναυτιλίας, η απάντηση ήταν: «Μιχάλη έχεις πετύχει πολλά στη ναυτιλία, γιατί να μην πετύχεις και στον τομέα της λειτουργίας των καλωδίων;»
Στο εργοστάσιο παραγωγής και διάθεσης καλωδίων έμεινε μέχρι τις αρχές του έτους 1978, οπότε πάλι με εντολή του εργοδότη του επέστρεψε στα κρουαζιερόπλοια της εταιρείας που είχαν ήδη δρομολογηθεί σε άλλες περιοχές μετά την τελική ματαίωση των Γραμμών Αυστραλίας και Αμερική.
«Ανέλαβα ως Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων και επαφών με ξένες εταιρείες που παρείχαν υπηρεσίες στην εταιρεία ΧΑΝΔΡΗ. Από αυτή τη θέση παραιτήθηκα στις αρχές του 1980 διότι εν τω μεταξύ άρχισα δική μου δουλειά με φορτηγά πλοία. Το όνειρό μου όμως πάντα ήταν να επιστρέψω κάποια μέρα στην κρουαζιέρα» περιγράφει τη νέα στροφή στην καριέρα του.
«Στον τομέα της φορτηγού ναυτιλίας δραστηριοποιήθηκα τα έτη 1980 έως 1985. Ξεκίνησα με καλούς οιωνούς διότι ήταν η εποχή που τελείωνε μια ναυτιλιακή κρίση και οι τιμές των πλοίων ήταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ η ναυλαγορά άρχισε να αναπτύσσεται θετικά. Αυτό κράτησε μέχρι το τέλος του 1983.
Μετά ξέσπασε η μεγάλη κρίση στη διεθνή ναυλαγορά και οι παροπλισμοί των πλοίων σε όλα τα λιμάνια. Θυμάμαι ακόμα έντονα ότι τα πλοία παροπλίζονταν στην Ελευσίνα και οι παροπλισμοί έφταναν σχεδόν μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου.
Επειδή δυστυχώς είχα εγγυηθεί στην δανείστρια τράπεζα με προσωπική μου περιουσία, αναγκάστηκα να προχωρήσω στη σταδιακή διάλυση των πλοίων, όπως έπραξαν πάρα πολλοί μικροί πλοιοκτήτες για να αποπληρώνονται οι δανειακές τους υποχρεώσεις».
Προς το τέλος του 1985 είχε μείνει με ένα μόνο πλοίο. Τότε τον κάλεσε ο αείμνηστος φίλος του, Διευθυντής της Barclays Bank, Γιώργος Μεσσάρης και του πρότεινε με στήριξη της τράπεζας να αγοράσει το ferry boat SOL CHRISTIANA από τον Κύπριο Τάκη Σολωμονίδη.
«Σκέφτηκα ότι ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία που περίμενα να επιστρέψω στην επιβατηγό ναυτιλία, έστω και μέσω ferry boat. Πούλησα λοιπόν το τελευταίο φορτηγό πλοίο, εξόφλησα πλήρως την δανείστρια τράπεζα, κάτι που εντυπωσίασε τους Διευθυντές της τράπεζας διότι συνήθως διέγραφαν χρέη εταιρειών, και προχώρησα στην αγορά του SOL CHRISTIAΝΑ» αναπολεί ο Μιχάλης Λάμπρος:
«Έτσι ξεκίνησε η νέα μου δραστηριότητα στην επιβατηγό ναυτιλία. Όμως το όνειρό μου πάντα ήταν μια μέρα να επιστρέψω στην κρουαζιέρα».
Το πλοίο μετονομάστηκε σε KYPROS STAR και το 1986 ξεκίνησε δρομολόγια από Πειραιά σε λιμάνια της Κύπρου, Αιγύπτου και Ισραήλ.
Τα έτη 1987 και 1988 ήταν ναυλωμένο από την Ιταλική εταιρεία ADRIATICA και εκτελούσε ταξίδια από Πάτρα προς Brindisi.
Το 1988 προέκυψε νέα ευκαιρία για τον Μιχάλη Λάμπρο να ασχοληθεί με την αγαπημένη του κρουαζιέρα και να γνωριστεί με τον Έλληνα εφοπλιστή Λου Κολλάκη:
«Πιο συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1988, ο καλός μου φίλος από την εταιρεία ΧΑΝΔΡΗ Κώστας Ζαλοκώστας, μου μετέφερε την επιθυμία ενός γνωστού Έλληνα εφοπλιστή του Λονδίνου, να συνεργαστεί με κάποιον πεπειραμένο στην Κρουαζιέρα συνεργάτη. Μου πρότεινε εάν ενδιαφερόμουν, να προχωρήσω στην μετασκευή του KYPROS STAR σε κρουαζιερόπλοιο, με την προϋπόθεση ότι θα έπαιρνε οπωσδήποτε την επιδότηση του σχετικού νόμου, μια και η μετασκευή θα πραγματοποιούνταν στο Πέραμα. Έτσι γνώρισα τον Λου (Lou) Κολλάκη και από την πρώτη γνωριμία μας συμφωνήσαμε να προχωρήσομε στη μετασκευή του πλοίου, κάτι που πραγματοποιήθηκε στο Πέραμα τα έτη 1989 έως τις αρχές του 1994. Η μετασκευή ήταν ολοκληρωτική και κόστισε πάνω από πενήντα εκατομμύρια δολάρια».
Το KYPROS STAR μετονομάσθηκε σε OCEAN MAJESTY και ξεκίνησε τις κρουαζιέρες από Πειραιά τον Απρίλιο του 1994, ναυλωμένο από την εταιρεία του Ανδρέα Ποταμιάνου και του αείμνηστου αδελφού του Γιώργου. Η ναύλωση κράτησε μέχρι το 1996.
Από το 1996 έως το 2010, το OCEAN MAJESTY ήταν συνεχώς ναυλωμένο στην Αγγλική εταιρεία PAGE&MOY. Τα έτη 2011-2012 και 2013 ναυλώθηκε σε Τούρκους tour operators και από το 2014 μέχρι σήμερα είναι ναυλωμένο στην Γερμανική εταιρεία HANSA TOURISTIK.
Πέραν των καθηκόντων του ως Γενικός Διευθυντής της MAJESTIC INTERNATIONAL CRUISES, ο Μιχάλης Λάμπρος έχει ενεργό συμμετοχή στο Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, και στην Ένωση Εφοπλιστών Κρουαζιεροπλοίων και Φορέων Ναυτιλίας.